Ρουμανία, Βουκουρέστι Δεκέμβριος 1989. Μετά από 34 χρόνια κομμουνιστικής διακυβέρνησης, η 24χρονη δικτατορία του καθεστώτος Τσαουσέσκου πνέει τα λοίσθια. Οι μέρες είναι ανήσυχες και ταραγμένες· η έλλειψη τροφίμων, οι ασφυκτικοί έλεγχοι, η κατευθυνόμενη πληροφόρηση, οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις τροφοδοτούν την υφέρπουσα λαϊκή οργή που απειλεί από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει. Στις 15 Δεκεμβρίου στην Τιμισοάρα, στη Βόρεια Ρουμανία, σημειώνεται η πρώτη λαϊκή εξέγερση που καταστέλλεται βίαια, όταν ο στρατός ανοίγει πυρ εναντίον των ανυπεράσπιστων διαδηλωτών σκοτώνοντας εκατοντάδες. Στις 21 στο Βουκουρέστι οι Ρουμάνοι εργάτες στρατολογούνται για να επευφημήσουν τον δικτάτορα στην, όπως αποδείχτηκε, τελευταία ομιλία του και η αποδοκιμασία και η οργή είναι πλέον γενική. Στις 22 ανατρέπεται το καθεστώς και ανήμερα τα Χριστούγεννα ο Τσαουσέσκου και η σύζυγος του εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα έντονων πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών ο Muresanu εστιάζει σε έξι άτομα, θραύσματα του μωσαϊκού της ρουμανικής κοινωνίας, συμπυκνώνοντας τη δράση στο 24ωρο μεταξύ 19ης και 20ης Δεκεμβρίου. Ένας οικογενειάρχης εργάτης, μια ηλικιωμένη υπό έξωση από το σπίτι της, ένας ‘’δευτεροκλασάτος’’ μυστικός αστυνομικός, ένας φοιτητής έτοιμος να αποδράσει, ένας τηλεοπτικός σκηνοθέτης υπό πίεση και μια θεατρική ηθοποιός σε ηθικό δίλημμα, βιώνουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο την καταπίεση, δίνει ο καθένας τον προσωπικό του αγώνα για επιβίωση και ελευθερία. Οι ιστορίες τους συμπλέκονται και διακλαδίζονται, καθώς όλοι έρχονται αντιμέτωποι με τον πανικό της καταγγελίας και της σύλληψης, τον εκβιασμό και την πίεση να γίνουν καταδότες, την μεταξύ τους εφιαλτική καχυποψία – η βραβευμένη μικρού μήκους ταινία του σκηνοθέτη ‘’The Christmas Gift’’ (2018), που αποτέλεσε τη μαγιά της μεγάλου μήκους και ενσωματώθηκε σε αυτή, αποτελεί μια πανέξυπνη απολαυστική παραλλαγή του διάσημου μονόπρακτου ‘’Ο Σπιούνος’’ του Μπρεχτ.
Την ταινία του Muresanu, είναι φανερό νομίζω, ενδιαφέρει η διαλεκτική σχέση μεταξύ μικροϊστορίας και μακροϊστορίας, όπως άλλωστε και τις ταινίες των Cristian Mungiu και Cristi Puiu, των οποίων την παράδοση συνεχίζει. Ο τρόπος που η μεγάλη εικόνα των γεγονότων της Ιστορίας επιδρά στη μικρογραφία της προσωπικότητας και της ζωής των καθημερινών ανθρώπων, και το αντίστροφο, πώς αυτοί μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα και τον ρου της, είναι στο επίκεντρο της ρουμανικής κινηματογραφίας. Οι ιστορίες της ταινίας του Muresanu αποτυπώνουν το βάρος και τον παραλογισμό της ζωής μέσα σε ένα καθεστώς που καταρρέει, την ανακούφιση και τον ενθουσιασμό από την πτώση του. ‘’Ζωγραφίζουν’’, όπως είπε ο ίδιος, ‘’μια συμφωνική άποψη ενός ιστορικού γεγονότος’’.
Η τραγική ειρωνεία που επέλεξε ο σκηνοθέτης ως συνθήκη για την ταινία αυξάνει κατακόρυφα την ένταση: οι ήρωες πάσχουν, αγωνιούν και κινδυνεύουν αγνοώντας – σε αντίθεση με τους θεατές – την επικείμενη μέσα σε ελάχιστες μέρες εκτέλεση του Τσαουσέσκου και το τέλος των δεινών τους. Το χιούμορ, άλλη μια επιλογή του σκηνοθέτη που λειτουργεί σε αντίστιξη με την ατμόσφαιρα κρατικού τρόμου, γίνεται μηχανισμός επιβίωσης και όπλο αντίστασης. Οι κωμικές στιγμές διατρέχουν όλες τις ιστορίες, κάποιες φορές περιορίζονται σε μια μόνο φράση που έχει στόχο τη δραματική αποφόρτιση και επομένως απαιτεί την προσοχή του θεατή. Κάποιες φορές το αστείο γίνεται ωμό, άγριο, γίνεται σαρκασμός, που όμως δε μειώνει στο ελάχιστο τη συμπάθεια και κατανόηση που επιφυλάσσει ο σκηνοθέτης στους ήρωες του.
Η ταινία είναι μια πολιτική τραγική κωμωδία, με πολυφωνική γραμμική αφήγηση και πολλαπλές οπτικές γωνίες. Ο αυστηρός σχεδιασμός του σεναρίου κρατά τον θεατή αφοσιωμένο, αλλά απαιτεί επίσης την υπομονή του στην αρχή, έως ότου εξοικειωθεί με τα νήματα που συνδέουν τις ιστορίες. Η ταινία έχει γυριστεί σε περιορισμένων διαστάσεων κάδρο, που θυμίζει την τηλεοπτική εικόνα της εποχής, και με την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί κατά πόδας τους ήρωες, για να αποδοθεί η κρισιμότητα των στιγμών, η νευρικότητα και ο πανικός που επικρατούσαν. Η εικόνα έχει χρώματα σκοτεινά, μουντά, μολυβένια και η άτονη λάμψη τους σε συνδυασμό με τη θλιβερή χριστουγεννιάτικη διακόσμηση τονίζουν ακόμη περισσότερο το ζοφερό κλίμα. Ο ρυθμός είναι έντονος, με γοργές εναλλαγές των ιστοριών, και σταδιακά, με την υπόκρουση της επαναλαμβανόμενης μελωδίας του Bolero του Ravel, επιταχύνεται όλο και περισσότερο μέχρι την τελική εκρηκτική κορύφωση.
Προφανώς δεν είναι τυχαίος ο τίτλος που επέλεξε ο Muresanu για την ταινία του· ο σκηνοθέτης αμφισβητεί κατά πόσο η υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον που περιείχε η πτώση του καθεστώτος του Τσαουσέσκου τηρήθηκε, πόση αληθινή ελευθερία υπάρχει στη μετακομμουνιστική Ρουμανία, από τη στιγμή που η χώρα έχει παραδοθεί στην καταναλωτική υστερία, στη διαφθορά, στην άνοδο της ακροδεξιάς και του εθνικολαϊκισμού και στις έξωθεν επεμβάσεις. Ίσως ένας άλλος Ρουμάνος σκηνοθέτης, ο Radu Jude, με την καυστική σάτιρα του ‘’Μην Περιμένεις Πολλά Από Το τέλος Του Κόσμου’’ δίνει την απάντηση.