You are currently viewing Γιούλη Ζαχαρίου: Οι ιστορίες του Σουλεϊμάν

Γιούλη Ζαχαρίου: Οι ιστορίες του Σουλεϊμάν

Η ταινία του Boris Lojkine ‘’Το Παρίσι του Σουλεϊμάν’’ (αυθεντικός τίτλος ‘’Η Ιστορία του Σουλεϊμάν’’) καταγράφει τη σκληρή καθημερινότητα της επιβίωσης και της εξεύρεσης στέγης ενός παράνομου μετανάστη από τη Γουινέα στο σύγχρονο Παρίσι. Ο Σουλεϊμάν εργάζεται σε διαδικτυακή πλατφόρμα ως διανομέας εστίασης με το προφίλ που του ενοικίασε ένας συμπατριώτης του απαιτώντας μέρος των κερδών. Ποδηλατώντας με φρενήρεις ρυθμούς στους δρόμους της πόλης, κάνει έναν αγώνα χρόνου, γιατί οι προθεσμίες τρέχουν: σε 48 ώρες περνά από συνέντευξη για την άδεια παραμονής, πρέπει λοιπόν να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για τα σχετικά έγγραφα και να αποστηθίσει την αφήγηση μιας πλαστής ζωής πολιτικού πρόσφυγα – που του έγραψε και του πούλησε κάποιος άλλος συμπατριώτης του – για να καλύψει τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θέτει το κράτος για την παροχή ασύλου και που ο ίδιος δε διέθετε.


Ακόμη μια ταινία λοιπόν για το μεταναστευτικό; Η ταινία διαθέτει όλα τα γνωστά μοτίβα που εκ των πραγμάτων χρησιμοποιούν οι ταινίες κοινωνικής ευαισθητοποίησης (συσσώρευση δυσκολιών, συναισθηματικά ερεθίσματα, ατυχήματα κλπ)· οι ταινίες δηλαδή που τις τελευταίες δεκαετίες – από τότε που ο κοινωνικός προβληματισμός δαιμονοποιήθηκε και υποβιβάστηκε έως εξαφανίσεως και το ευρωπαϊκό κοινό αντιμετωπίζει τα προβλήματα των μεταναστών με την ίδια απάθεια και εχθρική καχυποψία που επιφυλάσσει στα θύματα των γενοκτονιών – απασχολούν μόνο τις επιτροπές των Φεστιβάλ και ένα πολύ περιορισμένο κινηματογραφόφιλο κοινό.

Κι όμως η ταινία του Lojkine δεν είναι μια ακόμη ταινία για τους μετανάστες. Ο σκηνοθέτης ισορροπεί μεταξύ της αισθητικής του ντοκιμαντέρ και αυτής της μυθοπλασίας: η δυναμική της αεικίνητης κάμερας, που παρακολουθεί τον ασθμαίνοντα ποδηλάτη, οι φρενήρεις ρυθμοί και η ένταση των δρόμων, που είναι η πίσω σελίδα του ειδυλλιακού Παρισιού, η παντελής απουσία μουσικής, που επιτρέπει  να εναλλάσσονται οι εκκωφαντικοί θόρυβοι της κυκλοφορίας με πυκνές σιωπές με μοναδικό ήχο το αγχώδες λαχάνιασμα του ήρωα ή το κουδούνι του ποδήλατου, προσφέρουν μια εκπληκτική κινηματογράφηση και μια νέα βιωματική οπτική του θέματος στον θεατή.

Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί την ταινία είναι η πρόθεση του σκηνοθέτη να καταδείξει το νόμιμο και παράνομο μηχανισμό που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη μετανάστευση και την παροχή ασύλου. Η μετεξέλιξη της οικονομίας του διαμοιρασμού ανοίγει ευκαιρίες νέων επιχειρηματικών μοντέλων μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες· οι εργαζόμενοι σε αυτές, κυρίως παράνομοι μετανάστες, με πενιχρές απολαβές, εκτεθειμένοι σε κινδύνους και με τη συνεχή απειλή της απόλυσης,  υπόκεινται σε ένα καθεστώς δουλείας στην υπηρεσία των ακόρεστων καταναλωτικών επιθυμιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι μετανάστες γίνονται και αυτοί μέρος του μηχανισμού εκμετάλλευσης άλλων μεταναστών, υιοθετώντας τη νοοτροπία, τους τρόπους και τα μέσα των κοινωνιών υποδοχής, μη συνειδητοποιώντας καν την αλλοτρίωση τους. Το κράτος αποτυγχάνει – ή μήπως δεν το επιχειρεί καν; –  να ελέγξει τους νόμιμους και παράνομους μηχανισμούς εκμετάλλευσης και να προστατεύσει τους μετανάστες, αν και ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τις Αρχές και τη Γραφειοκρατία με μια μάλλον ανθρώπινη διάσταση, ίσως για να προσφέρει μια πλήρη εικόνα της ‘’πολιτισμένης’’ νέας βαρβαρότητας στην καρδιά της Ευρώπης.

Ο Σουλεϊμάν (έξοχος ο ερασιτέχνης Αμπού Σανγκαρέ, μετανάστης κι αυτός), θύμα ενός συστήματος εξανδραποδισμού με πολλούς υπεύθυνους, καταφεύγει στο ψέμα και στην απάτη από αφόρητη πίεση και απόγνωση, αναγκάζεται να υιοθετήσει ξένη ταυτότητα απεμπολώντας τη δική του και να υποδυθεί ένα ρόλο, αυτόν του πολιτικού πρόσφυγα, σε μια ιστορία που δεν είναι η δική του. Πόση από την ψυχική δύναμη, την ακεραιότητα και την ευγένεια του θα μπορέσει να διατηρήσει μέσα σε ένα μηχανισμό που τον υποχρεώνει να αυτοενεχυριασθεί για να γίνει αποδεκτός; Σε πόσες ιστορίες θα υποχρεωθεί  να πρωταγωνιστήσει, πέρα από την πραγματική που έζησε στην πατρίδα του, την πλαστή που υποκρίνεται πως έζησε, την παράνομη που ζει τώρα στο Παρίσι; Και ποια ιστορία τού μέλλεται να ζήσει αν ποτέ πάρει την άδεια παραμονής;

Ο Σουλεϊμάν, όπως ο ήρωας της ταινίας του Matteo Garrone ‘’Io Capitano’’  – με τον οποίο μοιράζεται την ίδια οδύσσεια φρίκης στο ταξίδι τους προς την Ευρώπη και κατά κάποιο τρόπο συνεχίζει την ιστορία του –, όπως εκατοντάδες χιλιάδες νέοι της Αφρικής και όχι μόνο, έχουν εύκολη διαδικτυακή πρόσβαση σε μια εξιδανικευμένη και εκμαυλιστική εικόνα της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, που λειτουργεί ως ακαταμάχητη πρόκληση για νέες ευκαιρίες, καλύτερο μέλλον, συμμετοχή σε μια ζωή που μοιάζει να απέχει έτη φωτός από τη δική τους στέρηση και δυστυχία. Στη συνείδηση τους η Δύση εγγράφεται ως η Γη της Επαγγελίας, χωρίς να υποπτεύονται το ανθρώπινο κόστος που θα χρειαστεί να καταβάλουν ως παράνομο (και ίσως αργότερα ως νόμιμο) εργατικό δυναμικό, μέχρι, και αν, φτάσουν σε αυτή.
Και κάποια στιγμή θα αναλογιστούν σε απελπισία, όπως ο Σουλεϊμάν: ‘’Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ’’ – κι αυτό είναι πραγματικά σπαραχτικό.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.