Ο πατέρας τους είχε τη σοφία των γέρικων δέντρων του. Τον ξέρω μόνον από τις αφηγήσεις τους, μα τέτοιον τον φαντάζομαι κι εγώ: σαν τον κορμό μιας γέρικης ελιάς. Τα παιδιά τον ρωτούσαν για το ένα και το άλλο, όμως αυτός, ζυμωμένος με τη γη που τον γέννησε, άλλο δε γνώριζε να τους ιστορήσει πέρα από το πώς την κάνεις να καρπίσει.
Όταν, όμως, πέρασε από το καφενείο του χωριού ένας πλασιέ που πουλούσε εγκυκλοπαίδειες ‒επάγγελμα νεκρό δεκαετίες τώρα‒ δίχως δεύτερη σκέψη τα έβαλε τα γραμμάτια, αυτός που δεν ησύχαζε αν χρωστούσε μια δραχμή.
Σε λίγες μέρες, οι δυο του γιοι άρχισαν να διαβάζουν την εγκυκλοπαίδεια. Λήμμα το λήμμα, τόμο τον τόμο, με τη σειρά, από το Α έως το Ω. «Άθλος αναγνωστικός και μόνον ως σκέψη» ψέλλισε ο δάσκαλος σαν το έμαθε.
Μα όταν τα βάραιναν οι γνώσεις του κόσμου, τα δυο παιδιά άρπαζαν στα χέρια τους κάποιο από τα δώδεκα μυθιστορήματα-δώρο. «Με την εγκυκλοπαίδεια και δώδεκα τόμοι κλασικής λογοτεχνίας δώρο» είχε πει ο πλασιέ. Ταξίδια αποκτημένα με γραμμάτια. Και αγάπη πολλή.
Έτσι, γεννήθηκαν δύο βιβλιοπώλες.
