You are currently viewing Γιούλη Ζαχαρίου: Ρώμη, Ανοιχτή Πόλη  (1945) Ρομπέρτο Ροσελίνι

Γιούλη Ζαχαρίου: Ρώμη, Ανοιχτή Πόλη  (1945) Ρομπέρτο Ροσελίνι

Γιατί να δούμε ή να ξαναδούμε μια ακόμη στοιχειωμένη από τον θάνατο ταινία για τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, για την αντίσταση, και μάλιστα την ιταλική, στον φασισμό, έστω κι αν είναι η πολυβραβευμένη ταινία-ορόσημο του νεορεαλισμού του Ρομπέρτο Ροσελίνι και η αγαπημένη ταινία του Γκοντάρ και του Σκορσέζε; Ζούμε σήμερα μέσα σε ένα σκηνικό θανάτου μια εφιαλτική διεθνή πραγματικότητα με δυσοίωνες προοπτικές. Προς τι οι αναδρομές στη φρίκη του παρελθόντος;

Πρόκειται για μια ιστορία φυσικής και ηθικής επιβίωσης και συλλογικού αγώνα για την ελευθερία μέσα σε έναν ανήθικο και εξαχρειωμένο κόσμο. Εστιάζει στις δραστηριότητες, τις διώξεις και το τέλος μιας ιταλικής αντιστασιακής ομάδας και του στενού περιβάλλοντος της, μέσα στη φτώχεια και την ανασφάλεια, τους συμβιβασμούς και τις προδοσίες, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Ρώμη του 1944. Κεντρικοί ήρωες είναι ο αγωνιστής της αντίστασης Τζόρτζιο, ο ιερέας Δον Πιέτρο, που στηρίζει κρυφά τον αγώνα, και η Πίνα, μια έγκυος χήρα, μητέρα ενός δεκάχρονου αγοριού, του Μαρτσέλο.

Επειδή ως λαός δε διακρινόμαστε για τις ιστορικές μας γνώσεις, θεωρώ απαραίτητο να προτάξω  κάποιες στοιχειώδεις πληροφορίες. Την πτώση του Μουσολίνι στα μέσα του 1944 ακολούθησαν διαπραγματεύσεις των Ιταλών με τους Συμμάχους, που προκάλεσαν την εισβολή της Γερμανίας στη Β. Ιταλία και την ίδρυση της φασιστικής Δημοκρατίας του Σαλό, με επίσημη πρωτεύουσα τη Ρώμη, που διήρκεσε 19 μήνες. Στο διάστημα αυτό οι Σύμμαχοι πλησίαζαν από τη Ν. Ιταλία, ενώ η ιταλική αντίσταση ανέπτυσσε την ηρωική της δράση ενάντια στη γερμανική κατοχή. Η Ρώμη είχε κηρυχθεί ‘’ανοιχτή πόλη’’, δηλ. χωρίς στρατιωτική άμυνα ή προστασία, ως αντάλλαγμα για την παύση των βομβαρδισμών της. Οι Γερμανοί ναζί όμως έλεγχαν με τον φόβο και τη βία την πρωτεύουσα του καταρρέοντος πρώην συμμάχου τους. Στον τίτλο, ο Ροσελίνι δίνει στον χαρακτηρισμό της Ρώμης μια τραγική και ειρωνική διάσταση, ως πόλης ευάλωτης, ανοχύρωτης και ανυπεράσπιστης απέναντι στη ναζιστική θηριωδία, αλλά περήφανης και ανοιχτής στην προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος.

Το σενάριο της ταινίας, στο οποίο συνεργάστηκαν ο Φελίνι, ο Αμιντέι και ο Ροσελίνι, γράφτηκε τους τελευταίους μήνες της γερμανικής κατοχής και γυρίστηκε μέσα σε πέντε μήνες, σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ρώμης, με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό και με στερήσεις του σκηνοθέτη, σε παλιά γερμανικά ή αγορασμένα στη μαύρη αγορά φιλμ και με κλεμμένες φορητές κάμερες. Οι δυσκολίες των γυρισμάτων και τα επείγοντα αιτήματα του καιρού επιβεβαιώνουν τη θέση του σκηνοθέτη ότι ο νεορεαλισμός, που εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο επιδραστικά κινηματογραφικά κινήματα, ήταν προϊόν ανάγκης και οικονομικής στενότητας και όχι αισθητικών αναζητήσεων. Ο Ροσελίνι επιδιώκει να δώσει εικόνα στις νωπές ακόμη αναμνήσεις της κατοχής, να θυμίσει το συλλογικό τραύμα· απεικονίζει την ιστορική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση μέσα από  την καθημερινότητα της εργατικής και μικροαστικής τάξης, σε φυσικούς χώρους με φυσικό φωτισμό και με πολλούς ερασιτέχνες ηθοποιούς, σε σημείο να συγχέονται τα όρια μεταξύ κινηματογράφου και πραγματικότητας. Η ψύχραιμη όμως καταγραφή που επιβάλλει ο ρεαλισμός συνδυάζονται στην ταινία με τα έντονα συναισθήματα που απαιτεί το μελόδραμα.

Από πλευράς υποκριτικής, ξεχωρίζει η φυσική λάμψη, το τραγικό πρόσωπο και το αγέρωχο βλέμμα της Άννας Μανιάνι, που η γήινη παρουσία της γεμίζει πάντα την οθόνη, και η διακριτικά κωμική φιγούρα του Άλντο Φαμπρίτσι στον ρόλο του ιερέα Δον Πιέτρο, γνωστότατου κωμικού της μουσικής σκηνής και του βαριετέ, που αποδεικνύει ότι ο μεγάλος ηθοποιός μπορεί να ισορροπεί μεταξύ κωμικού και δραματικού με τον πιο φυσικό τρόπο. Οι ερμηνείες τους αποτελούν σκηνές ανθολογίας – αναφέρω ειδικά τη σκηνή της εκπληκτικής ιδιόμορφης ‘’pieta’’ των δύο τους στους δρόμους της Ρώμης.

Ο Ροσελίνι έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ηθική διάσταση του σινεμά, μέσα από την οποία προέκυπτε, κατά τη γνώμη του, η αισθητική διάσταση. Παρόλο που η συγκεκριμένη ταινία του είναι βαθιά ιδεαλιστική, ενδιαφέρεται κυρίως για την πραγμάτωση των ιδεών της ενότητας, της ειρήνης και της ελπίδας μέσα από τον αγώνα· παρά την εύλογη συναισθηματική φόρτιση του τόσο πρόσφατου οδυνηρού παρελθόντος,  δεν πέφτει στην παγίδα των ‘’ηρώων Ιταλών’’ και των ‘’άθλιων Γερμανών’’, αλλά παραθέτει όλη την κλίμακα των θετικών και αρνητικών στάσεων και των δύο. Παρουσιάζει την λαϊκή αντίσταση όπως ακριβώς ήταν, ως μια δύναμη που πηγάζει από τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που έχουν το σθένος να ανταποκρίνονται στις περιστάσεις με αυτό που θεωρούν ηθικό χρέος τους· αντίρροπες δυνάμεις συνενώνονται ενάντια στους ναζί: άθεοι και θρησκευόμενοι, ακόμη και εκπρόσωποι της Καθολικής εκκλησίας (που ήταν αντίθετη στην αντίσταση), αριστεροί, σοσιαλιστές ή απλώς και μόνο ηθικοί άνθρωποι, ακόμη και τα παιδιά, συνεργάζονται ενωμένοι ‘’από τον πόνο της εποχής’’ – με τα λόγια του σκηνοθέτη –  ενάντια στην αδικία και τη βαρβαρότητα, με την προσδοκία ενός κόσμου πιο ανθρώπινου.

Νομίζω ότι έχω έμμεσα απαντήσει στο αρχικό μου ερώτημα για τη σκοπιμότητα θέασης της συγκεκριμένης ταινίας σήμερα. Αν όχι, θα προσθέσω κάτι ακόμη: ξαναβλέποντας την πολύ πρόσφατα, δεν ένοιωσα, όπως την πρώτη φορά, περηφάνια για την ανθρώπινη ιδιότητα μου· ένοιωσα μόνο ντροπή.

 

 

Γιούλη Ζαχαρίου

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.