Ένα θεατρικό για τις ακλόνητες πεποιθήσεις μας
Μέσα στην ανθρωπινή αντίληψη φωλιάζει, πολλές φορές, η πίστη σε μια διάσταση του επέκεινα, που δεν ξεθωριάζει εύκολα με την κριτική επεξεργασία της από τα εργαλεία της λογικής και το καθημερινό βίωμα. Το αντίθετο ισχύει, θα έλεγε κανείς. Ειδικά σε εποχές όπου ο ορθολογισμός έχει στειρώσει το πνεύμα κι έχει μετατρέψει κάθε άποψη και διαβούλευση σε κυνική ποσόστωση πολλαπλών αναφορών και στοχεύσεων, αλλά καμίας ουσιαστικής προσωπικής δέσμευσης, εκεί εμφωλεύει και η βαθύτερη ζωτική ανάγκη για πνευματική διαφυγή.
O ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Ανδρέας Κεντζός, αναρωτώμενος πάνω σε αυτά τα διλήμματα της σύγχρονης ζωής, υπογράφει ένα νέο έργο το 2025, το τρίτο δικό του θεατρικό στις Εκδόσεις Αιγόκερως, και που ανέβηκε ως παράσταση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, στο Θέατρο 104. Το έργο (που παίζεται τα σαββατοκύριακα μέχρι αρχές Ιανουαρίου του 2026) εξετάζει, με αρκετή – και σκληρή – κωμικότητα,τα σπάργανα της σύγχρονης επιστροφής στην προκατάληψη. Στην παράσταση, που χαρακτηρίζει μια ευθύτητα και εντιμότητα που αρμόζει στο έργο, εμφανίζονται έμπειροι, εκφραστικοί και κατάλληλοι για τον εκάστοτε ρόλο ηθοποιοί: ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος (στο ρόλο του Γιάννη), η Δήμητρα Σύρου (στο ρόλο της Ράνιας) και η Έλενα Τυρέα (στο ρόλο της Μαρίας). Τόσο το έργο όσο και η παράσταση αποτελούν μια σπουδή στις σχέσεις που αναπτύσσονται, στον τρόπο που αλληλεπιδρούν τα πρόσωπα – και στον ανθρώπινο ψυχισμό μετά την απώλεια κάθε πίστης, κατά τα λεγόμενα του σκηνοθέτη. Τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο όταν λυγίσει έχοντας χάσει ό,τι του ήταν πολυτιμότερο; Τον πυρήνα του έργου αποτελεί σε γενικές γραμμές το εξής ερώτημα: Τι συμβαίνει όταν αυτό που πιστεύουμε συγκρούεται με αυτό που συμβαίνει; Πρόκειται αναντίρρητα για ένα υπαρξιακό έργο, για μια φρέσκια-σύγχρονη θεατρική γραφή με πειστικούς διαλόγους, που στην παράσταση ξετυλίγονται σταδιακά και φέρνουν στην επιφάνεια τα αδιέξοδα, σ’ ένα σκηνικό σύγχρονο αλλά, ταυτόχρονα, χωρίς υπερβολικό μινιμαλισμό.
Πιο συγκεκριμένα, δυο γυναίκες εμφανίζονται στη σκηνή, μετά από μια βραδινή έξοδο, η Ράνια κι η Μαρία. Κάθονται στο σαλόνι και φαίνονται σχετικά χαλαρωμένες και ξέγνοιαστες. Το κλίμα μεταβάλλεται, κάπως, όταν η Ράνια, αποκαλύπτει με τι ασχολείται επαγγελματικά κι αρχίζει να συζητά με τη νέα φίλη της, που φαίνεται σταδιακά όλο και περισσότερο αγχωμένη και συγχυσμένη – παρόλο που προσπαθεί να το κρύψει. Σταδιακά, μέσω της συζήτησής τους, καταλαβαίνουμε βέβαια το γιατί.
Μια πρώτη εξήγηση δίνεται όταν η Ράνια μιλάει για τον άντρα της Γιάννη, επίσης στον ίδιο (περίπου) επαγγελματικό χώρο, που υπηρετεί εκτός γραφείου, στους δρόμους της πρωτεύουσας. Η Ράνια κάνει μια σχεδόν μεταφυσική αναφορά στο γεγονός ότι παρ’ όλες τις κακουχίες και τα ατυχήματα που έχει υποστεί ο άντρας της, έχει επιζήσει και ξεπεράσει ακόμα και τις πιο μακάβριες καταστάσεις. Κάτι που τον καθιστά έναν «εκλεκτό», έναν «άνθρωπο του Θεού» – κατά τα λεγόμενα ενός γέροντα μοναχού («Έτσι λέει ο γέροντας, Ο Γιάννης είναι άνθρωπος του Θεού, όχι εγώ» σελ. 34). Η κουβέντα αλλάζει τροπή και το σκηνικό γίνεται πιο βαρύ όταν η Μαρία αποκαλύπτει τη δική της τραγική προσωπική ιστορία. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν μπορούν να μας προετοιμάσουν για όσα θα ακολουθήσουν με την εμφάνιση του Γιάννη.
Στη φορτισμένη συζήτηση της Μαρίας με τον Γιάννη διαφαίνονται σταδιακά άλλα κίνητρα – κάτω από τις αβίαστες σχέσεις και τις τυχαίες συναντήσεις ιριδίζουν άλλα κίνητρα και άλλες επώδυνες ματαιώσεις. Η Μαρία άλλα πίστευε κάποτε, άλλα λέει και πράττει τώρα, ενώ ο Γιάννης, μάλλον μηδενιστής και αρνητής κάθε είδους πίστης («Μιλάμε έχει λαλήσει ο κόσμος, μπορεί να πιστέψει οτιδήποτε», σελ. 46), θα βρεθεί μπροστά στην πιο εξωφρενική συνθήκη, ως ανώτερη βούληση ή ως αλλόκοτη ζαριά της τύχης.
Κλείνοντας, στο νέο θεατρικό του έργο ο Ανδρέας Κεντζός καυτηριάζει, ολιστικά και με αρκετό υποδόριο χιούμορ, τις ακλόνητες πεποιθήσεις των ανθρώπων και το πως αυτές μπορούν να οδηγήσουν σ’ ένα θλιβερό τέλος για τους άλλους αλλά και για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Μια μαύρη κωμωδία που ταιριάζει γάντι σε μια εποχή που αυτοβαυκαλίζεται ως «προοδευτική» αλλά συνεχίζει να κυλιέται εκούσια μέσα στα λασπόνερα της πόλωσης.
Γιώργος Δρίτσας
