Η σύγχρονη κοινή λέξη «σκύλος», «σκυλί» σχηματίστηκε από τον μεταγενέστερο τύπο σκύλ(λ)ος, που με τη σειρά του προήλθε από το αρχαίο ουσιαστικό ὁ, ἡ σκύλαξ-κος, το οποίο δηλώνει «τον μικρό σκύλο, το κουτάβι». Το αρχαίο όνομα το αντίστοιχο του «σκύλου» είναι ὁ,ἡ κύων. Παράγωγα αυτού είναι: ὁ κυνα(η)γός (← κύων+ ἄγω= οδηγώ)= στην κυριολεξία σημαίνει «οδηγός σκύλου», και εξ αυτού προήλθαν οι λέξεις κυνα(η)γῶ, κυνήγιον (→ κυνήγι), κυνηγετικός· τὸ κυνάριον, τὸ κυνίδιον, υποκοριστικά τού κύων· ἡ κυνέη-ῆ ( εννοείται δορά )= παλαιότερο είδος κράνους από δέρμα σκύλου, σκούφος από σκυλόδερμα και γενικά από δέρμα, όνομα που παρέμεινε και όταν το κράνος έγινε μετάλλινο. Κυνέη-ῆ φορούσαν οι Μυκηναίοι· είχε κωνικό σχήμα, άφηνε το πρόσωπο ακάλυπτο και είχε επάνω της συρραμμένα δόντια κάπρου·

ὁ κυνόδους-δοντος= το οξύ δόντι μεταξύ των τραπεζιτών και των τομέων κάθε γνάθου, κυρίως στην περίπτωση των κυνῶν, το σκυλόδοντο· κυνικός-ή-όν= όμοιος με σκύλο· κυνοδρομέω-ῶ= τρέχω ή κυνηγώ με σκύλους· ἡ κυνάγχη (κύων+ἄγχω= πιέζω τον λαιμό, πνίγω)= θανατηφόρα νόσος των σκυλιών κατά την οποία φλογίζονται οι πνεύμονες και κρέμεται η γλώσσα, σκυλόβηχας. Γίνεται ωστόσο χρήση και επί ανθρώπων και σημαίνει «πονόλαιμος». Συχνά απαντά με τη διαφορετική γραφή συν-άγχη (συν+ἄγχω), από την οποία προκύπτει η κοινή λέξη «συνάχι», αλλά ο Γαληνός διακρίνει τήν κυνάγχην ως φλόγωση του λάρυγγα από τήν συνάγχην ως φλόγωση του φάρυγγα. Στα νέα ελληνικά έχουμε τις λέξεις κυνηγόσκυλο, κυνηγότοπος, κυνήγημα, κυνομαχία και άλλα παράγωγα, και της αρχαίας και της νέας Ελληνικής.
Όπως έχουμε ξαναπεί, στα αρχαία ελληνικά κύων και σκύλιον (τό ) λεγόταν και ο καρχαρίας, το σκυλόψαρο. Επίσης, έχουμε αναφερθεί στον αστερισμό τού Μεγάλου Κυνός ⸺ βρίσκεται ως κυνηγετικό σκυλί πίσω από τον αστερισμό τού Ωρίωνα, τον οποίο ακολουθεί ⸺ και σε ένα από τα αστέρια του, τον Σείριο= τον φλέγοντα, τον μεγαλύτερο απλανή αστέρα που χαρακτηρίζει την εποχή της μεγαλύτερης θερμότητας, εξού τα κυνικά καύματα του θέρους. Ακόμη έχουμε μιλήσει για τους Κυνικούς φιλοσόφους, που οφείλουν την ονομασία τους στον Διογένη, ο οποίος αποκλήθηκε Κύων, λόγω του τρόπου ζωής του. Επιπλέον, θυμίζουμε τον όρκο τού Σωκράτη νὴ ή μὰ τὸν κύνα.1 ΄Εχει υποστηριχθεί ότι με τη φράση αυτή ο φιλόσοφος τόνιζε τη λογική φύση αυτού του ζώου. Επιπροσθέτως, υπάρχουν και τοπωνύμια σχετιζόμενα με τη λέξη κύων. Εδώ κάνουμε μνεία δύο εξ αυτών, με πρώτο το Κυνόσαργες· πρόκειται για γυμναστήριο που βρισκόταν έξω από τα τείχη τής Αθήνας, όπου γυμνάζονταν οι νέοι που δεν είχαν και τους δύο γονείς τους γνήσιους Αθηναίους. Τοποθετείται όχι μακριά από την αριστερή όχθη τού Ιλισσού, στα νότια του Ολυμπιείου. Ονομάστηκε έτσι (πρώτο συνθετικό είναι το ουσιαστικό κύων και δεύτερο το επίθετο ἀργός= στιλπνός ή γρήγορος) για εξιλέωση του Ηρακλή, επειδή ένα σκυλί είχε αρπάξει κρέατα από θυσία προς τον ήρωα και τα είχε αφήσει σ’ αυτό το μέρος, όπου οι Αθηναίοι με χρησμό που πήραν ίδρυσαν ναό τού Ηρακλή. Το δεύτερο τοπωνύμιο είναι το Κυνός σῆμα, ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου το οποίο σχηματίζει το πρώτο στενό τού Ελλησπόντου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, εκεί μετά την άλωση της Τροίας θάφτηκε η Εκάβη, η οποία είχε μεταμορφωθεί σε σκύλα ⸺ προηγήθηκε η τιμωρία τού βασιλιά τής Θράκης Πολυμήστορα, που τον τύφλωσε και σκότωσε τα παιδιά του, γιατί αυτός είχε σκοτώσει τον μικρό της γιο, τον Πολύδωρο, τον οποίο του είχε εμπιστευθεί ο Πρίαμος. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων επί των Λακεδαιμονίων κατά τη ναυμαχία κοντά σ’ αυτό στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (411 π. Χ.).
Ανατρέχοντας στα αρχαία κείμενα, σταματάμε πρώτα στη ραψωδία ι της Ὀδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας ιστορεί τα όσα συνέβησαν μέσα στη σπηλιά τού Κύκλωπα Πολύφημου. Όταν ο Πολύφημος τον ρώτησε πού βρίσκεται το καράβι του, εκείνος του απάντησε με πονηριά πως το έχασε σε θαλασσοταραχή και μόλις γλίτωσε ο ίδιος και οι σύντροφοί του. Τότε εκείνος χωρίς να πει κουβέντα, όρμησε και άπλωσε τα χέρια του επάνω στους συντρόφους ⸺ η συνέχεια στους στίχους 289-290:
σὺν δὲ δύω μάρψας ὥς τε σκύλακας ποτὶ γαίῃ
κόπτ’· ἐκ δ’ ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν.
άρπαξε δυο και σαν κουτάβια καταγής τους χτύπαγε·
τρέχανε τα μυαλά τους κάτω και μούσκευαν τη γη.
Σε μία από τις επόμενες ραψωδίες, τη μ, η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα πώς να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που θα συναντήσει στο ταξίδι του, όπως τα στενά τής Σκύλλας2 και της Χάρυβδης. Του περιγράφει τη Σκύλλα και του δίνει την παρακάτω πληροφορία (στ. 93-97):
Μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν,
ἔξω δ’ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,
αὐτοῦ δ’ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,
δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσιν
κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
Μες στη βαθιά σπηλιά είναι χωμένη ώς τη μέση
και έξω από το τρομερό το βάραθρο προβάλλει τα κεφάλια της
κι εκεί αυτή ψαρεύει, αναζητώντας γύρω από τον βράχο
δελφίνια και σκυλόψαρα, κι αν κάπου πιάσει κάνα κήτος μεγαλύτερο,
από αυτά που μύρια τρέφει η Αμφιτρίτη3 η πολύβουη.

Η λέξη κύων είχε και υβριστική σημασία ⸺ κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη Νεοελληνική. Επί ανδρών δήλωνε απερισκεψία και επί γυναικών αναισχυντία ή θρασύτητα.
Παραμένουμε στην Ὀδύσσεια και στη ραψωδία χ. Ο Οδυσσέας σκοτώνει τον Αντίνοο, τον αναιδέστερο και πιο αδίστακτο απ’ τους μνηστήρες, στους οποίους αποκαλύπτεται ποιος είναι με τούτα τα λόγια (στ. 35-38):
« Ὦ κύνες, οὔ μ’ἔτ’ ἐφάσκεθ’ ὑπότροπον οἴκαδ’ ἱκέσθαι
δήμου ἄπω Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον,
δμωῇσίν τε γυναιξί παρευνάζεσθε βιαίως,
αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα,
[…]
«Σκυλιά, λέγατε πως πίσω πια δεν θα γυρίσω στην πατρίδα
από των Τρώων, ναι, τη χώρα, επειδή μου καταστρέφατε το σπιτικό
και με τις δούλες πλαγιάζατε ασκώντας βία,
κι ενώ ήμουν ζωντανός, δική σας τη γυναίκα μου ζητούσατε να κάνετε,
[…]

Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους μνηστήρες.
Στη ραψωδία Φ της Ἰλιάδος, όπως έχουμε δει σε προγενέστερα άρθρα, μπροστά στην ορμή τού Αχιλλέα οι Τρώες οπισθοχωρούν και κινδυνεύει η Τροία να καταληφθεί. Τότε ξεσπάει φιλονικία στον ΄Ολυμπο ανάμεσα στους θεούς που είναι μοιρασμένοι οι μεν υπέρ των Αχαιών, οι δε υπέρ των Τρώων, και η ΄Ηρα επιτίθεται στην αρχή λεκτικά στην ΄Αρτεμη (στ. 481-482):
«πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντί’ ἐμεῖο
στήσεσθαι; […]
«Πώς παλεύεις τώρα, σκύλα ξεδιάντροπη, ν’ αντισταθείς
σε μένα; […]
Και στις Βάκχες τού Ευριπίδη οι Ερινύες αποκαλούνται από τις ασιατικές Μαινάδες τού Χορού Λύσσας κύνες= της Λύσσας σκύλες (στ. 977).
Γνωρίζουμε ότι η ΄Αρτεμη είναι η θεά τού κυνηγιού, είναι ἡ κυναγὸς Ἄρτεμις, όπως την αποκαλεί η Ηλέκτρα στη φερώνυμη τραγωδία τού Σοφοκλή (στ. 563).

Ο δε Αριστοτέλης στο Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι γράφει (501b):
Περὶ δὲ τῶν κυνῶν ἀμφισβητεῖται, καὶ οἱ μὲν ὅλως οὐκ οἴονται βάλλειν
οὐδένα αὐτούς, οἱ δὲ τοὺς κυνόδοντας μόνον·
Σχετικά με τους σκύλους υπάρχει διαφωνία, και άλλοι μεν θεωρούν
ότι δεν αλλάζουν καθόλου κανένα δόντι, και άλλοι ότι αποβάλλουν
μόνο τους κυνόδοντες.
Στον ΄Ομηρο ο θεός τού Κάτω Κόσμου ονομάζεται Ἀΐδης αντί του ᾍδης (στερητικό ἀ + ἰδεῖν ) που σημαίνει «αόρατος», και αυτό γιατί κατά τον μύθο ο θεός φορούσε μαγικό σκούφο, για να μένει αόρατος. Στην Ἰλιάδα ο σκούφος αυτός ονομάζεται κυνέη, Ἄϊδος κυνέη.
Η αρχαία Ελληνική δημιούργησε τρεις λέξεις που σχετίζονται και με τον σκύλο, από τις οποίες, δυστυχώς για το λεξιλογικό μονολεκτικό περιεχόμενο τής νέας Ελληνικής, μόνο μία διασώθηκε παραλλαγμένη. Ο λόγος για τα ρήματα: το ηχοποίητο λάπτω= πίνω νερό με τη γλώσσα και συνεκδοχικά «πίνω, ρουφώ άπληστα»· το ῥινηλατέω-ῶ (← ῥίς-νός= μύτη + ἐλαύνω= οδηγώ)= ιχνηλατώ με τη μύτη, με την όσφρηση, και το ὑλακτέω-ῶ=γαυγίζω (για τα σκυλιά), από το οποίο σχηματίστηκε ο μεταγενέστερος τύπος ἀλυκτῶ και εξ αυτού ο νεότερος «αλυχτώ». Ας δούμε πώς μαρτυρούνται στα αρχαία κείμενα τα ρήματα αυτά.
Στο σύγγραμμα του Πλουτάρχου Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα, τὰ χερσαῖα ἢ τὰ ἔνυδρα διαβάζουμε (971Α):
οἱ δὲ τοὺς δασύποδας διώκοντες, ἐὰν μὲν αὐτοὶ κτείνωσιν, ἥδονται διασπῶντες καὶ τὸ αἷμα λάπτουσι προθύμως·
Τα δε [σκυλιά] που κυνηγούν τους λαγούς, αν μεν τους σκοτώσουν τα ίδια, χαίρονται να τους ξεσκίζουν και πίνουν το αίμα με λαχτάρα·
Ο Αισχύλος χρησιμοποιεί το ρήμα ῥινηλατῶ με μεταφορική σημασία στο δράμα του Ἀγαμέμνων. Η Κασσάνδρα, η Τρωαδίτισσα βασιλοκόρη με τις προφητικές ικανότητες έχει φθάσει μαζί με τον Αγαμέμνονα ως παλλακίδα του στο ΄Αργος. Μετά την υποδοχή τού βασιλιά, η Κασσάνδρα μπροστά στον Χορό τον απαρτιζόμενο από Αργίτες γέροντες προλέγει τα μελλούμενα, τον φόνο τού Αγαμέμνονα και τον δικό της, και ανατρέχοντας στις παλιές αιτίες τού κακού που έχει ζώσει το παλάτι λέει απευθυνόμενη στα μέλη τού Χορού (στ. 1184-1185):
Καὶ μαρτυρεῖτε συνδρόμως ἴχνος κακῶν
ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων.
Και να βεβαιώνετε4 ότι από κοντά ακολουθώντας το ίχνος των κακών
πράξεων που γίναν τον παλιό καιρό αναζητώ μ’ επιμονή να τις ανακαλύψω.
Και ο Ξενοφών στον Κυνηγετικό του περιγράφει τις διαφορετικές αντιδράσεις των σκυλιών κατά την ιχνηλασία τους, όπως (ΙΙΙ 5-6):
πολλαὶ δὲ τούτων μὲν οὐδὲν ποιοῦσι, μανικῶς δὲ περιφερόμεναι ὑλακτοῦσι
περὶ τὰ ἴχνη, ὅτε δὲ εἰσπίπτουσιν εἰς αὐτά, ἀφρόνως καταπατοῦσαι τὰς αἰσθήσεις.
Πολλές πάλι [σκύλες] δεν κάνουν τίποτε από αυτά [τα παραπάνω], αλλά περιφερόμενες γύρω από τα ίχνη γαυγίζουν σαν μανιασμένες, όταν δε πέσουν πάνω σ’ αυτά, καταπατούν ανόητα τα ίχνη που έχουν τη μυρωδιά επάνω τους.
΄Εχουμε επίσης μαρτυρίες για τη «λύσσα», την ασθένεια των σκύλων, για την αντιληπτικότητά τους στους επερχόμενους σεισμούς και για την αυτοΐασή τους. Για το πρώτο αναφέρει ο Αριστοτέλης ό. π. (604a):
Οἱ δὲ κύνες κάμνουσι νοσήμασι τρισίν· ὀνομάζεται δὲ ταῦτα λύττα, κυνάγχη, ποδάγρα.
Τα δε σκυλιά υποφέρουν από τρεις αρρώστιες· αυτές ονομάζονται λύσσα, κυνάγχη, ποδάγρα.
Και ο Τεύκρος5 αποκαλεί τον ΄Εκτορα στη ραψωδία Θ της Ἰλιάδος (στ.299) κύνα λυσσητῆρα, λυσσασμένο σκύλο.
Ο Αιλιανός επισημαίνει στο Περὶ ζῴων ἰδιότητος (Βιβλίο ΣΤ,16):
Λιμοῦ μέλλοντος ἐπιδημεῖν αἰσθητικῶς ἔχουσι κύνες καὶ βόες καὶ ὗς καὶ αἶγες καὶ ὄφεις καὶ ζῷα ἄλλα, καὶ λοιμοῦ δὲ ἀφιξομένου συνίησι πρώτιστα καὶ σεισμοῦ.
Τον λιμό που πρόκειται να απλωθεί στον τόπο τους τον προαισθάνονται τα σκυλιά, τα βόδια, οι χοίροι, οι κατσίκες, τα φίδια και άλλα ζώα, αλλά και καταλαβαίνουν πρώτα απ’ όλα την επερχόμενη μολυσματική νόσο και τον σεισμό.
Επιπλέον ο ίδιος συγγραφέας επισημαίνει (ό. π. Βιβλίο Η,9):
Κύων ὑπὸ πλήθους ὀχλούμενος οἶδε πόαν ἐν ταῖς αἱμασιαῖς φυομένην, ἧσπερ οὖν γευσάμενος ἐμεῖ πᾶν τὸ λυποῦν μετὰ φλέγματος
καὶ χολῆς […] καὶ πορίζει σωτηρίαν ἑαυτῷ, δεηθεὶς ἰατρῶν συμμάχων οὐδὲ ἕν.
Ο σκύλος, όταν έχει ενόχληση από βαρυστομαχιά, γνωρίζει ένα χόρτο που φυτρώνει στις ξερολιθιές, το οποίο πράγματι, αν το φάει, κάνει εμετό όλα όσα τον έχουν πειράξει με φλέγμα και χολή […] και εξασφαλίζει τη σωτηρία στον εαυτό του χωρίς να χρειαστεί κανέναν από γιατρούς για βοήθεια.
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τον σκύλο ως φύλακα του σπιτιού, για το κυνήγι (ο κυνηγετικός), για την επίβλεψη των κοπαδιών (ο ποιμενικός), για διασκέδαση (το Μελιταῖον κυνίδιον 6= μαλτέζικο σκυλάκι).
Ο Διογένης ο Λαέρτιος διασώζει ένα ανέκδοτο για τον Διογένη (Φιλοσόφων βίων καὶ δογμάτων συναγωγὴ VI,55):
ἐρωτηθεὶς ποταπὸς εἴη κύων, ἔφη, « πεινῶν Μελιταῖος, χορτασθεὶς δὲ Μολοττικός,
[…]
Όταν ρωτήθηκε τι είδους σκύλος είναι, είπε: «Όταν πεινώ, είμαι Μαλτέζικος, όταν είμαι χορτάτος, Μολοσσικός,7 […]

Μία ράτσα κυνηγόσκυλων φημισμένη για τη γρηγοράδα τους και τη δραστηριότητά τους ήταν από τη Λακωνία· είχαν λεπτά και μυτερά αυτιά και μυτερή μουσούδα. Μάλιστα οι Σπαρτιάτες τα κρατούσαν ζηλότυπα μέσα στη χώρα τους και δεν επέτρεπαν τη διάδοσή τους εκτός των ορίων τής Λακωνικής.
Και ο Αριστοτέλης στο μεν Περὶ ζῴων γενέσεως παρατηρεί (Ε781b,11):
[…] διὸ ὅσων οἱ μυκτῆρες μακροί, οἷον τῶν Λακωνικῶν κυνιδίων, ὀσφραντικά·
[…] για τούτο, όσων ζώων τα ρουθούνια είναι μυτερά, όπως των Λακωνικών μικρών σκύλων, αυτά έχουν οξυτάτη όσφρηση.
Στο δε Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι θεωρεί (607a):
[…] ἐξ ἀλώπεκος καὶ κυνὸς οἱ Λακωνικοί.
[…] ότι οι Λακωνικοί σκύλοι8 προέρχονται από ζευγάρωμα αλεπούς και σκύλου.
Στην αρχαία ελληνική γραμματεία συναντούμε και περιστατικά ενδεικτικά τής υπερβολικής και απόλυτης αφοσίωσης του σκύλου στον άνθρωπο.
Ανατρέχουμε και πάλι στον Αιλιανό ο οποίος κάνει μνεία τού παρακάτω συμβάντος (ό. π. Βιβλίο Ζ, 40):
Πώλῳ μὲν τῷ τῆς τραγῳδίας ὑποκριτῇ ὁ κύων ὁ τρόφιμος αὐτοῦ τεθνεῶτι καὶ καομένῳ ἑαυτὸν συγκατέπρησε τῇ πυρᾷ ἐμπηδήσας.
Όταν ο Πώλος,9 ο ηθοποιός τής τραγωδίας, πέθανε και το σώμα του καιγόταν στην πυρά, το σκυλί του που αυτός ανάθρεψε πήδησε μέσα στη φωτιά και κάηκε μαζί του.
Σε άλλο σημείο αφηγείται ότι ο Πύρρος, ο βασιλιάς τής Ηπείρου (318-272 π. Χ.), συνάντησε καθώς οδοιπορούσε έναν νεκρό με τον σκύλο του να στέκει δίπλα του και να τον φρουρεί. ΄Ηταν η τρίτη μέρα που ο σκύλος φρουρούσε τον κύριό του και ήταν νηστικός. Ο Πύρρος διέταξε να θάψουν τον νεκρό και να φροντίσουν τον σκύλο. Τον τάιζε και ο ίδιος και σιγά σιγά κατάφερε τον σκύλο να τον εμπιστευθεί και να μένει πλέον κοντά του. Λίγο αργότερα έγινε επιθεώρηση των οπλιτών. Ο Πύρρος παρακολουθούσε, και ο σκύλος καθόταν δίπλα του ήσυχος, αλλά μόλις είδε τους φονιάδες του κυρίου του ανάμεσα στους στρατιώτες⸺ συνεχίζουμε με το πρωτότυπο (Ζ10):
ὅ δὲ οὐκ ἐκαρτέρησεν ἐνταῦθα ἀτρεμεῖν, ἀλλὰ ἐς αὐτοὺς ἐπήδα καὶ ὑλάκτει
ἀμύσσων τοῖς ὄνυξι, καὶ ἐς τὸν Πύρρον θάμα ἐπιστρεφόμενος ὡς οἷός τε ἦν
ἐπήγετο μάρτυρα ὅτι ἄρα τοὺς ἀνδροφόνους ἔχει.
το ζώο αυτό δεν άντεξε να μένει ήσυχο στη θέση του, αλλά πηδούσε επάνω τους και γαύγιζε ενώ τους έγδερνε με τα νύχια του και κάθε τόσο γυρνούσε και κοίταζε τον Πύρρο, σαν να μπορούσε να παρέχει τη μαρτυρία του, ότι δηλαδή έχει βρει τους ανθρωποκτόνους.
Τότε ο βασιλιάς και οι γύρω του υποψιάστηκαν και από τον τρόπο που γαύγιζε το σκυλί θυμήθηκαν το περιστατικό. Οι άντρες αυτοί συνελήφθησαν και, αφού βασανίστηκαν, ομολόγησαν τα όσα είχαν πράξει.
Περισσότερο γνωστή αλλά εξίσου συγκινητική είναι η περίπτωση του σκύλου τού Ξανθίππου, του πατέρα τού Περικλή, κατά την έξοδο των Αθηναίων από την πόλη τους πριν εισέλθουν σ’ αυτήν οι Πέρσες υπό τον Ξέρξη.10

1)Βλ. και σχ. 2 του άρθρου μας: https://www.periou.gr/%cf%80%ce%bb%ce%b1%cf%84%cf%89%ce%bd%ce%b1-%e1%bc%80%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1-%cf%83%cf%89%ce%ba%cf%81%ce%ac%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%82-21%ce%b5-22d-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf/
2)Σκύλλα: Σύμφωνα με τον μύθο ήταν τέρας που γαύγιζε σαν σκυλί, είχε δώδεκα πόδια και έξι κεφάλια σκύλου με τρεις σειρές δοντιών το καθένα. Μαζί με τη Χάρυβδη αποτελούσε τον τρόμο των ναυτικών, τους οποίους και έτρωγε. Πιθανότερος τόπος τής σπηλιάς τής Σκύλλας θεωρείται η βόρεια ακτή τής Σικελίας, όπου υπήρχε ο Σκυλλαῖος πορθμός και το Σκύλλαιον ἄκρον. Από το θέμα σκυλ– παράγεται και το ρήμα σκύλλω= ξεσκίζω, σπαράζω.
3)Όπως έχουμε διευκρινίσει σε παλαιότερο άρθρο μας με το όνομα της Νηρηίδος Αμφιτρίτης προσωποποιείται η θάλασσα.
4)Η Κασσάνδρα ζητά την επιβεβαίωση του προφητικού της χαρίσματος από τα γεροντικά μέλη τού Χορού, γιατί, όπως έχουμε σημειώσει σε παλαιότερο κείμενό μας, η δυστυχία της ήταν ότι ο Απόλλων τής υποσχέθηκε να της διδάξει τη μαντική τέχνη, εάν πλάγιαζε μαζί του, όμως εκείνη, μόλο που έμαθε την τέχνη, δεν ενέδωσε στον έρωτά του, και για να την τιμωρήσει ο θεός τής αφαίρεσε τη δυνατότητα να πείθει τους ανθρώπους.
5)Ο Τεύκρος ήταν γιος τού βασιλιά τής Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός τού Αίαντα. Επαινείται από τον ΄Ομηρο ως ανδρείος πολεμιστής και ο καλύτερος τοξότης απ’ όλους τους Αχαιούς τοξότες.
6)Δημοφιλής στην αρχαιότητα ράτσα μικρόσωμου οικιακού σκυλιού, της αγκαλιάς θα λέγαμε, από το νησί Μελίτη, τη σημερινή Μάλτα κατά τον Στράβωνα. Κατά τον Πλίνιο το νησί Μελίτη βρίσκεται έξω από τις ακτές τής Δαλματίας.
7)Για τον Μολοττ(σσ)ικὸ σκύλο, το άγριο τσοπανόσκυλο βλ. σχ. 2 του άρθρου μας: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-knodalo-%e2%b8%ba-xoano-%e2%b8%ba-mormolykeio-k-a/
8)Από το αρχαίο «Λακωνικὸς κύων» προήλθε ο μεσαιωνικός τύπος που διατηρείται μέχρι σήμερα, το «λαγωνικό».
9)Ο Πώλος ήταν Αθηναίος, περίφημος τραγικός ηθοποιός κατά τον 5ο αι. π. Χ.
