You are currently viewing Γιάννη Σ. Βιτσαρά: Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ”ΠΟΙΗΣΗ ’67-’72”   ΣΤΟΥΣ  ”ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ”

Γιάννη Σ. Βιτσαρά: Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ”ΠΟΙΗΣΗ ’67-’72”   ΣΤΟΥΣ  ”ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ”

[ Εξ αφορμής, της πρόσφατα εκδεδομένης δίγλωσσης ανθολογίας:  Veroniki Dalakoura, Bird Shadows (selected poems and poetic prose 1967-2020), translated  and introduced by  John Taylor (Dialogos 2024)]

Η Βερ. Δαλακούρα,  την εποχή τής ”Παρακμής του έρωτα” (Βενετία,  1976)

 

Ακόμα και σε κάποιον

ελεύθερο από πάθη

η θλίψη αυτή θα ήταν φανερή :

δείλι φθινοπωρινό σε βάλτο

που βλέπεις το κεφάλι μιας μπεκάτσας.

 

 ”Shinkokinshu”(1205) 

 

(μτφρ. Ανδρέας Αγγελάκης)

 

Αν υποτεθεί ότι κάποιος περιελάμβανε την ποιήτρια Βερονίκη Δαλακούρα, στην αποκαλούμενη ”γενιά τού ’70”, υιοθετώντας την σχηματοποιημένη (και φιλολογικά διευκολυντική) πρακτική τών ημεδαπών γραμματολογικών ”ληξιαρχείων”, η ένταξη  αυτή, θα είχε όντως νόημα -αποκλειστικά και μόνον- όσον αφορά στην παρθενική της συλλογή ”Ποίηση ’67-’72” (1972), που εξέδωσε εικοσάχρονη (ιδίοις αναλώμασι), μεσούσης τής απριλιανής δικτατορίας.

 

Ο υπόρρητος  σαρκασμός  σε συνδυασμό με την πνιγμονή που ”εξυφαίνεται” στην ”Ποίηση ’67-’72” – είναι σε απόλυτη, θα λέγαμε, συναρμογή με το,  αμφισβητησιακών, ειρωνικών και υπαινικτικών  αποχρώσεων, ”τοπίο” ορισμένων πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών και ποιητριών, μεταξύ των οποίων και η ”ομόλογη” περίπτωση τής  Δαλακούρα.

 

 

 

( Θάνατος τη ημέρα των Χριστουγέννων )

 

 

Εμένα μ’αρέσει να προσκυνώ. Δε τα βάζω με κανένα. Αγαπώ τούς τυράννους και θέλω να γεννώ παιδιά στις χαρές των γιορτάδων. Όμως η μουσική – μέ τραυμάτισε σαν την ομίχλη.Δεν αντέχω άλλες συγνώμες κατά τού ειδώλου-  κατά τής συγνώμης. Στήθηκα για την απάθεια παθαίνοντας.  Χωρίς σκόνη. Πέρασα μέσα  απ’ το βουνό με αισθήσεις (συγχωρέστε)

 

( Ποίηση ’67-’72, 1972 )

 

 

Ας θυμηθούμε, τα  υπονομευτικώς αλληγορικά ”Εικοσιτέσσερα νυχτερινά τραγούδια” (1968) τού Θανάση Θ. Νιάρχου (1945-), ή τον καυστικά ”αποδομητικό”  Βασίλη Στεριάδη (1947-2003)  με τη συλλογή ”Ο κ. Ίβο” (1970) και συναφώς την ”αντιθετική” κοσμοθέαση τής Νατάσας Χατζιδάκι (1946-2017), που βαδίζει (αμετάπειστη) ”Στις εξόδους των πόλεων”(1971).

 

Επιστρέφοντας, στην ποιητική περιοχή που οριοθετεί η Δαλακούρα, θα παρατηρούσαμε πως, ήδη από την ένσαρκη και έμφυλη ”κατάφαση”  τής (μεταπολιτευτικής) ”Παρακμής τού έρωτα” (1976),  η ποιήτρια αφίσταται  από τα κοινωνικοπολιτικά ”συμφραζόμενα” τής χουντικής επταετίας, καθώς και από την ”συνεκφορά” ενός αναγνωρίσιμου ποιητικού ιδιώματος, συνεκτικού μιας δυνητικά ομαδοποιήσιμης (προ Μεταπολίτευσης) ”γενιάς τού ’70”.

 

 

 

(Τραγούδι )

 

Χρόνια πριν, σε μια ηλικία που δεν ήταν παιδική αλλ’ ούτε και ώριμη, βρήκα την ρομαντική μουσική να σφάζει τα δέντρα. Έπιασα τότε τον έρωτα στα δάκτυλά μου και τον συνέτριψα. Μετά προσπάθησα να εξαφανίσω όλων των ειδών τις ευαισθησίες. Δεν βρήκα καμιά αγάπη – ευτυχώς. Η ζωγραφική μου τάραξε το αίμα, κι αυτό για λίγο, προτού διαβάσω τα αριστουργήματα της χλόης. Χάρηκα χάρηκα τη μεγαλοφυία και το θάνατο. Κι όταν κουράστηκα να πονώ δεν ήρθε η σιωπή ή κανένα εξωτικό πλάσμα ν’ αποχαιρετήσει τον ελληνικό χειμώνα. Ο Τετιμημένος και ο Ύπνος είχαν ξεκινήσει για καλύτερες εποχές.

 

( Η Παρακμή του έρωτα, 1976 )

 

 

Η μεταϋπερρεαλιστικά  εξηρμένη ”Παρακμή τού έρωτα”(1976) δίνει την θέση της, στον φαινομενικά  μειλίχιο, πλην δύσθυμα ”απολογιστικό” ”Ύπνο” (1982), που αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο – τομή, στην έκτοτε κατατιθέμενη ποιητική δημιουργία τής Δαλακούρα, εφόσον ο βιωματικά πληθωρικός (”ενήδονα επώδυνος”) ερωτισμός τού παρελθόντος, έχει υποκατασταθεί πλέον από την πικρή ανάμνηση τού έρωτα, καθώς και από μιαν, ”αγνωστικιστικής” υφής,  απαρέσκεια.

 

( Ο άλλος )

 

Αχ ιστορία τού έρωτα και απόλαυση τής αγάπης που δεν γνώρισες τίποτα για τον έρωτα !

Γιατί η δική μου ηδονή μετρά τον χρόνο και απορρίπτει, γιατί ένα σώμα πάντα προδίδει

το σώμα μου.

 

( Ο Ύπνος, 1982)

 

 

Ο ευθύβολα απογυμνωτικός ”λόγος” στις ”Μέρες ηδονής” (1990), γίνεται  πιο οξύαιχμος  και ενίοτε  ”ενοχλητικά” διαυγής,  ιδίως όσον αφορά στην ”στάθμιση” τού ναρκοθετημένου ”παρόντος”, λόγω παρέλευσης τής νεανικής   ”σωματικότητας” και ιδιοσυγκρασίας.

 

 

 

Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η νύχτα

Δεν είναι μόνο το σκοτάδι

Αλλά κι η άρνηση

Το άχρηστο σώμα

Που ομολογεί και φτύνει

Η απαίσια ηδονή

 

(Μέρες ηδονής, 1990)

 

 

 

Στην ”Άγρια αγγελική φωτιά” (1997), η Δαλακούρα συμβολοποιεί τον κατακερματισμό και την εξαϋλωτική επενέργεια, ενός -εν πολλοίς- ”φενακιστικού” ερωτικού φαινομένου (παραπέμποντάς μας,  στον ”οικείο” γνόφο τής σαρτρικής ”Ναυτίας”)

 

Απαίσιο, το καθετί παρέμεινε και μετά το τέλος το ίδιο απαίσιο, Ψίθυροι όπως «Προσευχήσου για μένα» έπαιρναν τη θέση της εξομολόγησης, το μερίδιο της μάχης στο χαράκωμα της λεωφόρου. Ανέβαινε ασθμαίνοντας τα σκαλιά. Κάπου κρυβόταν ο τρελός σύζυγος ίσως στο τέρμα του δρόμου που κάποτε αγάπησε μιαν άλλη. Χειμώνας, για να υπάρξει έπρεπε τη μόλυνση να ακολουθήσει η διαφθορά. Όμως ακόμη κι αν ομολογούσε ότι με τη δική της θέληση ασελγούσαν στην ψυχή της, έπρεπε γι’ αυτό για πάντα το σώμα της να χάσει;

 

(Άγρια αγγελική φωτιά, 1997)

 

 

 

Η Βερ. Δαλακούρα (Μάιος, 2025)

 

 

 

 

Στα ”26 Ποιήματα”(2004), επτά χρόνια μετά, η ώριμη ”ποιητική” τής Δαλακούρα, αποίκιλτα λιτή, με κατακτημένη (αυτ)επίγνωση και σωρευτικά  απομυθοποιητικές διαψεύσεις,  ”υπάγεται” εντέλει  στην  επικράτεια τής ματαιότητας και τού ανώφελου.

 

 

( Φαντάσματα )

 

Τώρα που ονειρεύτηκα τον αγαπημένο

Να κοιτά το άπειρο ξασπρισμένο

Σαν τα δικά του κόκαλα

Επιβεβαιώθηκε η νοθεία τού αισθήματος

 

Σπαθί του είναι τα μυτερά δόντια

Κι όταν το χέρι απλώνω στο συγχυσμένο

Κεφάλι

Αιχμαλωτίζει η μέγκενη των αστραφτερών

Κυνοδόντων.

 

Πατέρα απάλλαξε απ’ αυτόν το πόνο
Συγγενικό με το δικό σου χαμό.

Όμορφη μέρα της νύχτας
Η καρδιά νομοθετεί
Εισδύει με το στόμα μισάνοιχτο
Έτοιμη να δαγκώσει
Ερημική συνέχεια.

 

( 26 Ποιήματα )

 

 

Το 2011, η Δαλακούρα επανεμφανίζεται με τον ”Καρναβαλιστή” συλλογή ”προορατική” τής ολοκληρωτικής (απο)νέκρωσης,  μιας  κατ’ ουσίαν ψευδεπίγραφης και αβίωτης ”ζωής”.

 

Όλα τελειώσαν, άνθρωποι,

μέσα σε χύτρες αποφόρια

και λιμάνια με τη βρωμιά

ενός λαδιού από στουπί που

βύζαινα πριν

δώσω στην σκιά ό,τι

οφείλω.

 

 

(Καρναβαλιστής, 2011)

 

 

Θα ολοκληρώσουμε την περιήγηση στην -άνω των πενήντα ετών- ποιητική πορεία τής Βερ. Δαλακούρα, με τους ”Καππαδόκες” (2020), όπου  συνεμφανίζονται και συσσωματώνονται  η αινιγματική απόφανση,  το  οντολογικό κενό, η υπαρκτική κόπωση και καταληκτικά,  η ”εναπόθεση” στην αμφιθυμική περίπτυξη ενός  ομιχλωδώς απροσδιόριστου απείρου ”τέλους”,  δεδομένης – ωστόσο – τής προηγηθείσας ”ζωϊκής” πλησμονής.

 

 

(Πάλι καλά)

 

Κάτω από αμμόλοφους όπως βουβά υποσχέθηκα

μάσησα σκότος.

 

Με τα μαλλιά σε μολυβένια

ακτή τα σώματά μας έδεσα και

τραβώντας την αιχμή κορμί ξεχώρισα από δόρυ.

 

Πάλι καλά που πρόλαβα κι έκαψα ολόκληρο κερί.

Ένα με φλόγα από μαργαριτάρι

κι ας έβρεχε

κι ας μ’ είχε πλημμυρίσει η βροχή…

 

 

(Καππαδόκες, 2020)

 

 

 

 

 

 ΠΗΓΕΣ

 

 

Ανδρέας Αγγελάκης,  Ανθολόγιο κινεζικής και ιαπωνικής ποίησης,  (1974)

Βερ. Δαλακούρα, Ποίηση ’67-’72, (1972)

Βερ.  Δαλακούρα, Η Παρακμή του έρωτα, Διογένης (1976)

Βερ. Δαλακούρα, Ο Ύπνος, Νεφέλη (1982)

Βερ. Δαλακούρα, Μέρες ηδονής, Φόρμα (1990)

Βερ. Δαλακούρα, Άγρια αγγελική φωτιά, Άγρα (1997)

Βερ. Δαλακούρα, 26 ποιήματα, Άγρα (2004)

Βερ. Δαλακούρα,  Καρναβαλιστής, Κέδρος (2011)

Βερ. Δαλακούρα, Καππαδόκες, Κουκκίδα (2020)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.