Είχες την θείαν αλκή μέσα στο χθαμαλό πουγκί σου
άυλο υψιπετές πτηνό μυστικού ένδον παραδείσου.
Μπορούσες να σηκώνεις βάσανα θλίψεις και σύφιλη
ήσουν μορφή φευγάτη ορεσίφιλη.
Από το ‘27 έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο
εσύ που δεν πήρες ποτέ πνευματικό συσσίτιο.
Συναπτά ατέρμονα χρόνια δεκαπέντε
όμως εσύ ήθελες εξιτήριο ήδη από το τριανταπέντε.
Το ’23 εξέδωσες την ύστατή σου – την ‘‘Θυσία’’
όνειρο φαντασίωση ιχώρ θήλεα άλγη και αμβροσία.
Θεοί Κορύβαντες Νύμφες καλλίπυγες Αμαδρυάδες
κλίναν το γόνυ τους μπροστά σου ανά δεκάδες.
Ώσπου μεσούσης κατοχής πείνας φρικτής ειρκτής
στη βάρκα τού Αχέροντα χωρίς ρεπούμπλικα – ασκεπής
σφράγισες με βουλοκέρι τα αείρροά σου μάτια
και κατρακύλησες στον ουρανό χίλια κομμάτια.
* Πηγή: Γιάννης Σ. Βιτσαράς, Οστεοφυλάκιο(ποιήματα 2007-2024) Πνομ Πενχ (2024) [ έκδοση εκτός εμπορίου]