Η Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες, το βιβλίο του Κώστα Μπαρμπάτση (Κέδρος, 2022) που σήμερα έχει φτάσει στην έκτη έκδοση, περιλαμβάνει έξι διηγήματα που εκτυλίσσονται στην Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης. Είναι ιστορίες για την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της αγωνιστικότητας, της ίδιας της ζωής. Με χαρακτήρες αυθεντικούς και εύθραυστους που δραπετεύουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αρνούμενοι να ανταπεξέλθουν στη σκληρή πραγματικότητα που τους περιβάλλει.
Εστιάζοντας στο πέμπτο διήγημα με τίτλο «Ας λάμπει ο ήλιος», θα επιχειρήσω να αποτυπώσω κάποιες σκέψεις που προέκυψαν από τη δική μου ανάγνωση.
Η ιστορία αφορά τις περιπέτειες ενός νέου αντάρτη, του Κωνσταντή. Αφηγήτρια είναι η Γεωργία, η γειτονοπούλα που τον αγαπάει και μέσα από τη δική της ματιά γνωρίζουμε τον ήρωα, ενώ σταδιακά ξετυλίγεται και ο δικός της ψυχισμός. Η Γεωργία βρίσκεται στο πρακτορείο λεωφορείων στον Κηφισό και πίνοντας καφέ φαίνεται να μιλάει σε μιαν άλλη γυναίκα που την αποκαλεί «φούλα μου», συνηθισμένο υποκοριστικό που σημαίνει «αδερφούλα μου», στην περιοχή καταγωγής του συγγραφέα, την Αιτωλοακαρνανία. Παράλληλα, η ηρωίδα βλέπει τον Κωνσταντή να περνάει, τον πλησιάζει, του μιλάει, αλλά αυτός φαίνεται να μην την αναγνωρίζει.
Η αφήγηση σε ντοπιολαλιά, δωρική, λιτή και κοφτή και τα πρόσωπα σαν χαρακτήρες αρχαίας τραγωδίας. Καθώς διαβάζουμε, η αφηγήτρια μας περιγράφει στιγμιότυπα από το φευγιό του Κωνσταντή στο βουνό, από την επιστροφή του στο χωριό, από μια συμπλοκή με έναν νεκρό και από τη σύλληψή του. Σε όλα τα συμβάντα, φαίνεται σαν η Γεωργία να τα βιώνει άμεσα, όντας δίπλα του ενώ παράλληλα δίνει δικές της ερμηνείες, λέει τις εντυπώσεις της, με τον λόγο της να κυλά σαν νεράκι που ρέει από την πηγή, ζωγραφίζοντας ένα σωρό εικόνες ολοζώντανες και αγγίζοντας όλες μας τις αισθήσεις. Παραθέτω κάποιες φράσεις: «Κι όπως γυρνάω, βλέπω έναν να βγαίνει απ’ τις σχνάρες και να διαβαίνει σκυφτός. Έναν άπλερο, με τα μαλλιά αξάγκλιγα και με κάτι παλιάρβυλα στα ποδάρια…Ενας π’ όχι για δεκαοχτώ, ούτε για σαράντα οχτώ δεν έμοιαζε, φούλα μου» (σελ. 131) «Έκλαιε θυμάμαι η μαυρομάνα κι ‘έλα καμάρι μου να σε φιλήσω’, του ’λεγε, καθώς του κρέμαε το σταυρό. Και σα βγήκαν απ’ την πόρτα, έτρεξε πίσω η αδερφή και ‘Πάρε ένα κλειδί’, του’ πε. ‘Παρ’το, μην τυχόν γυρίσεις και δε μας βρεις. Να ’χεις τρόπο να μπεις’, έλεγε η έρμη, αλλά πού να ’ξερε κι αυτή» (σελ. 133).
Ο συγγραφέας φαίνεται να αφουγκράζεται τις δονήσεις της φύσης και καθώς μας βάζει στο σύμπαν του, θέλουμε να ξαναγυρίσουμε σε κάποιες φράσεις εξαιρετικής μεστότητας, που ‘αρπάζουν’ τον αναγνώστη: «Είχε μια κάψα, που’ψηνε τα φίδια. Και μια ερημιά, που πέρα από κάτι όρνια άλλο πράμα δεν κυκλοφόραγε» (σελ. 134). Παράλληλα, πολλές φορές δε λείπει και το χούμορ, με περιγραφές όπως του δασκάλου που «όλο τον καιρό το ίδιο φόραγε, σαν η γίδα το τομάρι». Στο ίδιο μοτίβο, δεν λείπουν και οι κρίσεις διαχρονικής σημασίας, π.χ. για το εκπαιδευτικό σύστημα: «Κατάλαβες δηλαδή; Είχαμε που ’χαμε την κατάντια μας, είχαμε και τον πάσα ένα να μας το παίζει και καμπόσος από παν’. Άντε από κει τώρα, άντε, γιατί τα σκέφτομαι και με πιάνει πάλι ο διάολος…» (σελ. 145-146)
Το αρχετυπικό δίπολο του καλού και του κακού υπάρχει στη Λυκοχαβιά και συγκεκριμένα σε αυτήν την ιστορία, φαίνεται ολοκάθαρα ποιοι είναι οι κακοί: Όλοι όσοι είναι με την πλευρά την εξουσίας και μέσα στην ιεραρχία της. Από τους βασανιστές, που θέλουν να επιβληθούν με τη βία, «Αυτός ο γιούδας ήτανε, αυτό το λυκοτόμαρο, ο παλιο-Γάκιας» έως και τους φτωχούς που γλείφουν τους εκπροσώπους της εξουσίας γιατί φοβούνται, ή θέλουν να βολευτούν: «Τον άκουγαν οι κακομοίρηδες και ‘Κάτσε να τα ‘χουμε καλά’, σκέφτονταν, ‘κάτσε μπας και μας βολέψει πουθενά’, λέγανε τα χάπατα» (σελ. 135).
Το αδύναμο σημείο του Κωνσταντή είναι η μάνα και η αδερφή του. Δεν φυγαδεύεται στην Αλβανία για να σωθεί, γιατί έχει μάνα κι αδερφή πίσω. Το αδύναμό του σημείο το ξέρουν και οι βασανιστές του και το χρησιμοποιούν για να τον κάνουν να γονατίσει. Εδώ να σημειώσουμε, ότι ενώ η Γεωργία δείχνει να λιώνει γι’ αυτόν, δεν φαίνεται να υπάρχει η ίδια ανταπόκριση από τον Κωνσταντή, στοιχείο που κάνει την αφήγηση σπαρακτική, με τους αναγνώστες να συμπάσχουν όλο και περισσότερο, να χτυποκαρδούν μαζί με την αφηγήτρια, να θέλουν να της κάνουν μιαν αγκαλιά, να την παρηγορήσουν. Γιατί στην ουσία, αυτή είναι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας. Που μας ανοίγει σιγά σιγά τα παράθυρα του ψυχικού της κόσμου, και μας αφήνει να δούμε μέσα από τα μάτια της, να βουτήξουμε μαζί της στην αλήθεια που δεν θέλει να αποδεχτεί, να πενθήσουμε μαζί της και να την ακολουθήσουμε στη διαδρομή της προς την τρέλα.
Η Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες είναι σαν ποίηση με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, με συμβολισμούς και αλληγορίες. Έχει στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι, από τις παραλογές και τα μοιρολόγια. Υπογραμμίζω το τραγούδι που έλεγε η Γεωργία για να κρατήσει ξυπνητό τον Κωνσταντή μετά τα βασανιστήρια, για να μη ναρκωθεί: «Άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε…». Σε δεύτερο επίπεδο, αυτό το κελάηδισμα μπορεί να συμβολίζει το όραμα, τις ιδέες για έναν καλύτερο κόσμο, όλα αυτά για τα οποία πάλεψε ο κάθε αγωνιστής σαν τον Κωνσταντή.
Τελειώνοντας την ιστορία, μας μένει στ’ αυτιά ο απόηχος από αυτόν τον γλυκό ήχο, που θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανό, ακόμα κι όταν κλείσουμε το βιβλίο, όπως κάνει και η ηρωίδα μας, που κρατάει ζωντανό και φωτεινό το όραμα του αγαπημένου της, σαν τον ήλιο, ακόμα κι αν έχει κακοκαιρία. Όπως το ’λεγε και η μανούλα της «Ας λάμπει ο ήλιος, κι ας λάμπει και στα βουνά» (σελ. 163).