«Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές», είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Γιάννη Τσιτσίμη από τις εκδόσεις Ελκυστής. Ένας άνεμος γεμάτος μυρωδιές μεταφέρει βιώματα του κεντρικού ήρωα, του Ανέστη Μαυρουδή, ενός ανθρώπου θύματος των περιστάσεων, που όπως λέει και στο οπισθόφυλλο, μεγαλώνει ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες. Ένας άνεμος που φυσάει στον παροντικό χρόνο της αφήγησης, γυρνώντας προς τα πίσω, στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου και αναμοχλεύει τραύματα της ιστορίας μας. Κι εμείς οι αναγνώστες, κάπου ανάμεσα στις καλαμιές, βιώνουμε τον πόνο, τη μυρωδιά της σαπίλας που συνοδεύει την κάθε μορφής εξουσία στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει δυναμικά με ένα γκροτέσκο συμβάν. Ο ήρωάς μας συγκρούεται με έναν κλόουν. Μια εικόνα με πολύ ισχυρούς συμβολισμούς. Κι αναρωτιόμαστε, γιατί ένας κλόουν θα σύρει το κάρο της αφήγησης; Ο κλόουν ως σύμβολο έχει ένα ιδιαίτερα πλούσιο φάσμα σημασιών. Σε αντιπαράθεση με τον ήρωα, μπορεί να συμβολίζει την ψευδαίσθηση, την απάτη ή την ανάγκη για συγκάλυψη. Ή να ενσαρκώνει την ειρωνεία της ζωής, ακόμα και την τραγωδία που κρύβεται μέσα στη φαινομενική ευθυμία. Ή την διατάραξη της τάξης, την παραβίαση κοινωνικών κανόνων, τη γελοιοποίηση της εξουσίας. Ίσως τελικά, αυτός ο κλόουν να λειτουργεί σαν «σκιώδης εαυτός» του ήρωα: να εκφράζει τα απωθημένα, τις ενοχές, τις φοβίες, την καταπιεσμένη πλευρά της προσωπικότητάς του ή την εσωτερική του πάλη.
Ο Ανέστης Μαυρουδής αποκαλύπτει εξ’ αρχής τον βίαιο χαρακτήρα του που διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες ανέχειας. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και ουρανοκατέβατο, θα υπογραμμίσει ο συγγραφέας, δηλώνοντας από το ξεκίνημα την πρόθεσή του να μη γράψει κάτι ανάλαφρο, αλλά να εκφράσει την πολιτική του στάση, να προβληματίσει και να παρουσιάσει τους πονεμένους της κοινωνίας μας σε αντιπαράθεση με αυτούς που κινούν τα νήματα της εξουσίας. Γράφει στη σελίδα 19: «Εξουσία, δυστυχία, τοίχοι και φύλακες. Έτσι ήταν πάντα. Ένας τοίχος να προφυλάσσει την ανώτερη τάξη ψηλός, αδιαπέραστος, γεμάτος αγριόσκυλα να τον τριγυρίζουν και επιπλέον αόρατος. Και μάλιστα να είναι χτισμένος από τον κόπο, τον ιδρώτα και το αίμα των φτωχών». Και λίγο πιο κάτω, θα γράψει «Οι φτωχοί ήταν η ντροπή του κόσμου, ένας λεκές απαραίτητος για τις δουλειές και το μάζεμα των σκουπιδιών».
Ο πατέρας του ήρωα, στα Τάγματα Ασφαλείας στην Κατοχή, η μητέρα του μια εκδιδόμενη γυναίκα. Και καθώς θα μεγαλώνει, ο χαρακτήρας του θα διαμορφώνεται με υλικά της σήψης, του αίματος, της λάσπης, μαζί με τους φτωχούς και τους απόκληρους της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Γύρω από τον κεντρικό ήρωα, μπερδεύεται ένας ιστός από άλλους ανθρώπους. Θα συναντήσουμε ναζί, μαυραγορίτες, δολοφόνους, εκκολαπτόμενους εγκληματίες μαφιόζους, πόρνες, ανθρώπους ναυάγια, στην Ελλάδα μέσα στις δεκαετίες από το ’40 ως το ’80.
Σίγουρα θα υπάρξουν και τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή, αλλά θα εκπνεύσουν μέσα στη σκληρή πραγματικότητα. Οι χαρακτήρες ανθρώπινοι, με διττά χαρακτηριστικά, θα απλώσουν τα πλοκάμια τους μέσα στη μυθοπλασία και κάποιες φορές θα μας παραπλανήσουν, αλλά μόνο προσωρινά. Διαβάζοντας, για μια στιγμή ίσως φανταστούμε ότι η Σμαράγδα, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του Ανέστη, θα απαλλαγεί από τη διαφθορά της ανώτερης τάξης και θα τον ερωτευτεί. Ή ότι θα αποκαλυφτεί η πραγματική καταγωγή του Ανέστη, όλα θα ανατραπούν και ο ήρωάς μας θα βρει δικαίωση. Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα και στις ταινίες με happy end που ούτε καν πλησιάζουν την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα Γιάννη Τσιτσίμη, που θέλει να δώσει την πραγματικότητα με αδρές γραμμές, να καταδείξει με τον μεγεθυντικό φακό του κάθε πτυχή της, ενισχύοντας την κριτική ικανότητα των αναγνωστών. Ο συγγραφέας δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να μας ταξιδέψει σε ροζ συννεφάκια. Το αντίθετο.
Από την άλλη, θα μας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, θα μας κάνει να μη θέλουμε να αφήσουμε το βιβλίο από τα χέρια μας, με ένα κρεσέντο από διαρκή flashback, και τη δράση να ορίζεται στα όρια μονάχα τριών ημερών (που αποτελούν και τα τρία μέρη του βιβλίου).
Μέσα στη σαπίλα του συστήματος, ο συγγραφέας θα αναρωτηθεί τι φταίει και τα πράγματα δεν αλλάζουν, εδώ και χρόνια. Θα τον ακολουθήσουμε στους συλλογισμούς του που φυτρώνουν ανάμεσα στη δράση, θέτοντας ερωτήματα και καλώντας τον αναγνώστη να αποστασιοποιηθεί για λίγο και να σκεφτεί τη δική του στάση απέναντι στη ζωή. Παραθέτω ένα τέτοιο κομμάτι στη σελίδα 101:
«Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη ζωή με ελαφρότητα. Χωρίς υπαρξιακά ερωτήματα. Τα γεγονότα που τους συμβαίνουν είτε αναπάντεχα είτε μεμονωμένα, δεν τα αναλύουν, αλλά προτιμούν την τεχνική της επίπλευσης πάνω σε αυτά ως μια ασυνείδητη πηγή σωτηρίας τους.
Οι πιο πολλοί άνθρωποι, χωρίς κανένα εφόδιο, πορεύονται στη ζωή τους άλλοτε με θρησκευτική κατάνυξη-που στην πραγματικότητα είναι τρόμος απέναντι στο Θείο-τον Θεό-Τιμωρό του αμαρτωλού ατόμου-κι άλλοτε με μια κουτοπονηριά που φαίνεται πως αποτελεί τη μόνη λύση που διαθέτουν για να ξεπεράσουν τα όσα τους συμβαίνουν. Όλα αυτά γίνονται ανεπαίσθητα και όχι συνειδητά. Η επίπλευση είναι μια τεχνική που δε διδάσκεται αλλά μαθαίνεται μέσα στη διάρκεια της συνύπαρξης με άλλους επίσης ελαφρούς ανθρώπους που δε διστάζουν να κατέλθουν ακόμη και στο επίπεδο της -κρυμμένης-γελοιότητας αρκεί να μη συσκεφθούν με τον εαυτό τους μήτε ένα δευτερόλεπτο, μήτε μια στιγμή ατομικής ανάλυσης, μια ώρα υπαρξιακής αγωνίας. Η αγωνία που εμφανίζεται ενίοτε στα πρόσωπά τους σύντομα αντικαθίσταται από την ελαφρότητα, από την άνεση της ελαφριάς συνύπαρξης χωρίς συστατικά ζωής, μονάχα με αυταπάτες, γέλιο και πολλές φορές ηλιθιότητα. Δηλαδή η ηλίθια και ατομική προσέγγιση των πραγμάτων. Ο Ανέστης είχε μάθει να μην κάνει ποτέ ερωτήματα στον εαυτό του».
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα σωρό συλλογισμούς του συγγραφέα, για τη ματαιότητα της ύπαρξης, για τον χρόνο, τους κύκλους της βίας, την οικογένεια, τον έρωτα. Που κάθε φορά που τους συναντάμε μέσα στο βιβλίο, στεκόμαστε για λίγο, θέλουμε να ξαναδιαβάσουμε, να εμβαθύνουμε, να αντιπαραβάλλουμε παρόμοιες σκέψεις που έχουμε διαβάσει σε βιβλία φιλοσοφίας, πολιτικής, ιστορικής ανάλυσης ή ψυχολογίας.
Ένα ακόμη δυνατό στοιχείο το βιβλίου, είναι οι πολύ παραστατικές εικόνες και περιγραφές, τόσο των τόπων, όσο της δράσης, που μας μεταφέρουν στον πυρήνα των γεγονότων αλλά και των χαρακτήρων οι οποίοι είναι δέσμιοι της καταγωγής τους και της θέσης τους μέσα στο ιστορικό πλαίσιο. Οι μαυραγορίτες και οι δοσίλογοι, θα κάνουν αμύθητες περιουσίες και θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και στη σημερινή πραγματικότητα. Θα συνεχίσουν να κινούν τα νήματα του πλούτου και της εξουσίας. Αντίθετα κάποιοι φτωχοί, θα προσπαθούν να πιάσουν την καλή, βουτώντας στον βούρκο και υπηρετώντας τους πλούσιους και τους δυνατούς.
Ο Γιάννης Τσιτσίμης έκανε μια ενδελεχή ιστορική έρευνα για να μας καταθέσει αυτό το έργο, μέσα από το οποίο θα αποκτήσουμε γνώσεις, θα απολαύσουμε τη δράση, θα συμπάσχουμε με τους χαρακτήρες και θα αγανακτήσουμε, ακολουθώντας τους πολυποίκιλους τρόπους αφήγησης, πολλές φορές κινηματογραφικής, όπου τα πλάνα θα περνάνε γρήγορα, ή θα εστιάζουν σε μία λεπτομέρεια απαραίτητη για να νιώσουμε στο πετσί μας το άδικο, ή για να ελπίσουμε για μια θετική έκβαση.
Οδεύοντας προς το τέλος, ο Ανέστης θα μας παρασύρει στο σχέδιό του, που όσο δεν μας το αποκαλύπτει, άλλο τόσο εμείς ελπίζουμε με κομμένη την ανάσα. Τελικά οι προσδοκίες μας για κάθαρση θα βγουν αληθινές, ή θα στροβιλιστούν για άλλη μια στον κύκλο της βίας και θα πέσουν στο κενό;
