Πορεία ζωής σε τέσσερις «πίστες» : Άγραφα 1945 – Τασκένδη 1959 – Κίεβο 1964 – Αθήνα 1980
Το αυτοβιογραφικό χρονικό του Δημήτρη Μπακόλα με τίτλο «Ακολουθώντας το πεπρωμένο – Οδοιπορικό Ι» (εκδόσεις Επίμετρο 2025). θα μπορούσε να είναι όχι 208 αλλά 508 σελίδες. Ένα λογοτέχνης με βασικό κορμό τον απλό – λακωνικό λόγο του συγγραφέα, θα μπορούσε να μας δώσει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, αναπτύσσοντας τις εικόνες του ιστορικού – κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εξελίσσεται το σπάνιο αυτό χρονικό, καθώς και τα «πορτραίτα» των ηρώων του, χαρακτηριστικών εκπροσώπων μιας ταραγμένης εποχής.
Η ιδιαίτερη αξία του έγκειται, κατά την εκτίμησή μου, στο ότι κινείται σε τέσσερις χώρους αντίστοιχες χρονικές περιόδους: Στην Ελλάδα της Εθνικής Αντίστασης, του Εμφυλίου και των μετεμφυλιακών «πέτρινων χρόνων», στην Τασκένδη των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων τη 10ετία του 1960, στην Ουκρανία της 10ετίας του 1970 και, τέλος, στην Ελλάδα της 10ετίας του 1980. Είναι οι τέσσερις «πίστες» του ηλεκτρονικού παιχνιδιού της ζωή του, τις οποίες κατακτάει με συστηματικές προσπάθειες από δεκαετία σε δεκαετία, στα πρώτα σαράντα από τα ογδόντα χρόνια της ζωής του, υπερβαίνοντας αυτό που έγραφε γι’ αυτόν το πεπρωμένο του.
Ο Δημήτρης Μπακόλας γεννήθηκε το 1945, την ίδια χρονιά που δολοφονήθηκε από παραστρατιωτική συμμορία ο πατέρας του, στέλεχος του ΕΑΜ Αιτωλοακαρνανίας. Πριν από έναν χρόνο περίπου, στις 29 Οκτωβρίου του 1944, ο φωτογραφικός φακός τον απαθανατίζει δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη, στο μπαλκόνι της Ναυπάκτου απ’ το οποίο ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ εκφώνησε την ιστορική ομιλία του για την απελευθέρωση.
Το κορυφαίο δραματικό στοιχείο στο ξεκίνημα της ζωής του είναι η δολοφονία του πατέρα του μόλις πέντε μήνες μετά τη γέννησή του. Για να ακολουθήσει λίγο μετά η εγκατάλειψή του απ’ τη μητέρα του στη φροντίδα της γιαγιάς του, συνέχισε να βαδίζει στο δρόμο που είχαν ξεκινήσει με τον σύντροφό της.
Μετά τη δολοφονία του συζύγου της -με τον οποίο είχε ζήσει μόλις δέκα μήνες- και τη γέννηση του γιού τους, η μητέρα του ανέβηκε στο βουνό και μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού ακολούθησε τα υπολείμματά του στις σοσιαλιστικές χώρες, για να βρεθεί τελικά πολιτική πρόσφυγας στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν.
Τον ορφανό από πατέρα, αλλά και από μητέρα από τη νηπιακή ακόμη ηλικία Δημήτρη, μεγάλωσε, μέσα σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες, η γιαγιά του από τη μεριά της μητέρας του.
Η περιπέτειά του ξεκινάει από ένα ορεινό χωριό των Αγράφων με το όνομα Μπελοκομήτης. Το 1947, μετά τη διαταγή εκκένωσης των ορεινών χωριών, για να μην έχουν υποστήριξη οι αντάρτες, βρίσκονται στον καταυλισμό των προσφύγων στην περιοχή που αργότερα κατακλύστηκε από τα νερά της Λίμνης Πλαστήρα και μετά στην Καρδίτσα, που ο μικρός Δημήτρης τέλειωσε το Δημοτικό. Κι από κει στην Αθήνα, στην Καισαριανή και τον Βύρωνα, όπου ξεκίνησε το Γυμνάσιο.
Αυτά μέχρι το 1959, μέχρι τα δεκατέσσερά του χρόνια, όταν η γιαγιά του αποφασίζει να τον παραδώσει στη μάνα του. Και ξεκινούν το μεγάλο ταξίδι, μέσω Πολωνίας, με μια στάση στη Βαρσοβία.
Με την άφιξή τους στην Τασκένδη, όπου συναντάει την μητέρα του παντρεμένη και με δυο παιδιά, ξεκινάει η νέα περίοδος της ζωής του.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι εδώ στις περιπέτειές του ταιριάζει ο τίτλος του βιβλίου του, καθώς η πορεία της ζωής του καθορίζονταν από αποφάσεις άλλων. Εδώ, όμως, γίνεται η πρώτη ανατροπή. Από ‘δω και πέρα ο ίδιος καθορίζει τη μοίρα του. Μα ποιόν τρόπο;
Αν και φτάνει στην Τασκένδη σε ηλικία 14 χρόνων, σε μικρό χρονικό διάστημα είναι αρχηγός της Κομσομόλ, της οργάνωσης Νεολαίας του Κ.Κ. της ΕΣΣΔ στην Τασκένδη.
Και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν τελειώνει με άριστα τη Μέση Εκπαίδευση, βρίσκεται, μόνο του πλέον, με δική του επιλογή, μακριά απ’ τη μητέρα του, στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου. Έχει ανοίξει τα φτερά του για νέους ορίζοντες, παίρνοντας για άλλη μια φορά τη μοίρα του στα χέρια του. Δεν ήταν «μοιραίο» αλλά δική του κατάκτηση το ότι αναδείχθηκε πρόεδρος των ελληνικής καταγωγής φοιτητών της Ουκρανίας.
Τα κεφάλαια του βιβλίου που ακολουθούν, τα οποία αναφέρονται στα 15 περίπου χρόνια της ζωής στο Κίεβο, με δυο ενδιάμεσα σύντομα ταξίδια –μαζί με την μητέρα του- στην Κύπρο και την Ελλάδα, είναι τα πιο συναρπαστικά. Όχι μόνο από την πλευρά των επιτεύξεών του στο επιστημονικό του αντικείμενο, στον τομέα που σήμερα ονομάζουμε «Πληροφορική», που τη 10ετία του 1970 έκανε τα πρώτα της βήματα στην ΕΣΣΔ, αλλά και ως δημοσιογράφος και ως συλλέκτης έργων ζωγραφικής. Ταυτόχρονα, όμως, μας δίνει την πιο αυθεντική εικόνα της κατάστασης που επικρατεί τη 10ετία του 1970 στην Σοβιετική Ένωση και ιδιαίτερα στην Ουκρανία και το Κίεβο.
Ιδιαίτερη εντύπωση προξενούν στον αναγνώστη οι αναφορές του συγγραφέα στις ισχυρές φιλίες από όλες τις περιόδους της ζωής του, που διατηρεί ζωντανές χρόνια μετά.
Κρίσιμη και γενναία ήταν η απόφασή του να αρνηθεί την επίμονη πρόταση της Κα Γκε Μπε να γίνει χαφιές της, απόφαση που του στοίχησε ακριβά
Οι εμπειρίες του και η οξυδέρκειά του, του έδωσαν τη δυνατότητα να προβλέψει έγκαιρα την επερχόμενη, μετά από μια 10ετία, κατάρρευση του σαθρού οικοδομήματος του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Για την απόφασή του να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1980, είκοσι χρόνια μετά την αποδημία του, γράφει:
«Δεν έχει νόημα να συνδέσεις την καριέρα σου και τη ζωή σου μ’ ένα καθεστώς σε αδιέξοδο».
Η περιπέτειά του συνεχίζεται τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Πολύ σύντομα τον συναντάμε επιτυχημένο επιχειρηματία, δημιουργό και επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες συμβούλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πεδίο δράσης τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και όλον τον κόσμο.
Είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του πριν από 25 χρόνια σε ένα πρόγραμμα που υλοποιούσε η εταιρεία του στην Ουκρανία. Έπρεπε όμως να διαβάσω το «Ακολουθώντας το πεπρωμένο» -προϊόν του εγκλεισμού του συγγραφέα του λόγω πανδημίας- για να πληροφορηθώ την εκπληκτική διαδρομή και την πολυδιάστατη προσωπικότητά του.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα λογοτεχνικό χρονικό μοναδικό από πολλές απόψεις.
*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας