You are currently viewing Ιωάννα Σπηλιοπούλου: Κας – Καστελλόριζο

Ιωάννα Σπηλιοπούλου: Κας – Καστελλόριζο

«Ο ρινόκερος κι η ρέγγα ράβουν ροζ ριγάτη τέντα…» ‒ μουρμούριζε ρυθμικά  επιστρέφοντας γιαλό γιαλό από το τριθέσιο δημοτικό Καστελλορίζου. Εκτός από τα «Γεια σας κυρία!» τη συνοδεύουν νιαουρίζοντας η Ραραού και η Ριρίκα. Αγαπούσε από μικρή τις λέξεις με συνεχόμενα ρο, τύπου Τα γάργαρα νερά του Αραράτ. Και κυρίως το αρχαίο ρήμα α-ρα-ρί-σκω (συνδέω)· μα μόνο στο άκουσμά του όλα κυλούν και βρίσκουν τη θέση τους ταμάμ, πλάι στα ταιριαστά! (Η ίδια αποσυνδεδεμένη.)

«…ράβουν στη ραπτομηχανή μ’ ορμή
και τραγουδάνε ντο, ρε, μι…»

Πρώτη επιλογή της νεοδιόριστης το ακριτικό νησί  ̶ κλεισμένο σε ένα κουτάκι του χάρτη ̶ , κι ακόμη οι φίλες της στο Messenger: «Πόσα θα θυσιάσεις για τα μόρια του δυσπρόσιτου κι έναν έρωτα απροσπέλαστο;», «Περνάς φάση νέα Κυρά της Ρω, Μαρθάκι;». Είχε λίγους μαθητές, λιγότερες κουβέντες.

«…και ρε και ρία ρία ρο                                                                                                           τραγούδι να ʼχει πολλάααα ρο!»

Στα 27 της στη Μεγίστη των 9 τετραγωνικών χιλιομέτρων, των ούτε 500 κατοίκων, της ελάχιστης απόστασης από τις νοτιοδυτικές τουρκικές ακτές. Από την Κας δηλαδή. Πάνω από το κρεβάτι της ο χάρτης του Καστελλόριζου και της Κας, όπως τον σχεδίασε τον 16ο αιώνα ο οθωμανός θαλασσοπόρος Πίρι Ρέις (κάπου ανάμεσα η ίδια ανασαίνει). Kaşτελλόριζο.

Μάρτης. Διάφανη γαλανή γραμμή τεμαχίζει ουρανό και θάλασσα· ξημερώνει η πρώτη μέρα που δεν της τηλεφώνησε. Επίσκεψη με τους μαθητές της στο Αρχαιολογικό και Λαογραφικό Μουσείο, πάνω από το αναπαλαιωμένο τζαμί. Περπατώντας μετά ανάμεσα στα πολύχρωμα αρχοντικά ακούει Μάρκο ‒ «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και ψεύτικη η ζωή μας αφού…». Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Ξεπεσμένη δερβίσισσα προσπαθεί μάταια να μάθει από το app την αγαπησιάρικη γλώσσα τού εξ Ανατολών κινδύνου. «Ξεκίνα από λέξεις που ξέρεις ήδη: παζάρι παντζάρι παντζούρι χάλι χαλάλι» λέει εκείνος σε türlü αγγλοελληνικά. «Και από τα τραγούδια μας. Αχ, ψεύτη κι άντικε ντούνια π’ άναψες τον γκαημό μου… αμάν! Ό,τι ξέρω στη γλώσσα σας μου το έμαθε ο Μίκης».

Τόξο φωτιάς στον ορίζοντα ͘ κουδούνι για το σχόλασμα. Πρώτη εβδομάδα που δεν απάντησε.

Την ώρα που το φως αμήχανα γλιστρούσε στου δειλινού την άκρη, η Μάρθα ανέβαινε στο Καστέλο Ρόσο. Ρόδινη γέφυρα στις φλέβες των βουνών ως πέρα. Και στα κυκλώπεια τείχη φιγούρες Ιωαννιτών ιπποτών την κοιτούσαν να μασουλάει κατουμάρι (ναι, για αυτό ήρθα, φίλες μου!) και «Όσο είναι η νύχτα σκοτεινή έτσι ʼναι κι η καρδιά μου…».

Άμορφο κύμα μονολογεί τρύπιες συλλαβές βροντώντας από την απέναντι ακτή. «Τα λόγια σου ήταν άνθρωποι» ‒ κάποτε στροβιλίζονταν περιστρεφόμενοι δερβίσηδες λευκοντυμένοι· “Merhaba” demeden daha… «Σου ταιριάζει η Μεσόγειος/ Ιδρώνεις όπως ιδρώνουν και τ’ άστρα».

Μεσάνυχτα, φεγγάρι χρυσό ερωτηματικό  ̶ κυρία, το ’χετε με τα αινίγματα! το πρωί στο Μουσείο Γρίφων, η δασκάλα ένιωθε σαν τον Χότζα: είχε μείνει έξω ως αργά και βολτάριζε. Τον βλέπουν οι νυχτοφύλακες, ρωτούν τι γυρεύει τέτοια ώρα στους δρόμους, ίδιος φάντασμα. «Μπα, τίποτα, μου έφυγε η νύστα και ψάχνω να τη βρω!».

Θάλασσα μαύρη βαθυκύανη μαβιά. Ποια είναι η αλήθεια της; Έρχεται φεύγει, βότσαλα γυμνά κοχύλια αδειάζει. Ως την ανατολή τη χαράζουν ψαροκάικα ‒ η σημαία του νησιού ανεμίζει: η καρδιά συμβολίζει την αγάπη, η άγκυρα την ελπίδα, ο σταυρός την πίστη.

Πρώτος μήνας ‒ «Σεντέφι γίνε, δάκρυ μου, και κοραλλένιο αίμα». Μεταμορφώσου σε ένα από τα δελφίνια του Λυκίου πελάγους. Που κινούνται ελεύθερα παραβιάζοντας τα χωρικά ύδατα. Χωρίς σημαία. Ανάμεσα. Τα παιδιά κατάλαβαν την αδυναμία της στα σταχτοδέλφινα και γέμισαν έναν τοίχο της αίθουσας με ζωγραφιές τους. Αγαπούσε το γεμάτο γρατζουνιές σώμα τους ‒ ανένδοτοι μαχητές του γαλάζιου. Πέρυσι το καλοκαίρι στο κέντρο καταδύσεων της Κας-αρχαίας Αντιφέλλου εκείνη μιλούσε για τους άστεγους στον Πειραιά της (εκείνος: 175 νέες φυλακές χτίζονται στην Τουρκία), για τους πρόσφυγες στο Καστελλόριζό της, εξαθλιωμένοι κάποιοι βρήκαν καταφύγιο στον Άγιο Γεώργιο τον Φτωχούλη (Εμείς πάμε σε διαδήλωση και δεν ξέρουμε αν θα γυρίσουμε, καταλαβαίνεις;). Όχι λέξεις λοιπόν, μόνο ήχοι, κινήσεις, αισθήσεις. Ας μάθουμε να φερόμαστε σαν δελφίνια. Τρίψιμο των πτερυγίων: «Γεια σου, μου έλειψες!». Προσέγγιση: «Παίζουμε;».

Τώρα κυριακάτικο αρμένισμα με το καΐκι του καπετάν Κώστα προς τις νησίδες.

«Εσύ μου έμαθες να γράφω τη θάλασσα

Δεν αποχωρίζομαι το γαλάζιο μολύβι

Σαν ένα τρεχαντήρι που ξεκινά».

Πρώτα στο Ψωμί. Στάση στη Γαλάζια Σπηλιά. Να οι φώκιες! Να κι οι περιστρεφόμενοι δερβίσηδες λευκοντυμένοι: «En gü-zel de-niz

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή

που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει…

Αγάπη, ελπίδα, πίστη.

Σταλακτίτες οι νότες κατρακυλούν στο κλειστό κινητό. Ψυχραιμία ‒ ας ανατρέξουμε σε συνεχόμενα ρο: ωράριο, Τρεις Ιεράρχες, ερμάριο. Πιάσε και μια εραρόδου. Γιατί, Μαρθάκι; (πάλι οι φίλες της!) Αφήνει τον Μάρκο τον Φράγκο να εξηγήσει: «Αγαπώ τα μαύρα μάτια, που γυαλίζουν σαν διαμάντια…». Άνθρακας. Τα γνώρισε στο Interrail πριν από… μετρά τις μέρες ανεβαίνοντας μονάχη μες στη μοναξιά τα 401 (;) σκαλοπάτια του Αγίου Γεωργίου του Βουνού, στο Παλαιόκαστρο. Τα λαμπερά ματόκλαδα του Τεβφίκ. Εκείνος κάνει διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Boğaziçi της Κωνσταντινούπολης. Ένα Σαββατοκύριακο το μήνα ερχόταν στο πατρικό του, στην Κας. Εκείνη είχε πρωτοαντικρίσει στην τηλεόραση το νησί το 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε περήφανα από εδώ την υπαγωγή μας σε διεθνή επιτήρηση. Και το σκαρί μας κλυδωνίζεται. Ορθόπλωρο το καΐκι του καπετάν Κώστα, φουρτούνα μπουνάτσα, στα κύματα σαν γλαροπούλι.

Χαράματα η ώρα τρεις. «Εκείνη τι σκέφτεται τώρα,/ αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα;»… Στο όνειρό της το ποίημα του Τζαν Γιουτζέλ: καθρεφτίζονται σε μεταλλικό ουρανό οι σκιές των χεριών τους ενωμένες ͘ ξαφνικά απομακρύνονται στα σύννεφα σαν γλάροι. Σαν αιγαιόγλαροι.

(«Να μάθεις να πετάς

Αύριο ίσως

Μας πάρουν και τους δρόμους».)

Εκείνος τι σκέφτεται τώρα, αυτή τη στιγμή, τώρα, τώρα; Στο όνειρό του περπατά σε ένα στενό μονοπάτι, μέρα και νύχτα… τα σοκάκια περπατούν μέσα του, ακόμα και σε ένα δωμάτιο σαν κελί περπατά χιλιόμετρα  ̶  συνεχίζει το ταξίδι τραγουδώνταςUzun ince bir yoldayım“.

«Ομάδα φοιτητών πρόσφερε» διάβασε η Μάρθα εκείνο το πρωινό του Απριλίου «λουκούμια στη μνήμη των Τούρκων στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του κουρδικού θύλακα του Αφρίν. Αντιδρώντας, άλλοι φοιτητές ύψωσαν πανό με αντιπολεμικά συνθήματα: “Λουκούμια για εισβολή και σφαγή δε γίνεται”. Ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε ότι θα συλληφθούν και θα τιμωρηθούν παραδειγματικά οι τρομοκράτες φοιτητές. Παράλληλα, απείλησε και τους καθηγητές του πανεπιστημίου, τονίζοντας ότι θα έχουν την ίδια τύχη». Την ίδια τύχη… «Αυτός ο κόσμος είναι τροχός της τύχης, καλότυχος όποιος ξέρει να τον γυρίζει»: Bu dünya çarkıfelek tir, aşk olsun çevirene. Ήταν εκεί στη φωτογραφία, παρέα με τα αδέσποτα, μαύρα ρούχα, ζεσταίνοντας τα χέρια στη φωτιά της μεγάλης οργής και της άγιας ελπίδας. Mikrokozmoz.

«Είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει                                                              είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε».

Ηττημένος λεβάντες μες στην καταχνιά τής ψιθυρίζει τον αποχαιρετισμό. «Στους τοίχους βρε της φυλακής,/ σίδερα το κορμί μου» θα τραγουδούσε ο Μάρκος… Γίνε δελφίνι  ̶  το μισό ημισφαίριο του εγκεφάλου τους ξαγρυπνά και έτσι μπορούν να πλέουν και να αναπνέουν, θυμάσαι; Να προχωρούν στα υγρά σκοτάδια άφοβα  ̶  ακόμα και σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Από την αντανάκλαση των ήχων τους σχηματίζουν ακουστική εικόνα του περιβάλλοντος. Βλέπουν με τα αυτιά τους δηλαδή. Τι άτομα! Και τα σφυρίγματά τους ταξιδεύουν σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Χωρίς σύνορα.

Σαν όμορφα παιδιά ─«En güzel çocuk…»─ τα άστρα μπουσουλάνε στη μαύρη τρικυμία του ουρανού. Πάνω από τη Στρογγύλη αιωρείται η σελήνη ασημένια ─ υπερηχογράφημα της μήτρας της. «Τις πιο όμορφες μέρες μας/ δεν τις ζήσαμε ακόμα… En güzel günlerimiz…»

̶  Έχει δίκιο ο Ναζίμ Χικμέτ: «Πιότερο απʼ τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους αγάπησα».

̶  «Τα τραγούδια παίρνουν κάτι απ’ την ψυχή μας
και το μεταφέρουν στο στερέωμα…».

Καλά τα λέει ο Θανάσης  ̶  καρατσέκ.

̶  Ίσως θα τις ζήσουμε κάποτε μαζί εδώ, στο φάρο!                                                                       ̶  «…όπου αναβοσβήνει σαν θλιμμένο πάλσαρ
και το δρόμο δείχνει για τους ναυαγούς».                                                                                                                                          ̶

«Κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα,/ δε σ’ το ʼχω πει ακόμα»: μαζί με το μελτέμι ανασαίνει τη φωνή του.

 

 

Ευχαριστώ πολύ την Εύη και τον Ηρακλή Μήλλα (για τη γενναιοδωρία), τον Χρήστο Οικονόμου (για τις πρώτες λέξεις), τον Selim E. και τον Nâzım G. Περιέχονται αποσπάσματα κειμένων των Τζαν Γιουτζέλ (επιλογή-μετάφραση: Ηρακλής Μήλλας, εκδ. Γαβριηλίδη), Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση: Γιάννης Ρίτσος, εκδ. Κέδρος) και Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Ερωτευμένος, μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Στερέωμα). Η αναφορά στον Νασρεντίν Χότζα προέρχεται από το βιβλίο Ιστορίες και χωρατά από τη Μικρά Ασία και τον ελλαδικό χώρο (μετάφραση: Φαρούκ Τουντζάι, εκδ. Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού.

 

 

*Η Ιωάννα Σπηλιοπούλου είναι φιλόλογος.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.