You are currently viewing Γιώργος Θεοχάρης: Δίφορη μνήμη, εκδ. Πόλις, 2021

Γιώργος Θεοχάρης: Δίφορη μνήμη, εκδ. Πόλις, 2021

Εγερτήριο μνήμης

 

Ξεφυλλίζεις το βιβλίο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη Δίφορη μνήμη (Αθήνα: Πόλις 2021) και στέκεσαι σε αποσπάσματα εφημερίδων από τον 19ο και τον 20ο αιώνα, σε απόσπασμα του Στρατηγού Μακρυγιάννη και του William Leake (χρειάστηκε να διαβάσω γι’ αυτόν τον Βρετανό στρατιωτικό, διπλωμάτη, τοπογράφο, αρχαιόφιλο, περιηγητή και συγγραφέα), σε ένα μη τυπικό βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, σε φωτογραφίες προσώπων και τοποθεσιών, όλα σχετικά με τη γενέτειρα του Γ. Θεοχάρη, τη Δεσφίνα Φωκίδας. Περιεχόμενα δεν βρήκα, οπότε χρειάστηκε να ξαναξεφυλλίσω το βιβλίο, για να βρω ενότητες, κεφάλαια, τίτλους και να αποφασίσω σε ποια κατηγορία να το κατατάξω. Είναι αυτοβιογραφία; Η βιογραφία ενός τόπου; Μιας εποχής; Είναι απομνημονεύματα; Βιβλίο λαογραφικό; Ιστορικό;

Καταγράφω τις «ενότητες», τα «κεφάλαια» με τη γραφή όπως είναι στο βιβλίο. (Και πολύ θα ήθελα να ρωτήσω τον συγγραφέα γιατί αλλού μεγαλογράμματη η γραφή και αλλού όχι; Γιατί κάποιες φορές υπάρχουν πλάγια γράμματα; Δεν μπορεί, όλο και κάποιο νόημα θα υπάρχει που δεν το ανακάλυψα και που όμως μοιάζει να είναι εκεί.)

 

Μνησθησόμεθα (εν πάση γενεά και γενεά)

 

[Του γράφοντος αυτοσύστασις] –σκέφτομαι κάποια στιγμή να συντάξω με παρόμοιο τρόπο δική μου αυτοσύσταση (με άλλα λόγια…, εζήλεψα)

 

Η ΠΛΑΤΕΙΑ. Εσχάτως, μια και εγώ δεν γεννήθηκα σε χωριό, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη σημασία της πλατείας ως σημείο συνάντησης και εξακτίνωσης των παιδιών σε παιχνίδια κρυφτού και κυνηγητού· αλλά και των μεγάλων. Εκεί η ενημέρωση, εκεί το περίπτερο, οι γάμοι, οι κηδείες, η κοινωνική ζωή του χωριού.

 

Ακολουθούν δύο γενεαλογίες:

 

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ Ι [Ο λόγος στη μάνα]

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΙΙ [Ο λόγος στον πατέρα]

Και θυμήθηκα τα γενεαλογικά δέντρα θεοτήτων και μυθικών ηρώων και ηρωίδων με τα οποία έχω καταπιαστεί κατά καιρούς και τώρα αντιλαμβάνομαι περισσότερο αυτή την παράθεση ονομάτων και βιογραφιών, αυτή την αναδρομή στο παρελθόν που γεννοβολά και φέρει ανθρώπους, ιδέες, καταστάσεις, αξίες, που περιγράφει τον αγώνα με τη γη για την επιβίωση, την καθημερινή συναναστροφή με τον θάνατο, που εξηγεί και κάνει κατανοητή τη μετάβαση και το παρόν του απογόνου, το πλαίσιο που τον περιβάλλει.

 

Αρνητικά προς εμφάνιση από ογδόντα (!) διαφορετικές φωτογραφικές μηχανές ή μοντέλα μηχανών!!!! Αναγκάζομαι να ψάχνω, για να τις δω, πώς είναι, όχι όπως έχουν εξελιχθεί σήμερα (κάποιες) αλλά όπως ήταν την εποχή για την οποία γράφει ο συγγραφέας. Έχουν κι αυτές τη σημασία τους για το πώς τραβιούνταν οι φωτογραφίες –ένα κλικ, όχι τα πολλά των ψηφιακών και μετά διαλέγουμε ή τις ξεχνούμε στο ψηφιακό αρχείο που δημιουργήσαμε ή στις ψηφιακές κορνίζες· ένα κλικ, μελετημένο το φως, η θέση, η στάση, ο χρόνος· ένα κλίκ –ακριβά τα φιλμ που με προσοχή έπρεπε να μπουν στη μηχανή, χωρίς να πάρουν φως). Ο συγγραφέας έχει μπροστά του τις φωτογραφίες, ο αναγνώστης όχι, και περιγράφει, μιλά για τα εικονιζόμενα πρόσωπα, για την τοποθεσία, για το εκκλησάκι που μπορεί να φαίνεται… Η εικόνα ζωντανεύει μέσα από τις λέξεις. Ως και τα τραγούδια που μπορεί να ακούγονταν την ώρα της φωτογράφισης. Τα κλικ τελειώνουν με μια Graflex KE-4 που η εταιρεία έφτιαξε για τον αμερικάνικο στρατό την περίοδο 1954-1957 και με τη φράση: «Κι αχ, τι κρίμα! το φιλμ μιας ολόκληρης ασπρόμαυρης εποχής, πώς πήρε φως!…». Τυχαία κλείνει τη σειρά των κλικ ο συγγραφέας με αυτή τη μηχανή; Σαν να μου φαίνεται πως κάποιος ιστορικός της φωτογραφίας θα μπορούσε να πει πολλά για τις επιλογές του Γ.Χ. Θεοχάρη. Στο μεταξύ βρήκα στο διαδίκτυο μια Graflex KE-4 με δύο φακούς και φλας και βαλιτσάκι στο χρώμα του στρατού στην τιμή των 1.200€! Είχε πουληθεί!

 

Υπέρ πατρίδος Δεσφίνας προκείμενον, όπου ακόμη και οι ερειπιώνες προκαλούν τη μνήμη. Φαντάζομαι τον συγγραφέα να στέκεται μπροστά σ’ ένα γκρέμι και να το ανακαλεί ολόκληρο με τους ανθρώπους του, τις φωνές τους, τις ιστορίες τους.

 

Πατρίδος Καταβοή και συγκατάβασις, μνήμες από σκοτωμένους και φονιάδες, από μια εκτελεσμένη δασκάλα, από έναν δωσίλογο προδότη, από μια χωρισμένη που μόλις είχε στεφανωθεί, από κιοτήδες του έρωτα, από εγκλήματα ερωτικά, από βιασμούς, από αθέλητους φόνους, από νεκρούς αντάρτες, από αδέλφια που σκοτώνονται για ένα χωράφι, από αιμομίκτες, από…, από…, από…, από θύτες και θύματα, από απογόνους θυτών και θυμάτων.

 

Μνημονικές εκκεντρότητες με αποσπάσματα από εφημερίδες.

 

Αλκοολικό εγκώμιο της Μ. Παρασκευής. Αλήθεια, τι αναφωνεί ένας μεθυσμένος ακούγοντας το Αι γενεαί πάσαι; Έκπληξη αυτό που ακούστηκε!

 

Η Μαρία η Αιγυπτία, η ελιά μας. Αλήθεια, ονοματίζονται τα δέντρα; Βαφτίζονται; Κι αν έχουν όνομα, τότε μήπως μπορεί κανείς και να συνομιλήσει;

 

Η πανταχού παρούσα ξενιτιά. Ουδέν σχόλιον; Και τι σχόλιο να κάνεις, όταν Και πίσω από  το β’νάκ’ ξενιτειά είν’ παιδάκι μ’ και μεσ’ στο γάμο ξενιτειά είν’… (σ. 138). Ο γάμος ξενιτιά… (και σ. 88). Και πώς αλλιώς που το κορίτσι άφηνε το σπίτι των γονιών για ένα άλλο σπίτι όπου ήταν η ξένη. Και πώς ενσωματώνεται μια ξένη; Και τι γίνεται όταν δεν δίνει παιδιά; (Ποιανού η υπαιτιότητα; Μα πάντα της ξένης.)

 

Θεοφάνεια. Το αγίασμα των σπιτιών από τον ιερέα και τα κεράσματα!

 

Στεφάνου πρωτομάρτυρος αρχιδιακόνου. Πώς πηγαίνει κανείς σ’ ένα ξωκλήσι σήμερα; Πώς πήγαινε η μάνα; Τι μνήμες φέρνει ο φιδίσιος δρόμος;

 

Καθαιρώντας τ’ αμπελάκι στον Αϊ-Τρύφωνα. Κτήτορες και φροντιστές ναών και ναϋδρίων. Και ο παππούς σαν να επιτιμά τον άγιο Τρύφωνα που δεν φύλαξε τ’ αμπελάκι από το θηρίο της φυλλοξήρας, παρά κάθεται εκεί στην εικόνα, μέσα στ’ απάγκιο της εκκλησούλας του κρατώντας το αιώνιο κλαδευτήρι του που, μάλλον, δεν νοιάζεται να τ’ ακονίσει ποτέ και να κάμει κάτι χρήσιμο… (σ. 151). Αλλά και κάποιος άλλος τιμώρησε τον Τίμιο Πρόδρομο, την εικόνα του, γιατί δεν φρόντισε να φυλάξει τον οίκο του από επιδρομή αιγών! Παίρνει την εικόνα του από το τέμπλο, την ακουμπά κόντρα στον πυρωμένο ήλιο, επιτιμά τον άγιο έξω φρενών λέγοντας: «Θα μείνεις εκεί, κερατά, μέχρι να τρέξουν οι μπογιές σου μπας και μάθεις να νοιάζεσαι την περιουσία σου.» (σ. 54).

 

Αυτοδίδακτοι της στέρησης, κι ωστόσο με την απορία πώς να διδάξουμε σε παιδιά κι εγγόνια / ταπεινοφροσύνη κι εκτίμηση και σεβασμό στο ελάχιστο στις νέες αλλά αλλιώτικα δύσκολες μέρες, στους νέους στενούς καιρούς  (σ. 154).

 

Ναοί, ναΰδρια, ξωκλήσια, και άλλα τινά, χωρίου Δεσφίνης Παρνασσίδος, Νομού Φωκίδος. Πλήρης καταγραφή εν είδει ταξιδιωτικού οδηγού. Ακολουθεί κανείς τις οδηγίες, πορεύεται και συναντά.

 

Ο περιορισμός του ζωτικού μας χώρου. Τι έκταση έχει το χωριό; Πόση το νεκροταφείο; Και το οστεοφυλάκιο; Σε τρεις γραμμές ο συγγραφέας με επαναφέρει σε πραγματικές διαστάσεις.

 

Φωτογραφίες ταυτότητας. Να θυμηθώ να καταγράψω τις δικές μου. Για την ταυτότητά μου, όχι την αστυνομική. Για το Είναι μου και πώς διαμορφώθηκε. Από στιγμές.

 

Ξανακοιτάζοντας ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αυτός ο θείος, ο άλλος, ο παππούς, η γιαγιά, ένας μπάρμπας, η άλλη γιαγιά, ο άλλος παππούς, κι άλλη γιαγιά, μια θεία. Τι θα γίνουν αυτές οι φωτογραφίες; Θα ’ρθουν στα χέρια κάποιου; Και τι θα τις κάνει; Να προλάβω μήπως να τις χαλάσω εγώ, με οδύνη, παρά να τις πετάξει κάποιος άλλος αδιάφορα;

 

Γύρω γύρω όλοι. Παιδικό παιχνίδι. Και πώς να το εγκαταλείψεις;

 

Η μνήμη ματώνει. Αλήθεια;

 

Foto Lux. Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις (σ. 177).

 

Τι είναι τελικά το βιβλίο του Γ.Χ. Θεοχάρη; Ξεκάθαρη λογοτεχνία από έναν μάστορα της μνήμης και του λόγου που καταφέρνει να συνενώσει την αφήγηση με τη μαρτυρία και να μας παραδώσει ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, ένα ποιητικό πεζογράφημα, μια λογοτεχνική καταγραφή ιστορικής μνήμης, ατομικής και συλλογικής. Ο συγγραφέας ανασυγκροτεί μια εποχή, όπου η γέννηση και ο θάνατος ήταν αυτονόητες στιγμές της ζωής. Χωρίς δραματικές εντάσεις και επιτονισμούς περιγράφει ορφανά που μαζεύουν δεκαρίτσες για να αγοράσουν μια μάνα, έτσι είχαν ακούσει να γίνεται (σ. 84), νέες γυναίκες που έφευγαν από τη ζωή για διάφορους λόγους, ηλικιωμένους που δεν είχαν πια τις σωματικές δυνάμεις να ακολουθούν τις κηδείες απογόνων τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ανασυγκροτεί ειδυλλιακά μια βουκολική ζωή, κάθε άλλο. Τον αγώνα με τη γη καταγράφει, τις συγκρούσεις των ανθρώπων για ένα χωράφι, ως και αδελφοκτονίες (σ. 93), τον πόνο και τον διχασμό που έσπειραν ο πόλεμος και ο εμφύλιος, αιμομιξίες, κακοποιήσεις, προδοσίες, τη μοναξιά του ηλικιωμένου που τα παιδιά τον φοβούνται σαν τρελό ή σαν μάγισσα (σ. 95)… Και τι όμορφα και αυτονόητα «εισβάλλει» η ποιητικότητα στις ψυχές μέσα από την εκκλησιαστική ποίηση και μέσα από αυτήν η «συνειδητοποίηση της επίγειας περατότητάς μας»· το ίδιο και με το άνθος της πικραλίδας που διαλυόταν μ’ ένα φύσημα στα παιδικά παιχνίδια (σ. 15)! Ποίηση και φύση. Και άγιοι που δεν είναι αυστηροί, δεν είναι τιμωροί· αντίθετα, δέχονται την επίκριση και την τιμωρία από τους πιστούς, γιατί δεν επιτελούν το έργο τους, της φροντίδας και της προστασίας! Καμία ύβρις!

Το δάκρυ με το γέλιο, το πικρό με το γλυκό, η σκληρότητα με την τρυφερότητα συμπλέκονται στις αφηγήσεις του Θεοχάρη, οι μνήμες του δεν γέρνουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Ο λόγος του, κάποτε παπαδιαμαντικός, εμπλουτίζεται από λέξεις της τοπικής λαλιάς, ενίοτε οι προτάσεις κοφτές, διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς συνεκτικούς συνδέσμους, κύριες προτάσεις σε διαδοχή που περιγράφουν πράξεις, τη μία ως συνέπεια της άλλης (π.χ. σ. 71 ή 76).

Ένα βιβλίο διαμάντι, μια ποιητική ιστοριογραφία ή μυθιστορία.

 

Δήμητρα Μήττα

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.