Άλλη μία λέξη τής αρχαίας Ελληνικής η οποία αποπνέει μεγαλόπρεπη ευφωνία με τα τρία άλφα και το σύμπλεγμα των φθόγγων νι και θήτα και συγχρόνως αποδίδει μονολεκτικά την έννοια που στα νέα Ελληνικά η απόδοσή της γίνεται περιφραστικά. Συγκεκριμένα, το επίθετο ἀνάκανθος-ον δηλώνει τ(ον) χωρίς αγκάθια για τα φυτά, χωρίς ραχοκοκαλιά για τα ψάρια· (αγκάθι← μεσαιωνικό ἀκάνθιν ← ἀκάνθιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού ἄκανθα (←ἀκή= αιχμή +ἄνθος).
Το ουσιαστικό ἄκανθα (ἡ) είναι πολυσήμαντο. Σημαίνει το αγκάθι· το ακανθώδες φυτό το κοινώς γαϊδουράγκαθο· τη σπονδυλική στήλη κυρίως των ψαριών, αλλά και των φιδιών και των ανθρώπων και ένα είδος ακακίας. Παράγωγα αυτού του ουσιαστικού είναι οι λέξεις: η μεταγενέστερη ἄκανθος (ὁ)= το φυτό «άκανθος ο ακανθώδης (acanthus spinosus)» και «άκανθος η απαλή» (acanthus mollis), το ομορφότερο είδος ακάνθου· ἀκανθώδης-ες= (ο) γεμάτος αγκάθια και μεταφορικά αυτ(ός) που χαρακτηρίζεται από δυσκολία, π. χ. λόγοι ἀκανθώδεις, δύο έννοιες που έχουν διατηρηθεί ώς τις μέρες μας· η μεσαιωνική ἀκανθόχοιρος (ὁ) (→ ο σκαντζόχοιρος)· ἀκανθοβόλος-ον= αυτ(ός) που εκφύει αγκάθια· ἀκανθίς-ίδος (ἡ)= το ωδικό πτηνό με το όμορφο κελάηδημα, η καρδερίνα (η αρχαία ονομασία του οφείλεται στο ότι τρέφεται κυρίως με σπόρους, έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στους σπόρους από γαϊδουράγκαθα που τους ξεφλουδίζει με δεξιοτεχνία)·1 ἀκάνθινος –η-ον κ. ά. και τα παράγωγα τού ουσιαστικού «αγκάθι»: αγκαθερός, αγκαθωτός, αγκαθιά, αγκάθινος κ. ά.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, την παρουσίαση των σχετικών με τις λέξεις μας αρχαίων παραθεμάτων.
Στο ειδύλλιο του Θεόκριτου Θαλύσια, ο αφηγητής Σιμιχίδας, ο οποίος σύμφωνα με πολλούς μελετητές ταυτίζεται με τον ίδιο τον ποιητή, είναι προσκαλεσμένος με δύο φίλους σε ένα σπίτι επ’ ευκαιρία μιας αγροτικής γιορτής, τα Θαλύσια. Καθ’ οδόν συναντούν έναν γιδοβοσκό, τον Λυκίδα, με τον οποίο ο Σιμιχίδας συναγωνίζεται στο τραγούδι. Στο τέλος ο Λυκίδας δωρίζει στον Σιμιχίδα την γκλίτσα του, και οι δρόμοι τους χωρίζουν. Οι τρεις φίλοι φτάνουν στον προορισμό τους, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, την οποία απεικονίζει με εξαιρετική γλαφυρότητα ο Σιμιχίδας-Θεόκριτος: Ξάπλωσαν σε μυρωδάτα σκίνα και πάνω σε φρεσκοκομμένα αμπελόφυλλα. Πολλές φτελιές και λεύκες σείονταν από πάνω τους, και κοντά τους κελάρυζε κυλώντας το ιερό νερό από τη σπηλιά των Νυμφών. Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν συνεχώς ⸺ακολουθούν οι στίχοι 139-142 που παραθέτουμε:
ἁ δ’ ὀλολυγών
τηλόθεν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις·
ἄειδον κόρυδοι καὶ ἀκανθίδες ἔστενε τρυγών,
πωτῶντο ξουθαὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι.
και κόαζε
από μακριά ο βάτραχος μέσ’ από τ’αγκάθια τού βάτου τα πυκνά·
τραγούδι λέγαν οι κορυδαλλοί κι οι καρδερίνες, πικρά λαλούσε το τρυγόνι,
πετούσαν οι ξανθές οι μέλισσες κοντά και γύρω απ’ τις ανάβρες τού νερού.

Ο Αριστοτέλης στην πραγματεία του Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι και στο κεφάλαιο όπου ασχολείται με τα είδη των αχινών γράφει για ένα είδος ⸺ η συνέχεια στο πρωτότυπο (530b):
μεγέθει μὲν μικρόν, ἀκάνθας δὲ μεγάλας ἔχον καὶ σκληράς, […]
που είναι μεν μικρό σε μέγεθος, αλλά έχει μεγάλα και σκληρά αγκάθια, […]

Μεταφερόμαστε τώρα στους γνωστούς μας Σφῆκες τού Αριστοφάνη. Ο Βδελυκλέων, ο γιος τού Φιλοκλέωνα, για να μειώσει τη μανία τού πατέρα του για τις δίκες, στήνει μια δίκη στο σπίτι τους με κατηγορούμενο έναν…σκύλο, τον Λάβη, που δήθεν έκλεψε ένα κομμάτι σικελικό τυρί.2 Δικαστής θα είναι ο Φιλοκλέων και συνήγορος ο Βδελυκλέων. Ο Φιλοκλέων κατηγορεί τον σκύλο για κλοπή και συνωμοσία, ενώ ο Βδελυκλέων υπερασπίζοντάς τον, ζητάει κάποια στιγμή τον οίκτο τού δικαστή-πατέρα του για τον κατηγορούμενο που, όπως υποστηρίζει, ταλαιπωρείται, και αυτό το τεκμηριώνει με τούτο το επιχείρημα (στ. 968-969):
Οὗτος γὰρ ὁ Λάβης καὶ τραχήλι’ ἐσθίει
καὶ τὰς ἀκάνθας, κοὐδέποτ’ ἐν ταὐτῷ μένει.
Αφού ετούτος δω ο Λάβης τρώει και ψαροκέφαλα
μα και τα ψαροκόκαλα κι ουδέποτε μένει στο ίδιο μέρος.
Σε αντίθεση, συνεχίζει, με τον άλλον που μένει συνεχώς στο σπίτι ζητώντας μερδικό απ’ ό,τι κουβαλούν οι άλλοι απέξω, αλλιώς δαγκώνει ⸺ εννοεί τον Κλέωνα που έμενε στην Αθήνα, ενώ ο Λάχης βρισκόταν σε εκστρατείες.

Και από τα προβλήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας στις περιπέτειες του ομηρικού Οδυσσέα. Στη ραψωδία ε της Οδύσσειας ο ήρωας κατασκευάζει μία σχεδία και εγκαταλείπει το νησί της Καλυψώς. Ταξιδεύει στη θάλασσα δεκαεπτά ημέρες, όταν ο Ποσειδώνας εξαπολύει φοβερή θύελλα και σχεδόν καταστρέφει τη σχεδία του. Ο Οδυσσέας προσπαθώντας να γλιτώσει από την κοσμοχαλασιά αρπάζεται από τη διαλυμένη σχεδία που ήταν έρμαιο των κυμάτων. Και ο ποιητής περιγράφει τον μεγάλο κίνδυνο που τον απειλεί με την παρακάτω εμπνευσμένη παρομοίωση (στ. 328-332):
Ὡς δ’ ὅτ’ ὀπωρινὸς Βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας
ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὧς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα·
ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,
ἄλλοτε δ’ αὖτ’ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.
Όπως στον κάμπο ο Βοριάς ο φθινοπωρινός τα γαϊδουράγκαθα σαρώνει,
και όλα μπλέκονται μαζί, το ένα πάνω στ’ άλλο,
έτσι και τη σχεδία μες στο πέλαγος οι άνεμοι εδώ κι εκεί τη φέρναν·
και πότε ο Νοτιάς την έσπρωχνε προς τον Βοριά να παραδέρνει,
και πότε πάλι ο Σιρόκος υποχωρούσε στον Πουνέντε για να την παρασύρει.

Συνεχίζουμε με τον Ηρόδοτο, ο οποίος στο περί Αιγύπτου κεφάλαιο γράφει (ΙΙ96):
Τὰ δὲ δὴ πλοῖά σφι τοῖσι φορτηγέουσι ἐστὶ ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα, […]
Τα δε πλοία που έχουν [οι Αιγύπτιοι]για τη μεταφορά εμπορευμάτων είναι φτιαγμένα από ξύλο ακακίας,3 […]
και προχωράει σε λεπτομέρειες του τρόπου κατασκευής τους.
Εκθέτοντας, δε, ο ιστοριογράφος σε άλλο κεφάλαιο τα της ταφής των βασιλικών νεκρών με τα άγρια ταφικά έθιμα στη Σκυθία, αναφέρεται σε μία τελετή που κάνουν οι Σκύθες, όταν κλείσει ένας χρόνος από τον θάνατο του βασιλιά. Μεταξύ των άλλων πνίγουν πενήντα υπηρέτες τού νεκρού και πενήντα άλογα, από τα οποία αφαιρούν την κοιλιά, τα καθαρίζουν εσωτερικά, τα γεμίζουν με άχυρα, τα ράβουν και ύστερα περνούν χοντρά ξύλα κατά μήκος τού σώματος του κάθε αλόγου μέχρι τον τράχηλο και τα ανεβάζουν επάνω σε τροχούς. Κατόπιν, καθέναν από τους πενήντα πνιγμένους τον ανεβάζουν επάνω σε ένα από τα άλογα με τον εξής τρόπο (ΙV72):
ἐπεὰν νεκροῦ ἑκάστου παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον ὀρθὸν διελάσωσι μέχρι τοῦ τραχήλου,
Αφού περάσουν δίπλα στη σπονδυλική στήλη κάθε νεκρού ένα όρθιο ξύλο μέχρι τον τράχηλο,
με το κάτω μέρος τού ξύλου να προεξέχει, το μπήγουν σε μια τρύπα εκείνου του ξύλου που περνάει μέσα από το σώμα τού αλόγου. Στήνουν εκεί αυτούς τους ιππείς κυκλικά γύρω από τον τάφο και φεύγουν.
Επιστρέφουμε στον Θεόκριτο και στο ειδύλλιό του το επιγραφόμενο Θύρσις ἢ ᾠδὴ, εκτενές απόσπασμα του οποίου με τη συναρπαστική περιγραφή ενός κυπέλλου έχουμε παρουσιάσει παλαιότερα σε μετάφραση.4 Από αυτό το απόσπασμα παραθέτουμε εδώ τους δύο τελευταίους στίχους με τη λέξη ὁ ἄκανθος (55-56):
παντᾷ δ’ ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος,
αἰπολικὸν θάημα· τέρας κέ τυ θυμὸν ἀτύξαι.
Παντού, ολόγυρα στο κύπελλο, άκανθος ευλύγιστος απλώνεται,
θέαμα απολαυστικό από γιδοβοσκού τα χέρια, θαύμα που σου
θαμπώνει το μυαλό.
Τα φύλλα τού παραπάνω φυτού και μάλιστα του είδους «άκανθος η απαλή (acanthus mollis)» μιμήθηκαν στην κατασκευή τού Κορινθιακού κιονοκράνου. Υπάρχει ένα αρχαίο ανέκδοτο κατά το οποίο ο πλάστης Καλλίμαχος 5 είδε κάποτε στην Κόρινθο, επάνω στον τάφο ενός μικρού κοριτσιού, ένα καλάθι που είχε τοποθετήσει εκεί η τροφός τού παιδιού και περιείχε τα παιχνίδια του. ΄Ηταν σκεπασμένο με πλάκα για να τα ασφαλίζει, γύρω δε από αυτό υπήρχαν αναρριχώμενοι βλαστοί ακάνθου που τυχαία είχε φυτρώσει εκεί. Η θέα αυτού του καλαθιού λέγεται ότι ενέπνευσε στον καλλιτέχνη την ιδέα τού νέου κιονοκράνου. Βέβαια, πρόκειται για μύθο, γιατί τα χαρακτηριστικά στοιχεία τού κορινθιακού κιονοκράνου προϋπήρχαν στην ελληνική τέχνη, όπως το θέμα τού ακάνθου που χρησιμοποιούσαν για να κοσμούν τις αττικές επιτύμβιες στήλες. Σε τι συνετέλεσε ο Καλλίμαχος στη διαμόρφωση του νέου τύπου ή στην εισαγωγή του στην αρχιτεκτονική δεν είναι γνωστό.

Αφήνουμε τον πανέμορφο ἄκανθον, για να τελειώσουμε με την επώδυνη μεν ἄκανθαν, αλλά με την απουσία της αυτή τη φορά. Ο Θεόφραστος στο βοτανολογικό έργο του Περὶ φυτῶν ἱστορίαι, μετά την περιγραφή τού κέδρου με το ἀκανθῶδες φύλλον, περνάει σε δύο δέντρα, τὴν οἴαν, κοινώς σουρβιά και τὴν μεσπίλην, τη μουσμουλιά, για τα οποία αναφέρει ως κοινό χαρακτηριστικό (3.12,9):
ἀνάκανθον δέ ἐστι καὶ ἡ οἴη καὶ ἡ μεσπίλη·
Δέντρο χωρίς αγκάθια είναι και η σουρβιά6 και η μουσμουλιά·7
Ἀνάκανθα δέντρα· δέντρα χωρίς αγκάθια που προσφέρουν φιλόξενο χώρο σε πουλιά, γιατί στα ακανθώδη, στα αγκαθωτά, καταπώς λέει το δημοτικό δίστιχο:
Και τα πουλιά που κελαϊδούν κι εκείνα ’χουνε πάθη,
πάνε να φάνε τον καρπό και τα τσιμπάει τ’ αγκάθι.
(Στη χαρακτηριστική εικόνα η ” ΄ακανθος η απαλή “, acanthus mollis)
1)Η επιστημονική ονομασία τής καρδερίνας είναι Ακανθυλλίς η ακανθοφάγος (Carduelis carduelis), κοινώς γαρδέλι. Ετυμολογικά η λέξη «καρδερίνα» προέρχεται από το ιταλικό cardellino, και αυτό από το νεολατινικό carduelis, υποκοριστικό τού λατινικού carduus= γαϊδουράγκαθο.
2)Η δίκη είναι παρωδία ενός ιστορικού επεισοδίου με ήρωες τον στρατηγό Λάχη (ο Λάβης τής δίκης), ο οποίος είχε σταλεί κάποτε στη Σικελία για να καταστείλει μια επανάσταση, δωροδοκήθηκε από τους Σικελούς, γύρισε άπρακτος, και ο φιλοπόλεμος δημαγωγός Κλέων, για τον οποίον έτρεφε μίσος ο ποιητής, χολωμένος γιατί δεν πήρε μερίδιο τον κατηγόρησε μπροστά στον δήμο.
3)Πρόκειται για το δέντρο Mimosa Nilotica. Το γένος των φυτών Mimosa είναι δέντρα, θάμνοι ή πόες που συχνά φέρουν αγκάθια. Μερικά είδη Ακακίας είναι γνωστά με το κοινό όνομα μιμόζα ή και το αντίθετο, δηλαδή είδη Μιμόζας είναι γνωστά ως ακακίες. Αυτό συμβαίνει γιατί τα δύο είδη (Μιμόζα και Ακακία) είναι στενά συγγενικά, και συχνά συγχέονται οι ονομασίες τους. ΄Οσο για την περίπτωση της Αιγύπτου, ακόμη και σήμερα τα πλοία στον Νείλο τα κατασκευάζουν από ξύλα ακακίας.
4)Βλ. το περί ου ο λόγος άρθρο: https://www.periou.gr/%ce%b8%ce%b5%ce%bf%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%87-1-%ce%b8%cf%8d%cf%81%cf%83%ce%b9%cf%82-%e1%bc%a2-%e1%be%a0%ce%b4%e1%bd%b4-%cf%83%cf%84-27-56-%cf%83%cf%87-2-%ce%bc%ce%b5/
5)Ο Καλλίμαχος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες τού ύστερου 5ου αι. π. Χ., περίφημος για την κομψότητα και τη λεπτότητα της τέχνης του, λάτρης της λεπτομέρειας και της περίτεχνης διακόσμησης στην επεξεργασία των έργων του. Ωστόσο η υπερβολική επιμέλεια στη λεπτομέρεια θεωρήθηκε ότι ήταν σε βάρος τού συνόλου, και εξ αυτού απέκτησε το επίθετο κατατησίτεχνος (← κατατήκω= λιώνω + τέχνη) ως αυτός που παραλύει, εξαφανίζει την τέχνη. Καθώς φαίνεται, ήταν ο κύριος γλύπτης τού θωρακίου τού ναού τής Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη.
6)Οἴη ή ὄα= η σουρβιά και ὄον ή οὖον= ο καρπός του δέντρου, το σούρβο. Τα σούρβα τρώγονται όπως και τα μούσμουλα, όταν είναι πολύ ώριμα. Οι αρχαίοι τα χάραζαν και τα έβαζαν στην άρμη.
7)Μέσπιλον (→ μεσαιωνικό μέσπουλον →μούσμουλον), ονομασία που διατηρήθηκε στην Κύπρο.
