ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΔΥΣΛΕΚΤΙΚΟΥ
“Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, η μάνα δασκάλα, ο θείος δάσκαλος, η θεία δασκάλα, ο άλλος θείος δάσκαλος, ο παππούς από τη μάνα δάσκαλος, οι φίλοι τους δάσκαλοι, όλοι στον κόσμο ήταν δάσκαλοι.” (σελ. 9)
Έτσι ξεκινάει το βιβλίο του Γιάννη Πάσχου, γεννημένου στα Γιάννενα το 1954, με μια φράση που έχει ρυθμό και επανάληψη σχεδόν μουσική, «δάσκαλος, δασκάλα, δάσκαλος, δασκάλα…», σαν να παίζει κανείς κουτσό πάνω στα σκαλοπάτια μιας οικογένειας γεμάτης προσδοκίες.
Η φράση περιγράφει την έκταση του εκπαιδευτικού κεφαλαίου της οικογένειας, όχι μόνο της πυρηνικής, αλλά και της ευρύτερης: θείοι και θείες, παππούδες, αλλά και φίλοι αποτελούν φωτεινά παραδείγματα για τη δεκαετία του 60, φορείς γνώσης. Κι αν ακόμη δεν ακολουθούσε η φράση «όλοι έδιναν συμβουλές, παροτρύνσεις κι ευχές», και αν ακόμη ο συγγραφέας δεν μας περιέγραφε πως «παντού στο σπίτι υπήρχαν βιβλία, παντού όλοι έλεγαν δασκαλίστικα πράγματα, πάντα όλοι κάτι διάβαζαν, πάντα όλοι κάτι έγραφαν…», μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τις προσδοκίες όλων αυτών, την επιθυμία τους για μεταλαμπάδευση της γνώσης σε όλα τα παιδιά του κόσμου πόσο μάλλον στα της οικογένειας. Την πίεση επομένως που θα ασκούσαν στα νεότερα μέλη για αβγάτισμα του εκπαιδευτικού αυτού κεφαλαίου, όταν μάλιστα υπήρχε ένα λαμπρό παράδειγμα, πολύ φωτεινότερο από τους ίδιους, ο θείος Αγαθοκλής, πρύτανης στο Τορόντο και γι αυτό πανταχού παρών στις ευχές «Άντε, να γίνεις σαν τον θείο Αγαθοκλή».
Φευ, το παιδί, όπως μας μαρτυρά ο τίτλος του βιβλίου, ήταν δυσλεκτικό.
Σε μια εποχή που η δυσλεξία δεν υπήρχε ούτε σαν έννοια.
Και μολονότι καταλαβαίνουμε πλήρως τη συνθήκη, το «χαζός», το «τεμπέλης», το «πρόβλημα», ή όπως γράφει
«Υπήρχε η γνώμη του πατέρα προς τη μητέρα (μου): Εσύ θα τον καταστρέψεις…» που αργότερα γίνεται: «Εσύ τον κατέστρεψες» (σελ. 12)
Μολονότι λοιπόν όλοι μπορούμε να φανταστούμε τη συνθήκη στην Ήπειρο του 60, δεν μπορούμε να αφήσουμε το βιβλίο από τα χέρια μας.
Γιατί;
Γιατί κάπου εκεί γεννιέται η αντίσταση. Μια καθημερινή, μια πεισματάρικη αντίσταση, εκείνη που δεν κάνει ποτέ διάλειμμα. Η αντίσταση του παιδιού που επιμένει να υπάρξει. Και αυτή η αντίσταση με τη γραφή του Πάσχου γίνεται λογοτεχνία.
Το βιβλίο αυτό, όσο κι αν μιλά για δυσλεξία, δεν είναι βιβλίο για μια μαθησιακή δυσκολία. Είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, ένα bildungsroman που λέμε και στο συνάφι. Σε κάθε του σελίδα ξετυλίγεται το νήμα ενός ανθρώπου που μεγαλώνει – όχι μόνο σε ηλικία, αλλά σε κατανόηση και σε τόλμη. Που παλεύει να καταλάβει τι είναι, πού ανήκει, πώς θα σταθεί απέναντι στον κόσμο που τον κοιτά στραβά.
Κι όμως:
«Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχα σκοπό….Δεν είχα σκοπό να τελειώσω το δημοτικό, το γυμνάσιο, το πανεπιστήμιο, δεν είχα ποτέ σκοπούς και στόχους για τίποτε, όλα, μα όλα, τα έφερε η ζωή. Προσπαθούσα για κάτι χωρίς να είναι στόχος, κι ερχόταν το επόμενο.» [93]
Είναι λοιπόν κι ένα αντιηρωικό χρονικό. Όπου ο ήρωας δεν σκαρφαλώνει κορυφές επειδή το ήθελε, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Δεν μου άρεσε καθόλου που οι συμμαθητές μου περίμεναν πότε θα έρθει η σειρά μου να διαβάσω για να γελάσουν. Με γέλια πνιχτά, γιατί ήμουν δασκαλοπαίδι και φοβόταν μην τα μαλώσει η μάνα μου, εγώ όμως άκουγα τα τρανταχτά γέλια τους, όσο κι αν τα έκρυβαν, και στενοχωριόμουν. Είχα αρχίσει να αποκτώ ειδικότητα στο να ακούω αυτά που δεν ακούγονταν και να βλέπω αυτά που δεν φαίνονταν.» (16)
Και πώς μεγαλώνει κανείς μέσα σ’ αυτή τη σκιά;
Με στρατηγικές. Όχι διδασκαλίες.
Ο μικρός Ιοανίς ανέπτυξε από μόνος του εργαλεία επιβίωσης.
«έψαχνα να βρω έναν τρόπο να υπάρξω κι εγώ και, αφού αυτό δεν γινόταν με τους συνήθεις, συμβατικούς τρόπους, εφεύρισκα άλλους» (17)
Κι ένας από αυτούς τους τρόπους είναι το χιούμορ. Ένα χιούμορ σπαρταριστό, που ανατρέπει και διευρύνει διαρκώς τα όρια. Όπως όταν μαθαίνουμε ότι ξαφνικά ο περίφημος θείος Αγαθοκλής εξοβελίζεται από το οικογενειακό ευχολόγιο λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.
Αλλά ο καμβάς παραμένει δύσκολος, γεμάτος με σημεία θλίψης, ψυχικής σύν-θλιψης, στην παιδική ηλικία. Και ταυτόχρονα με σημεία διαρκούς αντίστασης.
«Το μότο «ας γίνει το παιδί ό,τι θέλει, δεν είναι ανάγκη να μάθει γράμματα» δυστυχώς γρήγορα ξεχάστηκε και η αιτία ήταν το ζαχαροκάλαμο. Αυτό το απαίσιο ανθρωποφάγο φυτό ακόμη και σήμερα το μισώ.
(παρένθεση: ήταν θέμα έκθεσης που έγινε αφορμή να τιμωρηθεί αυστηρά από τον πατέρα)
Και να φανταστείτε, όταν πήγα μπριγάδα στην Κούβα και άκουσα ότι θα πάμε να δούμε τις εκτάσεις με το ζαχαροκάλαμο, με έκοψε κρύος ιδρώτας.
Δεν το κούνησα ρούπι,
προφασίστηκα ότι θέλω να δω ξανά το μουσείο της επανάστασης κι άρχισα να τραγουδώ «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα» για να ξορκίσω το κακό, εναλλάξ με άλλα πατριωτικά άσματα, όπως το «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά» ή «Εμπρός της γης οι κολασμένοι» και ό,τι άλλο μου ερχόταν στο μυαλό» (24)
Στα πολύ δύσκολα σημεία του κειμένου μου είναι πολύ δύσκολο να αναφερθώ εδώ χωρίς να συγκινηθώ. Αλλά πάντα σχεδόν, διαπλέκονται με το γέλιο που βγαίνει αβίαστα. Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και η λεπτή ειρωνία διαπερνούν το κείμενο και κάνουν την αφήγηση απολαυστική, την εμπλουτίζουν με πολλά επίπεδα.
Πρόκειται ωστόσο για κλαυσίγελω.
Πραγματικά, δεν θυμάμαι σε άλλο κείμενο τον εαυτό μου την ώρα που διαβάζει να γελάει σπαρταριστά με το χιούμορ και ταυτόχρονα να τρέχουν τα δάκρυα:
για την ασφυκτική πίεση, την ντροπή, την ενοχή, τις τιμωρίες, το μαλάκωμα, την προσπάθεια ξανά και ξανά, την προσπάθεια ακόμη μια φορά, και ξανά την τιμωρία. Την απορία, την αγωνία, την αγκαλιά. Και όλα αυτά με εναλλαγές συνεχείς στην διάρκεια των τρυφερών πρώτων χρόνων της σχολικής ζωής. Προτού μπορέσει να βγάλει ο ίδιος τη γλώσσα της εφηβείας σε αυτούς που τον απέρριπταν.
Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και στο δράμα είναι από τις πολύ δυνατές στιγμές του βιβλίου, ενός βιβλίου που περιγράφει την αναπάντεχη διαδρομή του ήρωα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση και στην ωριμότητα, από την απόρριψη και την ήττα στα σχολικά θρανία μέχρι τις σπουδές σε ανώτατα ιδρύματα και την αναγνώριση που έχει κανείς ως καθηγητής ιχθυολογίας. Ή ως ποιητής. Ως λογοτέχνης. Ως γραφιάς, με μια ευρεία έννοια του όρου, ως ασκητής της γραφής, της πράξης που τόσο τον παίδεψε.
Της γραφής ως σωματικής άσκησης. Γιατί, όταν διαβάζει κανείς τις περιγραφές του για τη δυσανγνωσία, νιώθει την ένταση. Τα γράμματα που χορεύουν, που πολεμάνε, που εξαφανίζονται. Δεν είναι μια πνευματική δυσκολία. Είναι μια φυσική εμπειρία. Η σωματική διάσταση της γραφής – ένα μαρτύριο.
«Όταν επιχειρούσα να συλλαβίζω μια λέξη, τα γράμματα ήταν σαν να χτυπούσαν με ορμή το ένα πάνω στο άλλο και να διακτινίζονταν, να εξαφανίζονταν.»
Και παρ’ όλα αυτά, επιμένει. Γιατί, όπως λέει:
«Είχα μάθει να προσπαθώ, η προσπάθεια ήταν πλέον μια φιλική κατάσταση για μένα, για όλα προσπαθούσα από μικρός, πάντα προσπαθούσα διπλάσια και τριπλάσια από κάποιον άλλο.» (91)
Μα πού ακριβώς βρίσκεται η μαγεία της λογοτεχνίας, αν όχι στη δυνατότητα της να γίνεται το χωνευτήρι που τα χωράει όλα, το γέλιο και το κλάμα, την τρυφερότητα και την τραχύτητα, την αβάσταχτη ελαφρότητα αλλά και την βαθιά ανάλυση, κοινωνιολογική ή ψυχολογική, χωρίς τα θεωρητικά εργαλεία, αλλά με τη φαντασία και το χιούμορ που ανατρέπουν την πεπατημένη.
Είναι χαρισματική η πένα του Πάσχου. Το ύφος απλό, η γλώσσα γήινη μα καθόλου πρόχειρη, οι λέξεις κυλάνε φυσικά και χωρίς καμία επιτήδευση.
Γιατί αλήθεια, πόσες ώρες σεμιναρίων χρειάζεται κανείς για να μπορέσει να καταλάβει, να γνωρίσει την οπτική, να μπει στη θέση του παιδιού που δυσκολεύτηκε να υπάρξει σε ένα σύστημα φτιαγμένο με τρόπο ώστε αυτά τα παιδιά “να μην χωράνε”;
Παιδιά που εμείς οι εκπαιδευτικοί συναντάμε στις σχολικές μας τάξεις και τις περισσότερες φορές νιώθουμε αμήχανα να βοηθήσουμε;
ή που ως γονείς, δυσκολευόμαστε να αφουγκραστούμε;
Πόσες ώρες θεωρητικής γνώσης μπορούν να συμψηφιστούν με την ανάγνωση ενός χρονικού 97 σελίδων που μας κάνει να ταυτιζόμαστε με αυτό το παιδί, ακόμη και αν ήμασταν ορθογράφοι και καλοί μαθητές; Αυτό είναι το μεγαλείο της τέχνης- να συμπάσχουμε με τον ήρωα, να ζούμε μέσα από αυτή χίλιες ζωές, κι όχι μονάχα μία.
Γιατί τώρα η «δυσλεξία» δεν είναι η αδυναμία στην ορθογραφία ή στην προπαίδεια.
Τώρα γίνεται το σημείο εκείνο από το οποίο θα δούμε τον κόσμο: αυτό το διαφορετικό που κουβαλάμε και κρινόμαστε, αυτό για το οποίο δεν γινόμαστε αποδεκτοί ή παρόλο που υπάρχει, αγαπιόμαστε.
Είναι ένα σημείο που μας ενώνει, κι είναι το ίδιο της ζωής, ανεξάρτητα από τις όψεις που παίρνει και στα πεδία που γίνεται : είναι ο αγώνας, οι ήττες, η επιλογή που χρειάζεται διαρκώς να κάνουμε, καθένας μας και καθεμιά μας στο δικό της χωράφι: να σηκωθούμε ή να τα παρατήσουμε.
Το «χρονικό ενός δυσλεξικού» λοιπόν μιλά για την αξιοθαύμαστη πορεία ενός ανθρώπου που το σχολείο πετούσε εκτός μα αυτός επέμενε. Μέχρι τη στιγμή που συνάντησε τη γνώση που τον άγγιξε. Κι έγινε η περιέργεια και η αγάπη για την επιστήμη το όχημα που τον οδήγησε στις σπουδές στο πανεπιστήμιο, στην έρευνα, στην θέση του ως καθηγητή Ιχθυολογίας.
Αυτό είναι το φοβερό με τα bildungsroman, τις ιστορίες ενηλικίωσης: πώς μας επιτρέπουν να κοιτάξουμε πίσω, τον καιρό που καμία βεβαιότητα δεν υπήρχε, υπήρχαν μόνο πιθανότητες. Και να κοιτάξουμε τα υφάδια, να δούμε τα ψίχουλα στον δρόμο του Κοντορεβυθούλη, να δούμε τα σημεία του δρόμου, που κάποιες φορές είναι τυχαία. Όπως τυχαία ο μηχανουργός που κατέφυγε ο μικρός Γιάννης όταν διέκοψε το σχολείο στα 15 ήταν δύστροπος. Ώστε το ξύλο της μαθητείας να είναι εκείνο που θα τον οδηγούσε ξανά στα σχολικά θρανία.
Γιατί πίσω από ένα success story, πολλές φορές κρύβονται πολλές, πάμπολλες μικρές ήττες. Και τότε το να σηκώνεσαι και να προχωράς είναι τόσο σπουδαίο.
Είναι το bildungsroman που δίνει τον χώρο να νιώσουμε όλη την ευγνωμοσύνη για τις τυχαίες συναντήσεις που μας σημάδεψαν και μας προστάτεψαν όταν όλα έμοιαζαν χαμένα: κάποιοι δάσκαλοι, ή η ποίηση, ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Παλαμά και οι Ρομά που ακούνε εκστατικά έναν δυσλεκτικό που το σχολείο χλευάζει, να διαβάζει ποίηση.
«Ίσως όλα να ήταν γέννημα των επιθυμιών μου ή των επιθυμιών των δικών μου ανθρώπων που βαθιά αγαπούσα, ίσως όλα να έγιναν από μια μόνιμη ανάγκη αναζήτησης».
Σε αυτή την πορεία αναζήτησης ταυτότητας, το χρονικό ενός δυσλεκτικού είναι μια συγκινητική και χιουμοριστική, μια ειλικρινής και γι αυτό βαθιά κατάθεση, μια πυξίδα από όποια θέση και αν κοιτάξουμε: του παιδιού που αναμετριέται ή του ενήλικα που αναμετρά.