You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: Ο Δούρειος Ίππος της Λογικής του Θανάση Λεονταρίδη

Γιάννης Κολοκοτρώνης: Ο Δούρειος Ίππος της Λογικής του Θανάση Λεονταρίδη

Πρόσφατα, στο εργαστήρι του Θανάση Λεονταρίδη στην «εικαστική» Καλλιθέα, η σκέψη του ότι «Η τέχνη είναι ο Δούρειος Ίππος της Λογικής» και η θεωρία της «αμφίδρομης σταγόνας» που έχει αναπτύξει, ήταν προκλήσεις για να ξανασκεφτεί κανείς τον μηχανισμό της εικόνας, ως εργαλείο μετατροπής της εμπειρίας σε αναστοχασμό.

Σ’ έναν χώρο γεμάτο πολυσχηματικούς πίνακες, με αιωρούμενες ξύλινες δομές, παράθυρα και κόμπους σ΄ ένα απροσδιόριστο παραθαλάσσιο τοπίο, το καθηλωτικό αισθητικό σύνολο μοιάζει με εικαστικό μόριο πληροφορίας.(https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-i-efevretikotita-tou-thanasi-leontaridi/). Όπως στη βιολογία το DNA καταδεικνύει με άμεσο τρόπο την βασική αρχή όλων των βιολογικών μακρομορίων, την αμφίδρομη σχέση μεταξύ μορφής και λειτουργίας, έτσι και στις συνθέσεις του Λεονταρίδη, η μορφή δεν είναι τυχαία, αλλά υπαγορεύει τη λειτουργία.

Η πολυσχηματική δομή της σύνθεσης, η κατεύθυνση του βλέμματος, ο φαινομενικός μετεωρισμός των ξύλινων δοκαριών και των παραθύρων, τα σχοινιά και οι δέστρες που συνυπάρχουν σ’ ένα αδρανές φυσικό τοπίο, μετατρέπουν τη σύνθεση σε μια σημειολογική κατασκευή ψευδαισθήσεων, που απλώνεται απεριόριστα στο χώρο. Όπως η διπλή έλικα του DNA εμπεριέχει τις ιδιότητες της αποθήκευσης, της αναδίπλωσης και της μεταφοράς της γενετικής πληροφορίας, έτσι και τα εικαστικά μέσα του Λεονταρίδη, τα ενωμένα τελάρα που απλώνονται στις επιφάνειες και σπάνε την μονότροπη θέαση, οι εντάσεις που παράγονται από την οφθαλμαπάτη και τη ζωγραφική ψευδαίσθηση της ύλης, συνιστούν έναν οπτικό μηχανισμό μετάδοσης, που παράγει διαρκείς αντιδράσεις ερμηνείας. Σαν μια σημειολογική διάταξη, όπως στον Roland Barthes, που θεωρεί το σημαίνον ένα σύστημα πολλαπλής αναδίπλωσης του νοήματος (Απόλαυση-Γραφή-Ανάγνωση. Μτφρ. Τάσος Μπέτζελος. Πλέθρον 2005, σελ. 155-174).

Screenshot

Ο Λεονταρίδης δεν δημιουργεί έργα για να «ειπωθούν» πράγματα· δημιουργεί συστήματα σχέσεων ανάμεσα σε αντικείμενα και αισθήματα, σε σχήματα και εντάσεις, που λειτουργούν σαν ενιαία ενεργά σύνολα, τα οποία περιλαμβάνουν εκείνα που δεν λέγονται εύκολα: τα κενά, τις συνδέσεις, τις παύσεις, τις σχέσεις ανάμεσα στο ορατό και τη σιωπή. Όπως παρατηρεί ο Merleu-Ponty «Η μεγάλη πρόζα είναι η τέχνη να αιχμαλωτίζεις ένα νόημα που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αντικειμενικοποιηθεί και να το κάνεις προσιτό σε όλους όσοι μιλούν την ίδια γλώσσα (Η Πρόζα του Κόσμου. Μτφρ. Φώτης και Μαρία Καλλία. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1992). Είναι σαν να οπτικοποιεί, ως έναν βαθμό, τη δομή του πολυμερισμού, που χρησιμοποιούν οι χημικοί και οι βιολόγοι, για να περιγράψουν την αλυσωτή, σταδιακή δόμηση της πληροφορίας. Αντίστοιχα στον Λεονταρίδη, από τα σχηματοποιημένα τελάρα μέχρι τα παραπλανητικά ζωγραφικά στοιχεία, όλα αποκτούν λειτουργία μέσα στο σύνολο της αλληλουχίας: άλλοτε για να επεκτείνουν το νόημα και άλλοτε για να το συμπυκνώσουν.

Έτσι, καμιά σύνθεση δεν είναι στατική, μονομερής ή ευθυγραμμισμένη. Αντίθετα, είναι πολυδιασπασμένη αλλά συνεχής, απλωμένη στον χώρο και δομημένη σε διαδοχικά επίπεδα που παράγουν το νόημα διαλεκτικά, ανάλογα με την εστίαση του βλέμματος. Το μάτι περιπλανάται ανάμεσα σε μορφές, επίπεδα και προοπτικές, όπως συμβαίνει στη ζωή και στη σκέψη. Τα ζωγραφισμένα ξύλινα αντικείμενα, που συνδέονται κι αποσυνδέονται, σχηματίζουν πλέγματα που ισορροπούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αφαίρεση.

Κάθε τελάρο έχει αυτοτέλεια, αλλά και αμοιβαία εξάρτηση από τα υπόλοιπα, όπως τα γονίδια εντός μιας χρωμοσωμικής ενότητας. Όπως το DNA δομείται από ομοιοπολικούς δεσμούς, αλλά εκτείνεται σε τρεις διαστάσεις με ευελιξία και προσαρμοστικότητα, έτσι και το έργο του Λεονταρίδη λειτουργεί σε επίπεδα μεταδίδοντας την αμφιβολία στη συνείδηση του χώρου και της υφής των αντικειμένων.

Τα παράθυρα που εμφανίζονται δεν είναι ρομαντικά ανοίγματα προς τον έξω κόσμο, όπως στους Φλαμανδούς ζωγράφους. Είναι γεωμετρικά σχήματα πληροφορίας, δομές που παράγουν νοηματική ενέργεια. Η θέα δεν είναι διέξοδος και η πρόσβαση στο τοπίο είναι νοητική. Αυτό μας φέρνει πιο κοντά στη σύλληψη της εικόνας ως εννοιολογικού πλαισίου και όχι ως απλής αναπαράστασης. Πρόκειται για αισθητική προσέγγιση που θυμίζει τη λογική των μοριακών βιολόγων: δεν βλέπεις κάτι επειδή υπάρχει, αλλά επειδή η κατασκευή του σου επιτρέπει να το επεξεργαστείς.

Κατ’ αναλογία, η «θεωρία της αμφίδρομης σταγόνας», που έχει επινοήσει ο Λεονταρίδης δεν περιορίζει το βλέμμα στη μορφή αλλά επαναπροσδιορίζει τη μορφή μέσα από την σχέση της με τον παρατηρητή. Αν η ζωγραφισμένη ξύλινη δομή παραπέμπει σε κάτι τεχνητό, κατασκευασμένο, σταθερό και προγραμματισμένο, ο συνδυασμός με το υγρό στοιχείο της θάλασσας υποδηλώνει μια παλινδρόμηση ανάμεσα στο σχέδιο και την τύχη, στη λογική και το συναίσθημα, μια διαρκή αλληλεπίδραση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο.

Αυτή η θεώρηση οδηγεί στον πυρήνα της στρατηγικής της ψευδαίσθησης που έχει υιοθετήσει ο Θανάσης Λεονταρίδης, η οποία παρότι θεμελιώνεται σε αυστηρή λογική, του επιτρέπει να ζωγραφίζει έργα που μοιάζουν με συνεχόμενες αλληλοσυνδεόμενες κατασκευές που επεκτείνονται στο χώρο και λειτουργούν ως Δούρειος Ίππος: ένα επιφανειακά ρεαλιστικό περίβλημα που εισβάλλει στον νου για να διαλύσει τις βεβαιότητές του θεατή. Η ρεαλιστική αληθοφάνεια της μορφής, τα πειστικά βάθη και οι προοπτικές δεν οδηγούν στην ασφάλεια της γνώσης. Αντίθετα μας φέρνουν αντιμέτωπους με το παράδοξο. Εκεί που όλα μοιάζουν γνώριμα, αρχίζει η διαταραχή. Εκεί που νομίζεις πως βλέπεις, αρχίζεις να αμφιβάλλεις. Ό,τι φαίνεται λογικό και πειστικό εκ πρώτης όψεως, ενδέχεται να κρύβει μια παγίδα.

 

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών/ Δ.Π.Θ.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.