Το άρθρο περιέχει spoiler και απευθύνεται μάλλον σε όσους έχουν δει την ταινία
Μου συμβαίνει συχνά να διαπιστώνω απόκλιση μεταξύ της θερμής υποδοχής που επιφυλάσσουν κοινό και κριτικοί σε μια ταινία και της δικής μου οπτικής, αλλά μάλλον σπάνια να στέκω αμήχανη και αμφίθυμη απέναντι στις προθέσεις ενός σκηνοθέτη.
Στη νέα ταινία του Joachim Trier ‘’Συναισθηματική Αξία’’ – στην οποία απόλαυσα έξοχες ερμηνείες – συνωθούνται θέματα γνωστά στον κινηματογράφο, που όμως ποτέ δεν εξαντλούνται και πάντα ενδιαφέρουν: η δυναμική των περίπλοκων οικογενειακών σχέσεων, η ανάγκη συναισθηματικής σύνδεσης, το διαγενεακό τραύμα, η καλλιτεχνική δημιουργία ως επαγγελματική φιλοδοξία, ως βίωμα, ως πεδίο συμφιλίωσης, οι ιαματικές ιδιότητες της Τέχνης. Είναι φανερή η προσπάθεια του σκηνοθέτη να συνθέσει τις θεματικές αυτές παραμέτρους αλλά και τον παροντικό χρόνο με τους παρελθοντικούς με συνδετικό ιστό το οικογενειακό σπίτι των ηρώων, ως μάρτυρα βιωμάτων, φορέα μνήμης και θεματοφύλακα ανείπωτων συναισθημάτων.
Θα προσπαθήσω, αποφεύγοντας όσο μπορώ τις ασάφειες που η ίδια η ταινία αφήνει, να εκθέσω αυτά που προσωπικά εισέπραξα. Στο πρόσωπο του Γκούσταβ είδα τη χαρακτηριστική περίπτωση του ιδιοφυούς, χαρισματικού σκηνοθέτη, αφοσιωμένου κατ’ αποκλειστικότητα στην τέχνη του, απομακρύνοντας από τη ζωή του κάθε οικογενειακό περισπασμό ακόμη και το πατρικό χρέος. Εγωκεντρικός, νάρκισσος συνηθισμένος στη γυναικεία επιβεβαίωση, άκρως χειριστικός προς όλους, διασκεδάζει ιδιαίτερα να προκαλεί (βλέπε σκαμνί ή DVD) και δε διστάζει να εγκαταλείψει φίλους και συνεργάτες αν δεν εξυπηρετούν τα σχέδια του. Η αιφνίδια επιστροφή του στην οικογενειακή εστία μετά από χρόνια αποξένωσης και η πρόταση στην μεγάλη κόρη του, επιτυχημένη ηθοποιό του θεάτρου, να πρωταγωνιστήσει στη νέα του ταινία έχουν κίνητρα αδιαφανή. Το ίδιο αδιαφανής είναι και η εμπλοκή της αμερικανίδας ηθοποιού που ο ίδιος προκάλεσε, όπως προκάλεσε έμμεσα και την αποπομπή της.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία φροντίζουν να εξωραϊσουν τον μάλλον αντιπαθή αυτόν τύπο αποδίδοντας του παιδικό ανεπούλωτο τραύμα, αλκοολισμό που υποδηλώνει κρυφή ενοχή, κάποια πάθηση που προοιωνίζεται την εγγύτητα του θανάτου· με άλλα λόγια ο Γκούσταβ παρουσιάζεται – και αυτή η αντίφαση είναι μέχρις ενός σημείου ενδιαφέρουσα – ως θύμα του διαγενεακού τραύματος (του οποίου τη σκυτάλη παρέδωσε στις κόρες του) και ως ένας γέρος σκηνοθέτης που επιζητά τι ακριβώς; Να συμφιλιωθεί με τα παιδιά του αναγνωρίζοντας την ενοχή του ή να επιτύχει την καλλιτεχνική επανεκκίνηση του με τη βοήθεια της ταλαντούχας κόρης του και της οικογενειακής έπαυλης ως σκηνικού; Πάντως στο τέλος επιτυγχάνει απ’ ό,τι φαίνεται και τα δύο, χωρίς κάποιο ιδιαίτερα οδυνηρό τίμημα ή δραματική αλλαγή του.
Από την άλλη έχουμε τις δυο αδερφές, τη Νόρα και την Άγκνες. Το σενάριο διαθέτει ένα εξαιρετικό, κατά τη γνώμη μου, εύρημα: το τραύμα της Άγκνες από την αδιαφορία του πατέρα μετά τον θρίαμβο της ταινίας του, στην οποία πρωταγωνιστούσε με μεγάλη επιτυχία η ίδια ως παιδί, την οδήγησε σε μια ζωή χωρίς κανένα καλλιτεχνικό πρόσημο· σε αντιδιαστολή, το τραύμα της Νόρα από την πατρική εγκατάλειψη την οδήγησε στον κόσμο της Τέχνης και τώρα δέχεται μια παρόμοια πρόταση να πρωταγωνιστήσει στην τελευταία ταινία του. Έχω την εντύπωση ότι η ταινία δεν εκμεταλλεύτηκε σε βάθος αυτή τη συνθήκη και παρουσίασε μια αδελφική σχέση κοινότοπη, λειασμένη, θα έλεγα ρηχή.
Πατέρας και κόρη δείχνουν στο τέλος να έχουν βρει έναν τρόπο προσέγγισης, κατανόησης, συμφιλίωσης. Κι εδώ έρχεται μια ακόμη ένσταση μου: ο σκηνοθέτης σε συνεντεύξεις του αλλά και πολλές κριτικές εστιάζουν στη θεραπευτική ιδιότητα της τέχνης ως βασική θεματική της ταινίας. Νομίζω ότι για να συντελεστεί αυτή η ιαματική λειτουργία απαιτείται ισχυρή ώσμωση ζωής και τέχνης και αμοιβαίος αντικατοπτρισμός. Η πατρική στέρηση, το τραύμα και οι συνέπειες του, η αφοσίωση στην τέχνη ως αντίδοτο και ως προσπάθεια ταύτισης με τον πατέρα, η εκκωφαντική σιωπή του άρρητου, η ανάγκη αποδοχής είναι φανερά στις αντιδράσεις της Νόρα, αλλά ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται για τη μετουσίωση τους στην τέχνη του Γκούσταβ. Η ανάληψη του πρωταγωνιστικού ρόλου και η συνεργασία πατέρα και κόρης σε κοινό πεδίο δημιουργίας ανοίγουν προφανώς μια δίοδο πιθανής προσέγγισης, αλλά δεν είναι αρκετά για να μιλήσουμε για την καθαρτική και απελευθερωτική πορεία της ίασης.
Όπως έγραψα ήδη, δεν έχω μεγάλη βεβαιότητα για τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Αν επιδιώκει να προβάλει και να συνθέσει σε ένα ολοκληρωμένο όλον τα ποικίλα θέματα του, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, προσωπικά δε με πείθει και, το κυριότερο, δε με συγκινεί. Αν αντιθέτως επεδίωκε να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα των επιδιώξεων κάποιων ηρώων του και να καταδείξει ότι η απόσταση ανάμεσα στους συγκεκριμένους είναι εξαιρετικά δύσκολο να διανυθεί, θα έβρισκα την ταινία του ενδιαφέρουσα.
Και μια τελευταία σκέψη· πέρα από τους μάλλον κοινότοπους συμβολισμούς (πχ ρωγμή στον τοίχο, σχισμένο φόρεμα), η ταινία μου έδωσε την εντύπωση ‘’προκατασκευασμένης’’ δημιουργίας με προκαθορισμένους στόχους, αρκετά προβλέψιμης και ρηχής. Γι’ αυτό και δε διαπίστωσα σε κανένα σημείο το πνεύμα των Μπέργκμαν, Τσέχωφ, Ίψεν, Όζου και Μπρεσσόν, όπως ο ίδιος ο Trier ισχυρίζεται (ίσως μόνο μια αποτυχημένη προσπάθεια μηχανικής μίμησης τους)· ισχυρισμός μάλλον ασεβής και υπερφίαλος.





