Υπάρχει ένα πλάσμα περίεργο, που ισορροπεί το γλιστερό του σώμα πάνω στις ράχες των μολυβιών. Έχει σχήμα μικρής σπείρας όταν είναι διπλωμένο. Όταν ξεδιπλώνεται φτάνει συνήθως το μισό μέτρο. Τα μάτια του είναι στρογγυλά και κίτρινα, και μονίμως κλειστά. Το δέρμα όμως πάνω από αυτά είναι λεπτό, σχεδόν διάφανο, σαν να έχουν καλυφθεί από ένα λεπτό στρώμα γυαλιού.
Έχει μια μοναδική ικανότητα: με τα γυάλινα μάτια του διαβάζει τις ιδέες πριν ακόμα ειπωθούν.
Όταν κρατάω το μολύβι για να γράψω, το ζώο παίρνει θέση στον ώμο μου σαν λέπι ψαριού που κόβει. Απλώνει το σώμα του πάνω στο χέρι μου και σε κάθε μου λέξη με χαράσσει. Αν αψηφήσω τον πόνο στις πρώτες λέξεις, τότε διπλώνεται πάλι, με αφήνει ήσυχη. Αυτό γίνεται σε κάθε τρεις στίχους μου. Έπειτα το μαρτύριο πάλι ξεκινά. Όταν σκίσω το χαρτί μου, επιστρέφει στη ράχη του μολυβιού, ήσυχο και ευχαριστημένο. Όταν τελειώνω το ποίημα μου, σκάει σαν φυσαλίδα αίμα.