Η παραπάνω φράση η διατυπωμένη συνεκδοχικά, δηλαδή δηλώνεται το περιεχόμενο αντί του περιέχοντος, είναι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και σε χρήση μέχρι σήμερα. Αλλά και το ρήμα «ανοίγω-ομαι» πέρασε από την αρχαία στη νέα Ελληνική αυτούσιο. Πρόκειται για τον δεύτερο τύπο τού αρχαίου ρήματος ἀνοίγνυμι-ἀνοίγνυμαι, ἀνοίγω-ἀνοίγομαι (← ἀνά + οἴγ-νυμι, οἴγ-ω, που σημαίνει επίσης «ανοίγω»). Ομόρριζες λέξεις: ἄνοιξις, ἀνοικτός, ἄνοιγμα, τα σύνθετα διανοίγω, διάνοιξις κ. ά. των αρχαίων ελληνικών. Η πρώτη σημασία τού ρήματος είναι «απελευθερώνω δίοδο απ’ ό,τι τη φράσσει», όπως στην περίπτωση πόρτας, «αφαιρώ κάλυμμα», π. χ. κιβωτίου, τάφου κ.λπ., βασικές χρήσεις διατηρημένες ώς τις μέρες μας.
Στη Λυσιστράτη τού Αριστοφάνη, καθώς η κωμωδία βαίνει προς το τέλος της και έχει συναφθεί η πολυπόθητη ειρήνη ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες με τη μεσολάβηση της Λυσιστράτης, έρχεται ένας Αθηναίος και χτυπά την πύλη τής Ακρόπολης όπου βρίσκονται οι γυναίκες λέγοντας (στ. 1216):
Ἄνοιγε τὴν θύραν σύ.
Ε, συ, άνοιξε την πόρτα
Το ρήμα το χρησιμοποιούσαν και χωρίς το ουσιαστικό «θύρα», όπως συμβαίνει ακόμη. Στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας ο Σωκράτης διηγείται σε έναν φίλο του τη συνάντηση που είχε με τον σοφιστή Πρωταγόρα από τα ΄Αβδηρα και τη συζήτηση που ακολούθησε σε ένα αθηναϊκό σπίτι με κυρίαρχο θέμα την ουσία τής αρετής και αν είναι διδακτή ή όχι. Αρχίζοντας λοιπόν ο Σωκράτης, αφηγείται ότι τη νύχτα που πέρασε, βαθιά χαράματα, πήγε στο σπίτι του ένα αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο νεαρός Ιπποκράτης, και χτύπαγε δυνατά την πόρτα με το ραβδί του — συνεχίζουμε με το πρωτότυπο (310b):
καὶ ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις, εὐθὺς εἴσω ᾔειν ἐπειγόμενος, καὶ τῇ φωνῇ μέγα
λέγων, Ὦ Σώκρατες, ἔφη, ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις;
και όταν την άνοιξε κάποιος, αμέσως μπήκε μέσα βιαστικός και με δυνατή φωνή είπε: «Σωκράτη είσαι ξύπνιος ή κοιμάσαι;»

Ας ξεφυλλίσουμε τώρα τον Ηρόδοτο. Αναφερόμενος ο ιστορικός από την Αλικαρνασσό στις εκστρατείες των Σπαρτιατών εναντίον των Τεγεατών (περ. 550 π. Χ.), επισημαίνει το εξής περιστατικό: Επειδή οι Σπαρτιάτες μαχόμενοι με τους Τεγεάτες δεν κατόρθωναν να τους νικήσουν, ζήτησαν χρησμό από τον θεό Απόλλωνα στους Δελφούς για το πώς θα κατάφερναν να τους υποδουλώσουν. Η Πυθία τούς απάντησε ότι θα το πετύχαιναν εάν μετέφεραν στη Σπάρτη τα οστά τού Ορέστη, του γιου τού Αγαμέμνονα. Τους υπέδειξε δε ότι ο τάφος του βρισκόταν στην Τεγέα. Τελικά τον ανακάλυψε ένας Σπαρτιάτης, ο Λίχας, με τον ακόλουθο τρόπο. Στο διάστημα που κάποια στιγμή είχαν αποκατασταθεί οι σχέσεις των Σπαρτιατών με τους Τεγεάτες, ο Λίχας μπήκε σε ένα σιδηρουργείο στην Τεγέα και θαύμαζε το πώς σφυρηλατούνταν ο σίδηρος. Ο σιδηρουργός τότε του είπε πως, αν μένει έκθαμβος με το δούλεμα του σιδήρου, θα έμενε με το στόμα ανοικτό αν έβλεπε αυτό που είδε ο ίδιος. ΄Ηθελα, του λέει, να κάνω ένα πηγάδι μέσα σε τούτη την αυλή και, καθώς έσκαβα, πέτυχα ένα φέρετρο επτά πήχεις 1 μακρύ· — και συνεχίζει (Ι 68):
ὑπὸ δὲ ἀπιστίης μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῦν ἄνοιξα
αὐτὴν καὶ εἶδον τὸν νεκρὸν μήκεϊ ἴσον ἐόντα τῇ σορῷ. Μετρήσας δὲ συνέχωσα ὀπίσω.
και καθώς δεν πίστευα ότι υπήρξαν ποτέ ψηλότεροι άνθρωποι από τους σημερινούς, το άνοιξα
και είδα τον νεκρό να είναι ίσος στο μήκος με το φέρετρο. Το μέτρησα και το έχωσα ξανά».
Ο Λίχας με την οξυδέρκειά του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για τον νεκρό τού Ορέστη. Μάζεψε λοιπόν κάποια στιγμή τα οστά, τα μετέφερε στη Σπάρτη, και έκτοτε οι Λακεδαιμόνιοι, οσάκις μάχονταν με τους Τεγεάτες, κέρδιζαν τη νίκη.
Η λέξη ἄνοιξις σήμαινε στα αρχαία ελληνικά «άνοιγμα». Στους μεσαιωνικούς όμως χρόνους αντικατέστησε το αρχαίο ἔαρ που δήλωνε την εποχή τού έτους η οποία κατέχει τη θέση ανάμεσα στον χειμώνα και το καλοκαίρι, εποχή κατά την οποία ανοίγει η φύση, ο καιρός, τα άνθη, τα φυτά γενικώς. Ας σημειωθεί δε ότι η ονομασία των μηνών που χρησιμοποιούμε σήμερα προήλθε από τους Ρωμαίους, και δεν είναι τυχαίο που τον Απρίλιο, τον κατ’ εξοχήν μήνα τής άνοιξης, τον ονόμασαν από το ρήμα aperio που σημαίνει «ανοίγω».

Από τον πατέρα τής ιστορίας μεταφερόμαστε στον Θουκυδίδη, τον μεγάλο ιστορικό τού 5ου αι. π. Χ., σύμφωνα με τον οποίον στις αρχές του 8ου έτους τού Πελοποννησιακού πολέμου, οι Αθηναίοι επιχείρησαν να καταλάβουν τα Μέγαρα ανεπιτυχώς: Οι δημοκρατικοί των Μεγάρων είχαν έλθει σε συνεννόηση με τους Αθηναίους για να τους παραδώσουν την πόλη τους. Έτσι, ένα τμήμα τού αθηναϊκού στρατεύματος στρατοπέδευσε κοντά στα τείχη τής πόλης, και οι Μεγαρείς προδότες έκαναν το εξής (Δ67):
ἀκάτιον ἀμφηρικὸν ὡς λῃσταί, ἐκ πολλοῦ τεθεραπευκότες τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν,
εἰώθεσαν ἐπὶ ἁμάξῃ, πείθοντες τὸν ἄρχοντα, διὰ τῆς τάφρου κατακομίζειν
τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ἐκπλεῖν·
έχοντας προετοιμάσει από πολύ καιρό το άνοιγμα της πύλης [του τείχους],
συνήθιζαν, πείθοντας τον επικεφαλής τής φρουράς, να μεταφέρουν τη νύχτα
στη θάλασσα μέσα από την τάφρο και επάνω σε άμαξα ένα δίκωπο πλοιάριο2 και να
αποπλέουν τάχα για ληστρικές επιδρομές·
και πριν ξημερώσει επαναφέροντάς το πάλι με την άμαξα το έβαζαν μέσα στο τείχος από την πύλη. Την ορισμένη συνωμοτικά νύχτα, από την ανοικτή πύλη όρμησε μέσα στην πόλη το αθηναϊκό τμήμα. Το σχέδιο όμως να ανοίξουν την πύλη και για το υπόλοιπο στράτευμα έγινε γνωστό στους Μεγαρείς, και το σχέδιο ναυάγησε.
Ως ναυτικός όρος το ρήμα ἀνοίγω είχε την έννοια «πλέω, βγαίνω στην ανοικτή θάλασσα», έννοια η οποία επιβίωσε ώς σήμερα — λ. χ. λέμε «ανοίχτηκα στο πέλαγος».
Στην Ἀληθινὴ ἱστορία του ο Λουκιανός,3 ο Σύρος σατιρικός συγγραφέας ο οποίος με το έργο αυτό θεωρείται από πολλούς ως ο πατέρας τής επιστημονικής φαντασίας, ξεκινάει, όπως έχουμε πει, τη διήγησή του με τη ναύλωση πλοίου και την αρχή του φανταστικού ταξιδιού του ως άλλος Οδυσσέας μαζί με πενήντα συνομηλίκους του προς τα δυτικά των Ηράκλειων στηλών. Εξιστορεί πώς οι αέρηδες τους έφεραν σε ένα νησί, τα παράξενα που συνάντησε εκεί μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του εξερευνώντας το και την επιστροφή στο αραγμένο πλοίο τους. Κατόπιν, όπως γράφει, προμηθευτήκαμε νερό και κρασί καὶ (9):
αὐτοῦ πλησίον ἐπὶ τῆς ᾐόνος αὐλισάμενοι ἕωθεν ἀνήχθημεν οὐ σφόδρα βιαίῳ
πνεύματι.
αφού περάσαμε εκεί τη νύχτα σιμά στην ακτή, με την αυγή ανοιχτήκαμε στο πέλαγο χωρίς πολύ δυνατό άνεμο.
![]()
Αλλά και η έννοια στον σύγχρονο προφορικό λόγο «δημιουργώ τομή στο σώμα, εγχειρίζω» ανευρίσκεται στο σύνθετο ρήμα διανοίγω. Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης στο Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι καταγράφοντας τις παρατηρήσεις του για τα όργανα των ζώων, σημειώνει ότι η φυσιολογική θέση τής σπλήνας σ’ όλα τα ζώα είναι στην αριστερή πλευρά και στην ίδια θέση είναι και τα νεφρά και συμπληρώνει (507a, 22):
ἤδη δὲ διανοιχθέν τι τῶν τετραπόδων ὤφθη ἔχον τὸν σπλῆνα μὲν ἐν τοῖς δεξιοῖς,
τὸ δ’ ἧπαρ ἐν τοῖς ἀριστεροῖς· ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα ὡς τέρατα κρίνεται.
Μέχρι τώρα έχει παρατηρηθεί με τη διάνοιξη κάποιου από τα τετράποδα να έχει
τη σπλήνα στη δεξιά πλευρά και το συκώτι στην αριστερή· όμως οι τέτοιου
είδους περιπτώσεις θεωρούνται τερατομορφίες.

Επιπροσθέτως, η σημερινή χρήση τού «ανοίγω» στη Μέση Φωνή «ανοίγομαι» με τη σημασία «εμπιστεύομαι κάποιον και του μιλώ χωρίς επιφύλαξη για προσωπικά μου θέματα» είναι επιβίωση τουλάχιστον από την ελληνορωμαϊκή εποχή, όπως μαρτυρείται στον λόγο τού Πλουτάρχου Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς. Στο σύγγραμμα αυτό όπου ο βιογράφος και φιλόσοφος πραγματεύεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού Αλεξάνδρου και εξαίρει την αρετή του, διαβάζουμε ότι ο Φιλώτας,4 ο γιος του Παρμενίωνος, δεν ήταν εγκρατής. Ερωτεύτηκε μία γυναίκα εξαιρετικής καλλονής, την Αντιγόνα, και (ΙΙ,339e):
Καὶ δὴ ὁ σιδάρεος ἐκεῖνος πεπαινόμενος οὐκ ἐκράτει τῶν λογισμῶν ἐν ταῖς
ἡδοναῖς, ἀλλ’ ἀνοιγόμενος ἐξέφερε πολλὰ τῶν ἀπορρήτων πρὸς αὐτήν.
Και λοιπόν ο σκληρός εκείνος σαν σίδερο μαλάκωσε τόσο πολύ που στη μέθη
τής ηδονής δεν ήταν κύριος των λογισμών του, αλλά ανοιγόμενος της
αποκάλυπτε πολλά από τα μυστικά του.
Και άλλη μία έκφραση, η φράση «ανοίγω δρόμο» (= χαράζω πορεία) είναι κληρονομημένη από το αρχαίο παρελθόν μας.
Ο Πίνδαρος, ο διασημότερος λυρικός ποιητής τής αρχαιότητας, στον πέμπτο Πυθιόνικό του τον επιγραφόμενο Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, «Στον Αρκεσίλαο τον Κυρηναίο τον νικητή σε αρματοδρομία», εγκωμιάζει τον Αρκεσίλαο, τον βασιλιά τής Κυρήνης, για τη νίκη του σε αρματοδρομία στους Πανελλήνιους αγώνες των Πυθίων στους Δελφούς. Στην τρίτη επωδό τού επινίκου ο ποιητής κάνει μνεία των Τρώων Αντηνοριδών, των γιων τού Αντήνορα,5 και επαινεί τον Αριστοτέλη Βάττο, ο οποίος ορμώμενος από τη Θήρα αποίκισε την Κυρήνη (περ. στα 630 π. Χ.), απόγονος δε αυτού ήταν ο Αρκεσίλαος. Παραθέτουμε τους σχετικούς στίχους (112-115):
[…] τὸ δ’ ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι,
τοὺς Ἀριστοτέλης ἄγαγε ναυσὶ θοαῖς
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων.
[…] Το έθνος δε το ιππικό [των Αντηνοριδών] με επιμέλεια
το δέχονται και με θυσίες το τιμούν ερχόμενοι με δώρα προς αυτούς
οι άνδρες που ο Αριστοτέλης τους οδήγησε εκεί με τα γοργά τα πλοία,
δρόμο6 στη βαθιά θάλασσα ανοίγοντας.

Και με την έννοια «ιδρύω, στήνω επαγγελματικό κατάστημα ή επιχείρηση» συναντούμε το ρήμα στο έργο τού Αρριανού Επικτήτου7 διατριβαί, και στο εικοστό πρώτο κείμενο του Γ βιβλίου, κείμενο με τον τίτλο Πρὸς τοὺς εὐκόλως ἐπὶ τὸ σοφιστεύειν ἐρχομένους, δηλαδή, «Προς εκείνους που έρχονται επιπόλαια προς τη φιλοσοφία». Ο Επίκτητος τονίζει την ευθύνη των φιλοσόφων τους οποίους πλησιάζουν οι νέοι για να μαθητεύσουν. Για να πετύχουν τη μετάδοση των βασικών αρχών τού σωστού τρόπου ζωής, πρέπει οι ίδιοι να κατέχουν αυτές τις αρχές και να έχουν τη βοήθεια των θεών, ο δε διδασκόμενος, από την πλευρά του, να μη μένει μιμητικά στην επιφάνεια των πραγμάτων ούτε να οικειοποιείται απλώς τα λόγια τού φιλοσόφου. Και ως παράδειγμα της επιπόλαιας, αβασάνιστης προσέγγισης στη φιλοσοφία λέει σε αόριστο δεύτερο πρόσωπο (Γ κα, 20):
σὺ δ’ ἰατρεῖον ἀνοίγεις ἄλλο οὐδὲν ἔχων ἢ φάρμακα, ποῦ δὲ ἢ πῶς ἐπιτίθεται
ταῦτα, μήτε εἰδὼς μήτε πολυπραγμονήσας.
Εσύ ανοίγεις ιατρείο χωρίς να έχεις τίποτε άλλο παρά φάρμακα· αλλά πού ή πώς χρησιμοποιούνται αυτά ούτε το ξέρεις ούτε εξέτασες σε βάθος να το μάθεις. […]
Το παρόν κείμενό μας θα κλείσει με τη φράση «Ανοίγω κρασί», την οποία παρουσιάζουμε μέσα από το ειδύλλιο του Θεοκρίτου Αἰσχίνας καὶ Θυώνιχος. Η φράση απαντά στην αρχή τού ειδυλλίου, όταν συναντιούνται μετά από καιρό τα δύο πρόσωπα του τίτλου. Ο Θυώνιχος παρατηρεί την άσχημη εμφάνιση του Αισχίνα, ο οποίος του εξηγεί πως αιτία είναι η ερωτική του απογοήτευση από τον δεσμό του με την Κυνίσκα. Του διηγείται λοιπόν ότι βρισκόταν στο σπίτι του παρέα με άλλους τρεις φίλους και τα έπιναν — ακολουθούν οι παρακάτω στίχοι (14. 14-16):
[…] δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς
θηλάζοντά τε χοῖρον, ἀνῷξα δὲ Βίβλινον αὐτοῖς
εὐώδη τετόρων ἐτέων σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ·
[…] Δύο κοτοπουλάκια έσφαξα
και βυζανιάρικο γουρούνι κι άνοιξα Βίβλινο8 κρασί γι’ αυτούς,
ευωδιαστό τεσσάρων χρόνων, σχεδόν σαν να ’βγαινε [εκείνη τη στιγμή]
από το πατητήρι.

1)Επτά πήχεις= 3.22 μ.
2)Μικρό σκάφος που το χρησιμοποιούσαν πειρατές.
3)Με το έργο αυτό έχουμε ασχοληθεί στο άρθρο: https://www.periou.gr/loukianou-alithis-istoria-a-22-26-metafrasi-georgia-papadaki/
4)Φιλώτας: εταίρος τού Μ. Αλεξάνδρου, διοικητής τού ιππικού των εταίρων στην εκστρατεία κατά των Περσών. Το 330 π. Χ., επειδή δεν κατάγγειλε συνωμοσία κατά του Αλεξάνδρου, καταδικάστηκε σε θάνατο.
5)Ο Τρωαδίτης Αντήνωρ ήταν για τους Τρώες ό,τι ο Νέστορας για τους ΄Ελληνες. Σύμφωνα με την παράδοση και τον περί ου ο λόγος επίνικο, μετά την καταστροφή τής Τροίας οι γιοι του κατέληξαν στην Κυρηναϊκή, όπου τιμούσαν τους Αντηνορίδες και στα κατοπινά χρόνια.
6)Κέλευθος στο πρωτότυπο: ποιητικό όνομα που σημαίνει «οδός», και εξ αυτού σχηματίστηκε το επίθετο ἀ-κόλουθος-ον (← το προθετικό αθροιστικό μόριο της αρχαίας Ελληνικής ἀ- που δηλώνει ένωση, ομοιότητα + κέλευθος, οπότε αρχικά το επίθετο θα είχε τη σημασία «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο»).
7)Για τον φιλόσοφο Επίκτητο βλ. το άρθρο μας: https://www.periou.gr/%ce%b5%cf%80%ce%b9%ce%ba%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%bb-%cf%83%cf%87-1-%ce%b4%ce%b9%ce%b4%ce%b1%cf%87%ce%ad%cf%82-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%b9%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%cf%84%cf%81/
8)Η ονομασία αυτή οφείλεται στον τόπο προέλευσης του εκλεκτού αυτού κρασιού από τα Βύβλινα όρη τής Θράκης, κατ’ άλλους από τη Φοινικική Βύβλο.
