You are currently viewing Γιούλη Χρονοπούλου: Η απελευθέρωση

Γιούλη Χρονοπούλου: Η απελευθέρωση

Στον Θανάση Λερούνη

 

Απρίλης και χιόνι. Απρίλης και χιόνι στα βουνά του Αφγανιστάν. Πορεία ανηφορική, σχεδόν κάθετη, ύψη απροσμέτρητα. Δεν έχεις δεχτεί να κάτσεις στο άλογο που σου πρόσφεραν αυτή τη φορά, στη στολισμένη με το πολύχρωμο υφαντό σέλα του. Δεν έχεις δεχτεί, για να μην το κουράσεις. Πώς θ’ ανέβει το άλογο στο απόκρημνο βουνό; Πώς θ’ ανέβει το άλογο με σένα πάνω του, άλλο που είσαι πια αποστεωμένος μετά την εφτάμηνη ομηρεία; Ανεβαίνει αγκομαχώντας, έχοντας πάνω του τον πολύ βαρύτερό σου αρχηγό των Ταλιμπάν, το πρωτοπαλίκαρο, τον βασανιστή σου, που πήρε τη θέση σου. Σκαρφαλώνεις κι εσύ με τα πόδια, πασχίζοντας, αλλά πολύ πιο εύκολα από την ανάβαση εκείνη την ανάποδη, όταν ερχόσουν αιχμάλωτος, δαρμένος, με χέρι σπασμένο, μέσα από μονοπάτια δύσβατα, χωρίς καμιά δύναμη, χωρίς καμιά ελπίδα, κι ας μην είχες δεχτεί ούτε τότε ν’ ανέβεις πάνω σε γάιδαρο ούτε βέβαια στην πλάτη του βοσκού, όταν κατέρρευσες και δεν μπορούσες να συνεχίσεις. Τώρα έχεις ελπίδα. Φτάνετε στο διάσελο της συνοριογραμμής. Εκεί θα γίνει η ανταλλαγή. Εκεί ελπίζεις να γίνει η ανταλλαγή. Φτάνετε στο διάσελο, αλλά δεν είναι κανείς.

*

Σ’ έπιασαν εκείνη την ήσυχη νύχτα, που κοιμόσουν ξέγνοιαστος στο Καλλασσα-ντούρ, στο έργο της ζωής σου. Δεκαπέντε χρόνια έκλεινες πια κοντά στις κοιλάδες των Καλλάσσα του Πακιστάν, δεκαπέντε χρόνια προσφοράς και διαφύλαξης του πολιτισμού τους, ένα είχες γίνει μαζί τους, ντυνόσουν όπως εκείνοι, με το σαλβάρ καμίς, με το πλατύγυρο κεφαλοκάλυμμα κασόγκ, έτρωγες όπως εκείνοι, το τασίλι και το καΐ, κοιμόσουν όπως εκείνοι, κατάχαμα, μιλούσες όπως εκείνοι, τη γλώσσα τους. Την προηγούμενη νύχτα αποχαιρετούσες τις δυο εθελόντριες, μετρώντας μαζί τους τα πεφταστέρια, που έπεφταν καταιγιστικά σα για να σας προκαλούν, κάνοντας ευχές, γελώντας, η μία ευχήθηκε μια περιπέτεια με Ταλιμπάν, εκείνη το ευχήθηκε, γιατί την έζησες εσύ; Εκείνη τη νύχτα κοιμόσουν γαλήνιος, με τον φρουρό σου στο διπλανό δωμάτιο, με τη συνείδησή σου αναπαυμένη, με το χαμόγελό σου ακόμα χαραγμένο στα χείλη σου. Ούτε κατάλαβες πότε, πώς μπήκαν μέσα στο κτίριο οπλισμένοι με καλάσνικοφ Ταλιμπάν, με πυροβολισμούς, σε έσπρωξαν, σε χτύπησαν, σε άρπαξαν, σου έσπασαν το χέρι, σε ανάγκασαν να τους ακολουθήσεις, σε οδήγησαν ανήμπορο στα βουνά, σε υποχρέωσαν σε μια ατέλειωτη πορεία είκοσι τριών ωρών με ραβδισμούς. Σεπτέμβρης και χιόνι. Σεπτέμβρης και χιόνι στα βουνά του Πακιστάν.

*

Μίσος και οργή. Μίσος και οργή σε κατατρώει. Γιατί εσύ; Οι φυλακές σου σπηλιές, μαντριά και στάβλοι, οι φυλακές σου πληγές, οι φυλακές σου ορίζουν τη μοίρα σου, το χώρο σου, το χρόνο σου, οι φυλακές σου κι εσύ, οι φύλακές σου κι εσύ. Σε φρουρούν ακατάπαυστα. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, σε κάθε σου κίνηση, στην πιο ιδιωτική στιγμή σου, δεν υπάρχει πια ιδιωτική στιγμή. Ο χρόνος σταματά κι απλώνεται. Ο χρόνος άχρονος κι εχθρός. Ο χρόνος ένας ξένος με το όπλο προτεταμένο απέναντί σου. Μαθαίνεις πως ζητούν τρία εκατομμύρια δολάρια και τρεις απελευθερώσεις δικών τους από το Γκουαντάναμο. Σε λογιάζουν για πολύ σπουδαίο. Ξέρεις πως δεν είσαι, ξέρεις πως δεν μπορεί να συμβεί, ξέρεις πως μάλλον φτάνει το τέλος σου. Το περιμένεις το τέλος σου, σχεδόν το προσμένεις. Ασκείσαι στην αναχώρηση. Ασκείσαι για το πέρασμα, πιο δύσκολο από το πέρασμα των συνόρων, πιο ανηφορικό από τα βουνά, πιο επώδυνο από το ραβδί στο πρόσωπο, από το ανελέητο ξύλο με ρόπαλα σ’ όλο σου το σώμα. Ασκείσαι για το πέρασμα ακατάπαυστα. Δεκέμβρης και χιόνι. Δεκέμβρης και χιόνι στην ψυχή σου.

*

Πέντε μήνες ήδη μαζί τους. Λειψή η τροφή. Μήνας ολόκληρος μόνο με τσάι από φύλλα αγριελιάς και λίγη πίτα από μπομποτάλευρο, θα ’πρεπε να πεινάς, χρησιμοποιούν την πείνα σαν όπλο, δεν πεινάς, βαρύς χειμώνας στα δάση του Ινδικού Καυκάσου κι είσαι μόνο με το βαμβακερό σαλβάρι σου, αυτό που φορούσες όταν σε πιάσαν, θα ’πρεπε να κρυώνεις, δεν κρυώνεις, δε νιώθεις τίποτα, μόνο τη φυλακή δεν αντέχεις, αποζητάς μια ανάσα ελευθερίας, μια σπιθαμή μοναχικότητας, αν και είσαι μόνος, βαθιά μόνος μέσα σου. Δύσκολος αυτός ο Φλεβάρης, αλλά ξάφνου νιώθεις μέσα σου μια καταλαγή. Σιγά σιγά διώχνεις το μίσος, η οργή γίνεται κατανόηση, συναισθάνεσαι τους εχθρούς σου, τους οπλισμένους φύλακές σου, τους παθιασμένους βασανιστές σου. Σκέφτεσαι τη δική τους ταλαίπωρη, φτωχή ζωή, τα βάσανα που έζησαν από τους Δυτικούς, τους δικούς τους που χάθηκαν άδικα. Κι είσαι ένας Δυτικός. Τι σημασία έχει γι’ αυτούς που πρόσφερες τόσα στον δικό τους κόσμο; Είσαι ένας Δυτικός που μοιάζει να έχει λεφτά. Δεν έχεις. Αρχίζεις να προσφέρεις και σε κείνους, να κάνεις μάθημα στα παιδιά τους, στα μικρά βοσκόπουλα, να κάνεις σχολική τάξη τη σπηλιά σου, πίνακα το βρεγμένο χώμα για πράξεις αριθμητικής, να μεταδίδεις γνώσεις με το θεατρικό παιχνίδι, να τους χαρίζεις τα λιγοστά ρούχα, τη φανέλα, τα παπούτσια και τις κάλτσες που έστειλαν για σένα οι Καλλάσσα διαπραγματευτές, εσύ δεν κρυώνεις πια, τα συμπονάς, μένεις σχεδόν γυμνός και σε ζεσταίνει μια απέραντη χαρά όταν το εννιάχρονο ξυπόλητο βοσκόπουλο παραγεμίζει τα παπούτσια που δεν πρόλαβες να βάλεις με τις κάλτσες σου και τα φορά για πρώτη φορά στη ζωή του, όταν το μικρότερο βρεγμένο αδερφάκι του βάζει τη μάλλινη φανέλα που του φθάνει μέχρι τα γόνατα. Φλεβάρης και χιόνι. Φλεβάρης και χιόνι στα βουνά του Αφγανιστάν. Φλεβάρης και άνοιξη στην ψυχή σου.

*

Ξέρεις πως όπου να ’ναι θα περάσεις στην άλλη πλευρά, όχι των συνόρων, αυτή την άλλη την αδιάβατη, την τόσο βαδισμένη. Οι διαπραγματεύσεις δεν πετυχαίνουν, όσο κι αν αρχίζουν να μειώνονται οι απαιτήσεις, όσο κι αν καταφέρνεις με τη στάση σου ρωγμές να χαράζεις, τους πιο ευάλωτους να μετατοπίζεις. Μήπως όμως λυγίζεις και τους πιο σκληρούς όταν λες στον αρχιβασανιστή σου πάλι και πάλι «σφάξτε με», κυρίως όταν του λες «και μετά ρίξτε με στα σκυλιά», ταράζοντας το ηθικό του σύμπαν; Ίσως. Ίσως τότε καταλαβαίνει πως είσαι αποφασισμένος. Ή ίσως εκείνη τη μέρα στην τζίργκα, τη συνέλευση των δημογερόντων, όπου η αντιπροσωπεία των Καλάσσα και των Μουσουλμάνων του Καλλάσσα-Ντες προτείνει κάθε οικογένεια των κοιλάδων τους να δώσει από μια αγελάδα για την ανταλλαγή σου κι εσύ το αρνείσαι με σθένος: «Μα θα πεινάσουν, εγώ για τη φτώχεια τους ήρθα εδώ». Μοιάζει κιόλας περίεργο που απολαμβάνεις τη φύση, τα βουνά, τα δάση από βελανιδιές και κωνοφόρα, το φως που λιγοστό κυλά ανύποπτο ανάμεσά τους, τις μαϊμούδες που χοροπηδούν ολημερίς, τα σύννεφα που στιγμές κατεβαίνουν τόσο χαμηλά ώστε τα βλέπεις από πάνω, τα λιγοστά προσήλια όπου θέλουν κι οι φρουροί σου να καταφεύγουν κάπου κάπου, τον καταρράκτη όπου πηγαίνετε για το παγωμένο μπάνιο, η ζωή σού χαρίζει ακόμα χαρές, αλλά εσύ είσαι έτοιμος να τη θυσιάσεις. Η πρόταση για ανταλλαγή έναν με έναν, χωρίς χρήματα, είναι σχεδόν απίθανο να γίνει δεκτή. Γίνεται. Τους έχεις λυγίσει, τους έχεις πείσει.

*

Στο διάσελο δεν είναι κανείς. Απογοήτευση, αγωνία, μα έχεις μάθει πια να μην ελπίζεις. Πού είναι ο άλλος; Μήπως κάτι δεν πήγε καλά; Μήπως άραγε έπαθε κάτι; Μήπως δεν άντεξε ο γέρος δάσκαλος που θα τον αντάλλασσαν μαζί σου, μετά από τριάντα έξι μήνες φυλακή; Κι αίφνης, ακούγεται θόρυβος, κάτι ξεπροβάλλει, κάτι αχνοφαίνεται από την άλλη μεριά. Κάποιοι ανεβαίνουν από τη πλευρά του Πακιστάν. Ναι, ένας γεροντάκος είναι, ένας ετοιμόρροπος άνθρωπος, που φτάνει ασθμαίνοντας με δυο τρεις συνοδούς. Τον αντικρίζεις. Τον κοιτάς στα μάτια. Σε κοιτάζει κι εκείνος. Δεν βλέπεις παρά μόνον αυτόν. Δεν ακούς παρά τα πρώτα του λόγια: «Ατανάσι, εσύ είσαι; Εγώ είμαι ο Ραχμάτ-Ντιν». Αγκαλιάζεστε σφιχτά, σαν παλιοί φίλοι που έχουν χρόνια να ιδωθούν, σα σύντροφοι με κοινή πορεία. Είστε. Μοιράζεστε τα ίδια βιώματα, τι σημασία έχει που τα ζήσατε από αντίθετες πλευρές; Είστε αδέλφια. Είστε κι οι δυο δάσκαλοι. Δεν μπορείτε να συγκρατήσετε τα δάκρυά σας. Κλαίτε με λυγμούς. Ενώνεστε για πάντα. Ο αυχένας του βουνού τραντάζεται, γίνεται αιώνιος μάρτυρας αυτής της συνάντησης. Όταν αποχωρίζεστε, βλέπεις με έκπληξη, με θαυμασμό πώς τον περικυκλώνουν με αγκαλιές οι μαθητές του, πόσο τον σέβονται. Οι στιγμές βαραίνουν. Και τότε ο βασανιστής σου, σπρώχνοντάς σε προς την άλλη μεριά, σού λέει: «Ατανάσι, θα με συγχωρέσεις;» Δεν λες τίποτα. Κλαίτε κι οι δυο. Δεν μπορείς να μιλήσεις ούτε και έχει νόημα. Από καιρό το έχεις κάνει.

 

Γιούλη Χρονοπούλου

 

 

Η Γιούλη (Αγγελική) Χρονοπούλου είναι φιλόλογος. Έχει αποφοιτήσει από το Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις κλασικές σπουδές από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (UCL) και διδακτορικού από το ΕΚΠΑ με αντικείμενο την αρχαία τραγωδία και επικοινωνία. Έχει υπηρετήσει ως εκπαιδευτικός, στέλεχος της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης και, τα τελευταία 10 χρόνια, ως Σχολική Σύμβουλος και Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου φιλολόγων. Έχει εκδώσει το βιβλίο «Ο δρων λόγος. Ρητορική και Φιλοσοφία στο έργο του Σοφοκλή» (εκδόσεις Νήσος). Έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους, έχει δημοσιεύσει πολλά επιστημονικά άρθρα, αλλά και κριτικά σημειώματα τέχνης (θέατρο, εικαστικά), ενώ ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιοκριτική. Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και ημερίδες καθώς και στην παραγωγή εκπαιδευτικών ταινιών, ενώ έχει επιμορφώσει πλήθος εκπαιδευτικών σε διδακτικά και παιδαγωγικά ζητήματα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.