Η ηρωίδα της ταινίας είναι μια χήρα εβδομήντα ετών, πρώην νοσοκόμα, που ζει μόνη, μια και τα παιδιά της έφυγαν στο εξωτερικό. Τις νύχτες έχει δύσκολο ύπνο, τις μέρες μια ανιαρά επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα: ψωνίζει τα αναγκαία, μαγειρεύει μόνο για τον εαυτό της, φροντίζει τον κήπο της, βλέπει τουρκικές σειρές για να περνά η ώρα, περιμένει την επόμενη βιντεοκλήση από την κόρη της. Οι μέρες της είναι μονότονες και θλιβερές, οι φίλες της μένουν μακριά και οι μετακινήσεις δύσκολες· τις σπάνιες φορές που συναντώνται δεν ακούς παρά παράπονα για τις αρρώστιες τους και χιουμοριστικά σχόλια για τους άντρες. Η ηρωίδα μας νοιώθει ξένη μέσα σε έναν κόσμο που δε θυμίζει σε τίποτα τα χρόνια της νιότης της. Είναι μόνη και έχει ανάγκη από συντροφιά· και παίρνει την πρωτοβουλία να τη βρει.
Η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να είναι μια αντιπροσωπευτική ηλικιωμένη πολλών Δυτικών κοινωνιών, όπου η απομόνωση, η περιθωριοποίηση, η κοινωνική αορατότητα της Τρίτης ηλικίας είναι μια σκληρή αλλά παγιωμένη πραγματικότητα. Η ζωή γύρω τους αλλάζει με ρυθμούς καταιγιστικούς, οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες κάνουν ιλιγγιώδη άλματα και η αδυναμία των ηλικιωμένων να ακολουθήσουν και να προσαρμοστούν συναντά τη γενική αδιαφορία. Γι’ αυτό και η ανάγκη τους για συντροφιά και σύνδεση, η λαχτάρα να είναι ορατοί, αρεστοί και, γιατί όχι, επιθυμητοί, είναι επιτακτική. Η έκφραση αυτής της λαχτάρας από μια ηλικιωμένη γυναίκα, πόσο μάλλον η τόλμη της να πάρει πρωτοβουλίες για να την ικανοποιήσει, σκανδαλίζει πολλές Δυτικές κοινωνίες και γίνεται δεκτή με περιπαικτική συγκατάβαση ή έντονη αποδοκιμασία.
Όμως η Mahin, η ηρωίδα μας, δεν είναι μια γυναίκα του Δυτικού κόσμου, είναι Ιρανή και έχει να αντιμετωπίσει επιπλέον τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς του θεοκρατικού και πατριαρχικού ιρανικού καθεστώτος, που ακυρώνουν τη σωματικότητα της, και η παραμικρή παραβίαση τους επισύρει ποινικές κυρώσεις. Η Αστυνομία της Ηθικής ελέγχει τα ρούχα της, τη συμπεριφορά της, τις παρέες της, την ιδιωτικότητα του σπιτιού της. Η Mahin, πιο μόνη και πιο ανασφαλής από τις Δυτικές ομόφυλες της, θέλει να αποδράσει από την προσωπική εξορία της. Το ζευγάρι των Ιρανών σκηνοθετών Maryam Moghadam και Behtash Sanaeeha συναρτά το προσωπικό με το πολιτικό, τη μοναξιά των γηρατειών και την επιθυμία τους για ζωή και σύνδεση με τους περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας στο Ιράν και την ανάγκη της γυναικείας χειραφέτησης.
Η γενναία πρωτοβουλία της Mahin – καθόλου τυχαία, οι γυναίκες σε αυτές τις ηλικίες αποδεικνύονται πολύ πιο δυναμικές και τολμηρές από τους άνδρες – την οδηγεί στον συνομήλικο της Faramarz, έναν άνθρωπο που έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για συντροφιά και τρυφερότητα, αφού ‘’κανένας δεν τον βλέπει πια’’. Δυο μοναχικοί άνθρωποι συναντώνται· η προσέγγιση τους είναι στην αρχή αμήχανη και αδέξια, νοιώθουν διστακτικοί και ευάλωτοι, ιδιαίτερα ο Faramarz, μέχρι να αποκτήσουν μια ήρεμη οικειότητα. Το – παράνομο – κρασί της Mahin ανοίγει τις καρδιές, ενθαρρύνει τις εκμυστηρεύσεις: μιλούν για το παρελθόν τους, νοσταλγούν, εκφράζουν αμοιβαίο θαυμασμό και φροντίδα, συζητούν για το σεξ και τον φόβο του τέλους. Καθώς η βραδιά προχωρά, χορεύουν, γελούν, πίνουν, φωτογραφίζονται μέσα σε ατμόσφαιρα γιορτής και με μια αίσθηση απαγορευμένης περιπέτειας. Τολμηροί και απερίσκεπτοι, ενθουσιασμένοι σαν έφηβοι για το αδιανόητο δώρο που τους προφέρεται, διεκδικούν το μερδικό τους από μια όψιμη ευτυχία.
Το παρατηρητικό σκηνοθετικό βλέμμα αγκαλιάζει τους ήρωες με τρυφερό χιούμορ, ειλικρινή κατανόηση και βαθιά αγάπη, που αντανακλώνται στο ζεστό κύμα συναισθημάτων που διατρέχει τον θεατή. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες παρόμοιας θεματικής, δε φοβάται τον σκληρό ρεαλισμό και την πικρή πλευρά των πραγμάτων. Είναι μια ταινία χαμηλόφωνα ανατρεπτική, γεμάτη με μικρές πράξεις αντίστασης τόσο απέναντι στις προσωπικές επιφυλάξεις και αναστολές, όσο και απέναντι στην κοινωνική ανελευθερία και καταστολή. Ο ίδιος ο έρωτας, όπως άλλωστε και το χιούμορ, είναι ανατρεπτικός και απελευθερωτικός – ακόμη και στα εβδομήντα.
Πόσο άραγε μπορεί να κρατήσει αυτή η ευτυχία; Θα είναι οδυνηρά σύντομη ή θα χρωματίσει ευφρόσυνα τα τελευταία χρόνια της ζωής; Οι σκηνοθέτες έκαναν την επιλογή τους για προφανείς λόγους· μένει να την κρίνουν οι θεατές και να προτείνουν ίσως τη δική τους – αποφεύγω σκόπιμα τον σχολιασμό εδώ για να μην τους προϊδεάσω. Ανεξάρτητα πάντως από την οπτική γωνία και την κατάληξη της ταινίας, προσωπικά παίρνω μαζί μου τη μαγική γιορτή των μικρών στιγμών μιας ανέλπιστης και εύθραυστης ευτυχίας.