Περιπλάνηση σε ένα σκοτεινό σύμπαν
Ταξίδεψα σε τόπους που ’χουν δύσει
στις μνήμες που έχουν πια λησμονηθεί
ν’ ανάψω στους νεκρούς μου ένα κερί
ένα παλιό καντήλι που ’χει σβήσει […]
Έτσι -σαν σκοτεινό ταξίδι- ξεκινά το Σπασμένο Βέλος: η τρίτη και τελευταία -έως τώρα- ποιητική συλλογή του Νίκου Γεωργόπουλου. Εξ αρχής παρατηρώ τη φόρμα. Ο Γεωργόπουλος αγαπά την παραδοσιακή στιχουργία, και εδώ σπεύδει να το αποδείξει με τρόπο εμφατικό: ο αναγνώστης, διατρέχοντας το βιβλίο, δεν θα βρει ούτε ένα ποίημα (από τα 30 συνολικά) που να μην υποτάσσεται στη ρίμα και στα παραδοσιακά μετρικά σχήματα ή -έστω- στην αυστηρή συλλαβομέτρηση. (Η συλλογή, μάλιστα, διαιρείται σε τέσσερις ανισομεγέθεις ενότητες με κριτήρια κατ’ εξοχήν στιχουργικά: η πρώτη ενότητα περιέχει σονέτα, η δεύτερη ιαμβικά ποιήματα διαιρεμένα σε τετράστιχες στροφές, η τρίτη μπαλάντες γαλλικού τύπου και η τέταρτη δέσμες από χαϊκού).
Αυτή η επιλογή του Γεωργόπουλου αφορμάται σίγουρα από τη βαθιά γοητεία που του ασκεί ο έρρυθμος λόγος. Αποτελεί όμως και έναν τρόπο να συνομιλήσει πιο άμεσα με κάποιους ποιητικούς του προπάτορες, κυρίως με τον Καρυωτάκη και τον Καββαδία, με τους οποίους τον συνδέει συγγένεια θεματική και ιδιοσυγκρασιακή. Η επιλογή του αποδεικνύεται κρίσιμη: η παραδοσιακή στιχουργία –με την επίμονη ρυθμικότητά της και με τους διαρκείς ποιητικούς συνειρμούς που προκαλεί– λειτουργεί ως συνδετικός ιστός ανάμεσα στα ποιήματα του βιβλίου, ενισχύοντας την αίσθηση ότι αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο.
Και αυτή η επιδίωξη της συνεκτικότητας προχωρά ακόμη βαθύτερα. Στο Σπασμένο Βέλος ο Γεωργόπουλος δομεί επιμελώς ένα ποιητικό σύμπαν διακριτό και συμπαγές, τόσο σε επίπεδο νοηματικό όσο και συναισθηματικό. Τα χαρακτηριστικά του βέβαια μοιάζουν κάπως αντιφατικά: το ρεαλιστικό νεοελληνικό περιβάλλον συνυπάρχει με τον ρομαντικό εξωτισμό των ναυτικών ταξιδιών αλλά και με τα συμβολικά τοπία της ανθρώπινης ψυχής. Παρά τις αντικρουόμενες αυτές πτυχές, όμως, το σύμπαν του Σπασμένου Βέλους ενοποιείται μέσω της σκοτεινής και κοινωνικά ανήσυχης ματιάς του ποιητή, που επιχρίει τα πάντα με μια βαθιά ανθρωπιά και, συγχρόνως, με τη μελαγχολία –αν όχι την οδύνη– του ανεπίστρεπτου, του μάταιου και του αναπότρεπτου.
Θεματικά, το Σπασμένο Βέλος σκιάζεται από τον θάνατο: οκτώ από τα τριάντα ποιήματα που περιέχει είναι αφιερωμένα στη μνήμη θανόντων. Και ο θάνατος με τη σειρά του γίνεται πηγή υπαρξιακού άγχους και αδιεξόδου, ενισχύοντας την επώδυνη αίσθηση του πεπερασμένου χρόνου («Βασίλεμα Σεπτεμβρίου»), της συνακόλουθης λήθης («Η Μπαλάντα των Πνιγμένων»), της ματαιότητας κάθε ανθρώπινης προσπάθειας («Μαγγελάνοι»), της απουσίας εσωτερικών ερεισμάτων απέναντι στον ζόφο του παρόντος («Φύλακες Ονείρων»). Αντίβαρο στο θάνατο είναι ο έρωτας, που άλλοτε έχει χαρακτήρα εμμονής («Το Ξόρκι»), άλλοτε ρομαντικής έλξης («Ρετρό») και άλλοτε σεξουαλικής παρόρμησης («Πειρασμοί», «Τουρκομαριώ»). Ως προσωρινό αντίδοτο στο θάνατο λειτουργεί, επίσης, και η μνήμη, που αναβιώνει τα παιδικά και νεανικά χρόνια του ποιητή στη γενέτειρα πόλη του («Πάτρα μου»), στην οποία αφιερώνεται ατύπως η δεύτερη ενότητα του βιβλίου. Ταυτόχρονα, όμως, η μνήμη υπογραμμίζει ματαιώσεις («Προσποίηση») ή οδηγεί σε σκοτεινές εσωτερικές συνειδητοποιήσεις («Άβγαλτη Κραυγή»).
Τα εσωτερικά και διαπροσωπικά ζητήματα πάντως δεν μονοπωλούν τη γραφή του Γεωργόπουλου. Τουναντίον. Η ποίησή του είναι στενά συνδεμένη και με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το ποιητικό υποκείμενο (ιδιαίτερα στα 17 σονέτα της πρώτης ενότητας) υιοθετεί συχνά τον ρόλο του παρατηρητή, προκειμένου να αφηγηθεί ιστορίες ανθρώπων που προέρχονται από χαμηλά ταξικά στρώματα ή ενίοτε από το κοινωνικό περιθώριο. Αν και πολλές από τις ιστορίες αυτές εστιάζουν στις ψυχικές και εσωτερικές κρίσεις των πρωταγωνιστών τους, συχνές είναι και οι αναφορές στη ανέχειά τους, στον καθημερινό τους μόχθο και στην αδιέξοδη ζωή τους· πράγμα που προσδίδει στα ποιήματα της συλλογής μια σαφή κοινωνική διάσταση.
Στο ποίημα «Ραπουζέλ επί Κολωνώ» λ.χ. ο ποιητής, προσεγγίζοντας την τραγωδία της 12χρονης από τον Κολωνό Αττικής, που εξαναγκαζόταν να εκδίδει το σώμα της, φωτίζει όχι μόνο το ψυχολογικό δράμα του κοριτσιού αλλά και το κοινωνικό:
Στο σπίτι η φτώχεια όλα τα σκεπάζει
ποιο κλάμα πρώτα απ’ όλα ν’ ακουστεί
σε ποια αγκαλιά να τρέξει να κρυφτεί
πού να ’βρει μια φωλίτσα να λουφάζει;
Αυτή η συνύπαρξη ατομικής αγωνίας και κοινωνικού προβληματισμού είναι ένα από τα στοιχεία που συνδέουν την ποίηση του Γεωργόπουλου με εκείνη του Καρυωτάκη. Και οι δύο ποιητές, μάλιστα, μετουσιώνουν τα αδιέξοδα και τις ανησυχίες τους άλλοτε σε ποιήματα ελεγειακά και άλλοτε σε σατιρικά. Τον σατιρικό οίστρο του Γεωργόπουλου αφυπνίζει –μεταξύ άλλων– η σύγχρονή του ποιητική πραγματικότητα με τα «κυκλώματα» και τον κομφορμισμό της («Μπωντλαίρ από τα Lidl», «Η Κόρη»), όπως συμβαίνει σε κάποια εμβληματικά καρυωτακικά ποιήματα. Τον Καρυωτάκη ανακαλεί, τέλος, ο τρόπος χρήσης του α΄ πληθυντικού προσώπου («Μαγγελάνοι», «Άδεια Ανθρωπάκια»), που αναδεικνύει τον ποιητή σε εκπρόσωπο ενός αντιηρωικού συνόλου ανθρώπων.
Πέρα από τον Καρυωτάκη σημείο αναφοράς για έξι ποιήματα της συλλογής αποτελεί και ο Νίκος Καββαδίας, με τον οποίο ο Γεωργόπουλος -ως αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού- μοιράζεται ένα συναφές βιωματικό υπόστρωμα και -ως ποιητής- συνεκμεταλλεύεται τη θαλασσινή θεματική, την παραδοσιακή στιχουργία και το ναυτικό ιδιόλεκτο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επιστρέψω στο σημείο εκκίνησης. Ξαναδιαβάζω το Σπασμένο Βέλος ως συλλογή ταξιδιωτικών εμπειριών: μια διαρκή περιπλάνηση στο σκοτάδι, που διακόπτεται από μικρούς προσωρινούς νόστους. Προσέχω τα πλοία, τα θαμπά λιμάνια, τα τρένα, τα καταγώγια, τα εξωλογικά στοιχεία (ψυχές, δαίμονες, στοιχειά, μάγια, ξόρκια κλπ), τις διαρκείς καταβυθίσεις στη μνήμη, στο όνειρο, στη φαντασία. Τίποτε δεν είναι απόλυτα απτό και οικείο. Και η παραδοσιακή στιχουργία άλλωστε σ’ αυτό συντείνει: στην απομάκρυνση από τη γλώσσα και τον ρυθμό των καθημερινών συνομιλιών. Ωστόσο τίποτα δεν με απωθεί ούτε με αποξενώνει, γιατί ο ποιητικός λόγος του Γεωργόπουλου είναι ειλικρινής και άμεσος, χωρίς νοηματικές ακροβασίες, χωρίς νεφελώδεις διατυπώσεις, «χωρίς τσαρλατανιές και κουνήματα». Διαβάζω πάλι το ομώνυμο ποίημα της συλλογής. Κλείνει έτσι:
[…]
Το δαίμονά μου στα κρυφά αποπλανώ
που τα σκοτάδια του μ’ αφήνει να κοιτάω
μετά, ραγίζω στον καθρέφτη μου και σπάω
και στα κομμάτια μου γυρεύω να με βρω.
Οι έρωτες και οι φόβοι συναντιόμαστε
παλεύουμε, νικάμε και νικιόμαστε.
Αναγνωρίζω στους στίχους τον εαυτό μου. Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το ίδιο θα συμβεί σχεδόν σε κάθε αναγνώστη. Αυτό άλλωστε επιδιώκει -ή ανεπιδίωκτα κατορθώνει- η γνήσια και ανυπόκριτη ποίηση. Ειδικά όταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Σπασμένου Βέλους, έχει τεχνουργηθεί με επιμέλεια και γνώση.
Ο Γιάννης Στούπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και μεγάλωσε στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος Κλασικής Φιλολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή. Σήμερα διαμένει στην Καβάλα και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο Τα Καρφιά Μένουν (Θράκα, 2019). Ποιήματα, μεταφράσεις και κριτικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.