You are currently viewing Γιάννης Νταουλτζής: τέσσερα ποιήματα

Γιάννης Νταουλτζής: τέσσερα ποιήματα

Δελτίο ειδήσεων

 

Σήμερα

Ένας υπέργηρος  bon viver, πέθανε

Η αλαζονεία τον κήδεψε δημοσία δαπάνη

Μια χούφτα  ηλικιωμένες ρυτίδες

Χάιδεψαν το παγωμένο εγγόνι

Δεν θα κρυώνει πια

Από την έλλειψη θέρμανσης στην υπόγεια γκαρσονιέρα τους

 

Μια  celebrity αρνήθηκε να ψαλιδίσει τα φρύδια της

κάνοντας να ηχήσουν ηλεκτρονικές καμπάνες

Ανοιχτά του Τσανάκαλε ένα όνειρο τρύπησε

Ανατράπηκε

Ένα μωρό γλίστρησε

από τον σκουρόχρωμα μαστό μιας μαντίλας

Τώρα ταξιδεύει στον Βόσπορο

Δίπλα σε στρογγυλά καλκάνια

Και βαθύβια προσφυγάκια

 

Like και καρδούλες απελευθερωθήκαν

Πάνω από το γήπεδο της ΑΕΚ

Εγκαινιάζοντας κροτίδες και πυρσούς

Στο μάτι της Αγιασοφιάς

Δύο τυχεροί που κάναν αιμοκάθαρση

τις είδαν από το παράθυρο του νοσοκομείου

 

Μια μάνα και μια κόρη ξάπλωσαν σε μια selfie

στο στήθος ενός διάσημου λαϊκού τραγουδιστή

ξημερώματα στην παραλιακή

Δύο άστεγοι σκεπάστηκαν με την αφίσα του μαγαζιού

Φόρεσαν στο κεφάλι εν είδει σκούφου

το χαμόγελο του λαϊκού βάρδου

 

Μια influencer αναστέναξε

τινάζοντας το χρηματιστήριο αισθημάτων στον αέρα

Ένας άνεργος πατέρας βύθισε τα δυο του δάχτυλα στο νερό

Εις μάτην

Δεν γινόταν κρασί

να κεράσει στο γάμο της κόρης του.

 

Ο πρωθυπουργός έκανε δηλώσεις

σταυρώνοντας τις παλάμες του

για να μην τρέμουν

από την αύρα των θριαμβικών δημοσκοπήσεων

Οι οπαδοί θαύμασαν την κορμοστασιά

που την έσφιγγε το γαλάζιο Armani

Ένας γερανοφόρος απ’ τα Κύθηρα

άπλωσε τη μηχανική του φούχτα

και άρπαξε απ τα χέρια του Άδη

μια αρμαθιά κορμιά,

Δεν εδυνήθη περισσότερα

Τα σαγόνια της θάλασσας άλεθαν

Ο Τάσος ρωτούσε  ποιοι χάθηκαν, τίποτε ξενομπάτες ήταν,

Τίποτε,

συνεχίστε το γύρισμα.

 

Τα εγκαίνια του σταθμού του μετρό στον Πειραιά

έγιναν μέσα σε κατάνυξη

Ρασοφόροι και ρήτορες

απελευθέρωσαν στους ουρανούς drones

εν είδει περιστεράς

213 ήταν οι ενδιαφερόμενοι πελάτες

για το κρέας του 12χρονου

 

Ολημερίς η πατρίδα

Έξυνε με στλεγγίδα τη χαίνουσα πληγή

Έξυνε κι έκλαιγε η μάνα

Τα χέρια της έπλενε κι έκλαιγε..

 

 

 

Της φιάλης χρησμοί

 

Όταν βυθίστηκε το πλοίο μας

Συλλέξαμε διάβροχοι

όσα ξέρασε το αλμυρό νερό·

Ανήμπορα στιχάκια από ημερολόγια τοίχου

Κάτι σαν

 

Αλησμονώ και χαίρομαι

θυμούμαι και λυπούμαι

 

Λευκές φωτογραφίες από ταξίδια αταξίδευτα

Ξεφτίδια από ρούχα αστέγων ποιημάτων

Ανέστια παιδικά τραγουδάκια

Ορφανούς εφηβικούς έρωτες

Μνήμες από φίλους που σάλπαραν

Στους κρουνούς των  δακρύων μας

 

Χρόνια τώρα

Μποτίλιες πετούμε στο πέλαγος

Να τις συλλέξουν στο μέλλον οι φίλοι

Που γνωρίζουν να εκπωματίσουν

Της φιάλης χρησμούς

 

 

 

Τα χρόνια των προσδοκιών μας πέρασαν

 

Τα χρόνια των προσδοκιών μας πέρασαν

 

Διαβαίνοντας το όριο φυτέψαμε τα δέντρα μας.

Τα είδαμε και να μεγαλώνουν μαζί μας.

 

Τώρα  καιρός να δρέψουμε τους καρπούς

Που ο καθείς μας έσπειρε.

 

Μα δεν το ξέραμε όταν φυτεύαμε.

 

Εμείς το μυαλό μας το είχαμε

Στο χώμα που σκάβαμε.

 

 

 

Το θαύμα

 

Ένα μικρό κορίτσι

Ένα χερουβίμ με εμπριμέ φουστανάκι

Γλιστρούσε στο πεζοδρόμιο.

Στο μικρό της χέρι κρατούσε ένα

Πτυσσόμενο

Λευκό ραβδάκι.

 

Μια μικρή τυφλή μάγισσα

Με το ραβδάκι

Χάιδευε τις πλάκες του πεζοδρομίου.

 

Η μάνα της δυο βήματα πίσω

την ψύχωνε –

Έσταξε δυο δάκρυα στο ρείθρο  του πεζοδρομίου.

 

Ράγισε το μάρμαρο και φύτρωσαν δύο νυχτολούλουδα.

 

Από παντού έτρεξαν πιστοί και άπιστοι να δουν το θαύμα.

 

Το μικρό κοριτσάκι

Ζωγραφίζοντας με το λευκό ραβδί του ημικύκλια

Άνοιξε την θάλασσα των διερχόμενων οχημάτων στα δύο

Και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο

Κι η μάνα δύο βήματα πίσω την

Θαύμαζε.

 

Κι οι πιστοί κι οι άπιστοι

Ακόμα θαύμαζαν

το ραγισμένο μάρμαρο

με τα νυχτολούλουδα…

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.