Ο παλιός φούρνος
Στο μεγάλο πατάρι που ήταν μέρος του φουρνόσπιτου κοιμόταν καλά. Δίπλα του πάνω σε προβιές κοιμόταν η Φακούντα, η υπηρέτρια. Κοντά στο φούρνο, σε ένα παράπηγμα φτιαγμένο από πλίθες που την ημέρα χρησίμευε σαν υπόστεγο για τους μεροκαματιάρηδες, κοιμόταν η μαγείρισσα, η δόνια Καγιατένα.
-Βρωμάει ίντιο[1] και κρεμμύδια, είπε ο αφέντης στην πόρτα της κουζίνας.
Έπιασε ένα φανάρι και κατευθύνθηκε προς το πατάρι. Είδε τα πήλινα τσουκάλια, τα ξύλα στο πάτωμα, το βρώμικο νερό. Τίποτα όμως δεν τον εμπόδισε να φτάσει στο πατάρι.
-Α, ο διάολος! Ξύλο που του χρειάζεται, του στρώνουν και ωραίες προβιές στο πατάρι. Ο τιμωρημένος είναι πάντα τιμωρημένος, όπως αυτός εδώ ο ασπρουλιάρης, αν και υπηρέτης, εδώ τον υπηρετούν.
Ξύπνησε το παιδί πιέζοντάς το στο λαιμό με το μπαστούνι. Το μπαστούνι είχε στην άκρη του μεταλλική αιχμή. Το φανάρι φώτιζε ένα γύρω.
-Σήκω, ακολούθα με.
Το παιδί σηκώθηκε. Κοιμόταν με τα ρούχα. Ακολούθησε τον αφέντη.
Στην αυλή ρώτησε:
-Για πού;
-Για όπου θα ήθελες, άνθρωπε, αυτή τη νύχτα. Πόσων χρόνων είσαι;
-Στις 17 του Φλεβάρη θα γίνω εννιά.
-Νωρίς θα γίνεις άντρας. Κοιμάσαι καλά;
-Καλά κοιμάμαι.
-Κι εγώ καλά θα κοιμηθώ. Θα δεις.
Διέσχισαν τη μεγάλη αυλή του σπιτιού. Οι κάτασπρες πλάκες στο πάτωμα έμοιαζαν τη νύχτα να επιπλέουν* ξεχώριζαν τα ακανόνιστα σχήματά τους. Το σκοτάδι έφτανε στις πέτρες μόνο μέχρι ενός σημείου και το παιδί περπάτησε στην αυλή σαν πάνω σε πλάκες από ομίχλη. Στη μεγάλη, άδεια πλατεία όμως σιωπή κάλυπτε το κενό. Όλη την πλάση. Φυσούσε αέρας και οι δυο γιγάντιοι ευκάλυπτοι του κοιμητηρίου θρόιζαν λες και έψαλλαν.
-Πού με πας; Ρώτησε το παιδί.
-Εκεί που πρέπει να μάθεις αυτό που πρέπει να είσαι, ό,τι είσαι. Ακολούθα με!
Τον ακολούθησε μέσα από πολλά σοκάκια. Πάνω στις στέγες των εγκαταλελειμμένων σπιτιών και στις μάντρες των περιβολιών ξεχώριζαν οι κορμοί από κάποια άγρια ράμνα[2].
Σκαρφάλωσαν σε μια μάντρα. Ο αφέντης άφησε να πέσει μια πέτρα στο γόνατο του παιδιού:
-Σε πόνεσε; Το ρώτησε.
-Όχι. Έπεσε από κάτω.
-Ακολούθα με!
Το παιδί παρατήρησε ότι κατά μήκος της κορυφής μιας μάντρας είχαν κόψει τα ράμνα. Μετά χώθηκαν σε ένα στάβλο. Εκεί ήταν ένα παχύ γουρούνι, υπήρχε και ένα χορτάρι, σίγουρα ένα πράσινο λάπαθο. Οι γρύλλοι τραγουδούσαν ένα γύρω και το παιδί διέκρινε καθαρά τη διαφορά ανάμεσα στο γρύλισμα του γουρουνιού και στη φωνή των γρύλλων. « Ένας από αυτούς τους μικρούς γρύλλους κλαίει», σκέφτηκε. «Μπορεί να μην έχει πεθάνει. Εδώ ο Ιωνάς καρφώνει με ένα αγκάθι γρύλλους και τους αρμαθιάζει δυο δυο σε καλαμιά για να ζευγαρώνουν… Δόξα τω Θεώ μάλλον δεν έχει πεθάνει».
-Εάν είναι το σπίτι της κυρίας Γκαμπριέλα, της θείας σου! Είπε το παιδί ενώ από άλλο σημείο της μάντρας πηδούσε στην αυλή όπου άνθιζε ένας μικρός κέδρος.
-Ακολούθα με! Είπε και πάλι ο άντρας.
Άνοιξε με πολλή προσοχή την πόρτα προς το εσωτερικό του σπιτιού. Το έκανε για να μπει μέσα και το παιδί. Ήταν όλα πολύ σκοτεινά.
-Πιάσου από το πόντσο μου, του είπε.
Ο αφέντης κατευθύνθηκε σταθερά, χωρίς να διστάζει, προς το υπνοδωμάτιο της δόνια Γκαμπριέλα. Δεν ήταν ξέχωρα από τη σάλα, από όπου περνούσαν οι δυο τους μέσα στο σκοτάδι. Μόνο ένα χώρισμα ξύλινο τα χώριζε.
-Μην έρχεσαι μόνος. Μην έρχεσαι μόνος! Ποιον έχεις φέρει; Ρώτησε η δόνια Γκαμπριέλα.
-Το Σαντιάγο, μήπως και μάθει το σπουδαιότερο του Θεού. Μίλησέ της, νεαρέ. Να δει ότι έγινες άντρας πια!
-Εγώ είμαι, είπε εκείνο με φωνή που μόλις ακουγόταν. Ο πληγωμένος γρύλος και ο ευκάλυπτος ακούγονταν.
-Αντίχριστε! Νομίζεις πως θα σ’ αφήσω; Έτσι νομίζεις; είπε η γυναίκα.
Ο Σαντιάγο ένιωσε να βουίζει το κεφάλι του.
-Μου είναι αδιάφορο, είπε ο άντρας.
Άναψε ένα φανάρι.
-Κοίτα Σαντιάγο, είπε.
Μόνο ένα σώβρακο μακρύ του κάλυπτε τα πόδια.
-Τώρα ξαπλώνω. Τώρα, ακούς. Εάν θέλεις να βλέπεις, κοίτα. Εδώ είναι το φανάρι.
Και άρχισε το πάλεμα. Πάνω στο φαρδύ ξύλινο κρεβάτι ο άντρας και η γυναίκα πάλευαν. Ο άντρας της δόνια Γκαμπριέλα έλειπε ταξίδι σε μια πόλη μακριά πολύ από την ακτή. Αυτή είχε μάτια μικρά και φλογερά στο αδυνατισμένο, γεμάτο πόθο όμως, πρόσωπό της. Οι δύο της γιοι κοιμόνταν σε άλλο χώρισμα στην άλλη άκρη της σάλας. Ήταν φίλοι του Σαντιάγο.
-Δεν είναι θείος σου εξ αίματος, δον Πάμπλο, αυτός που έχει πάει ταξίδι; Είπε το παιδί χωρίς να δίνει σημασία.
-Πάψε βλάκα, αυτή εδώ αντιστέκεται σαν γελάδα που καταλαβαίνει ότι την πάνε για σφαγείο, άλλες φορές ήταν σαν ζεστό περιστεράκι. Πάψε σκύλε!
Ο Σαντιάγο άρχισε να συνηθίζει το σκοτάδι σαν να υπήρχε κερί. Έπιασε τα γόνατά του που έτρεμαν. Ήταν παγωμένα.
-Αν δεν βγάλεις από πάνω σου αυτό το σεντόνι, θα φωνάξω τους γιους σου να δουν ότι είμαι στο κρεβάτι σου. Να δουν! Με το τρία φωνάζω. Ένας άντρας δεν κολώνει με τέτοια, το αντίθετο. Εγώ ακόμα περισσότερο. Μετράω… ένα…, δύο…
Μιλούσε αργά και λύσσαγε.
Με το τρία όλα σταμάτησαν, ποτέ δεν θα θυμηθεί το παιδί για πόση ώρα.
Ο άντρας άρχισε να τρελαίνεται, να λέει αισχρές κουβέντες ενώ εκείνη έκλαιγε γοερά και προσευχόταν. Την ίδια στιγμή το παιδί αισθάνθηκε το πρόσωπό του να μουσκεύει. Το δεξί του χέρι γλίστρησε στην κοιλιά του που την ένιωθε παγωμένη. Δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο πια. Στο πάτωμα με το κορμάκι του παγωμένο άρχισε να προσεύχεται: « Συγχώρα με, Μανούλα, Παναγιά μου Παρθένα, συγχώρα με…»
-Η φωνή σου δείχνει ότι ευχαριστιέσαι, άκου παρότι προσεύχεσαι, άκου… είπε ο άντρας.
Το κλάμα της γυναίκας ακουγόταν πιο καθαρά τώρα, όπως υπόγειες νεροσυρμές πέφτουν κάποιες φορές ανάμεσα σε μαύρα βράχια χωρίς βλάστηση από ύψος εκατοντάδων μέτρων. Ξαφνικά πετάχτηκε όρθια και τρόμαξε το παιδί: «Φεύγω, φεύγω!», έλεγε ανάμεσα σε λυγμούς, όμως δεν μπορούσε να κάνει βήμα.
Στο δρόμο της επιστροφής δεν άκουσε το θρόισμα από τον τεράστιο ευκάλυπτο. Είχε τα χέρια του στις τσέπες. Ακολουθούσε από απόσταση τον αφέντη. Ο άντρας δεν προχώρησε άλλο στο δρομάκι που έστριβε. « Αύριο ή μεθαύριο θα είναι καλύτερα. Στον παλιό φούρνο», του είπε την ώρα που έκλεινε την πόρτα.
Στη γωνία σταμάτησε. Τα βουνά της μεγάλης πλαγιά άχνιζαν, αφού το φεγγάρι φώτιζε ακόμα και πριν φανεί. Φώτιζε με τον τρόπο που ξέρει. Το παιδί προχώρησε στο διάδρομο . «Έκλαιγες πιο πολύ ακόμα και από αυτούς τους λόφους, δόνια Γκαμπριέλα. Έτσι λένε, ότι τα δάκρια μπορούν να πλημμυρίσουν και βουνά. Μπορούν να πλημμυρίσουν, είναι σίγουρο, και μένα». Μονολογούσε το παιδί.
Βρήκε το πατάρι εύκολα. Ξάπλωσε ανάσκελα. Ένιωσε ότι το φως τον ζέσταινε υπερβολικά.
-Φακούντα!, φώναξε. Δος μου ένα τσαγάκι.
Στο στάβλο ο Χερόνυμο όρμησε στο δράστη όταν η νεαρή θυγατέρα του γαιοκτήμονα στεκόταν στο διάδρομο. Τη συνόδευε ο Σαντιάγο. Η κοπέλα τραγουδούσε καλύτερα και από καρδερίνα. Άστραφτε στο θολό και φουσκωμένο μεγάλο ποταμό, πλησίαζε τις απόκρημνες κορυφές που τα μάτια μόλις διέκριναν αλλά η καρδιά ένιωθε, τις έφθανε με το τραγούδι μέχρι να αγγίξουν το στόμα της τα άνθη του τριφυλλιού αυτού του κτήματος που, όπως διηγούνταν οι παλαιότεροι, ένας τραχύς ισπανός είχε φτάσει εκεί που ούτε οι ίνκας δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ο τραχύς ισπανός κατάφερε οι παλαιότεροι να κατασκευάσουν υδραγωγεία με σήραγγες και πότισε μια πλαγιά του λόφου. Και επιπλέον έπρεπε να φτιάξει και άλλες σήραγγες στις όχθες του πιο ορμητικού ποταμού, για να μπορεί ο κόσμος να φτάνει στη γη που αρδευόταν. Τώρα έδινε τριφύλλι, το καλύτερο σε όλη την επαρχία.
Ο γάιδαρος άρχισε να τρέχει γκαρίζοντας με τόσο ενθουσιασμό που το κορίτσι πάγωσε. Το μεγαλόσωμο γαϊδούρι πήγαινε, με το μόριο του ακόμα πιο τεράστιο, να βατέψει μια φοράδα που βρισκόταν στο στάβλο στην άλλη άκρη της μάντρας, λίγα μέτρα μακριά από τη δεσποινίδα που ήταν δεν ήταν δεκαεφτά ετών. Η φοράδα αισθάνθηκε την επέλαση του γαϊδάρου και άρχισε να στριφογυρίζει, να ανοίγει το στόμα, να δείχνει τα δόντια της, να πετάει την ουρά της από τη μια πλευρά. Ο επιβήτορας της έχωσε το μόριό του και δάγκωσε στην πλάτη τη φοράδα.
Τα δυο ζώα κουνιούνταν και το ποτάμι ορμητικό έγινε αίμα καθαρό, τρομακτικό που άρχισε ανεβαίνει από τα πόδια ως το μέτωπο της κοπελίτσας. Ο Σαντιάγο κοιτούσε, ήταν δέκα χρονών. Το είχε σκάσει από το σπίτι του προστάτη του, του μεγαλύτερου αφέντη του χωριού, του πιο ευυπόληπτου. Όμως εκείνο το αγόρι, αυτός το είχε κακομεταχειριστεί και το είχε κάνει υπηρέτη. Ο ιδιοκτήτης αυτού του μεγάλου αγροκτήματος του είχε προσφέρει καταφύγιο για λίγο καιρό. Το δέχτηκε σαν παιδί του θεού που ήταν.
Ναι εκείνη, η κόρη του γαιοκτήμονα, τραγουδούσε καλύτερα από τις καρδερίνες, αυτή τη στιγμή όμως βλέποντας το σάλτο και τις κινήσεις του επιβήτορα το πρόσωπό της κοκκίνισε ως τα αυτιά, όπως ένα κρίνο λευκό που μεταμορφώνεται ξαφνικά από τη μεγάλη ζέστη σε ένα κομμάτι του δειλινού. Και είναι το κόκκινο φως από το ίδιο το φως του ήλιου και του ουρανού αλλά ακόμα πιο έντονο. «Έτσι είναι, έτσι είναι , συγχώρησέ με Θεούλη μου». Είπε το κορίτσι χωρίς να το καταλάβει. Γύρισε το κεφάλι για να δει το Σαντιάγο. Εκείνος προτίμησε να κοιτάζει το κορίτσι παρά το γαϊδούρι, την ίδια στιγμή έκαιγαν τα μαγουλά του, την ίδια στιγμή το ποτάμι όρμησε στις φλέβες του λαιμού του για ξεθυμάνει εκεί όλη του τη δύναμη. Το αγόρι αισθάνθηκε αυτό που γινόταν στο πρόσωπο της δεσποινίδας και στράφηκε προς το μέρος της. «Και συ με κοιτάζεις ,κτήνος, του είπε. Γιατί με κοιτάζεις, ελεεινέ, ξενηστικωμένε…; Είμαι αηδιασμένη! Εσύ είσαι…»
-Όχι, να… ωραία δεσποινίς… Αντίο.
Ο Σαντιάγο έφυγε τρέχοντας προς το κιτρινωπό γεφύρι που γεφύρωνε εκείνο το ποτάμι που μόνο ο τραχύς ισπανός και οι παλαιοί μπορούσαν να χτίσουν. Από την άλλη πλευρά του γεφυριού άρχιζε η πλαγιά, γνωστή σε εκατοντάδες χωριά για τις τέσσερες σήραγγες, σε μια από αυτές χρειαζόσουν κερί για να περάσεις, και γιατί ήταν απότομη. Στα ζικ-ζακ που ανέβαιναν το γκρεμό, επίσης στο χρώμα της ώχρας, το περπάτημα του γαϊδάρου άρχιζε να γεμίζει ανησυχία και ταραχή την ψυχή του Σαντιάγο που έφερνε στο μυαλό του την εικόνα από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της κοπέλας.
Ευτυχώς που τρόμαξε. Αν δεν βιαζόταν, δεν θα του έφτανε η μέρα για να ανεβεί την πλαγιά και να φτάσει στο οροπέδιο. Από εκεί θα πήγαινε με φόβο μεν, από δρόμο σίγουρο δε, στο αφεντικό του. Κανένας δεν ήξερε τι σκοτείνιαζε περισσότερο την ψυχή του, το τρομακτικό μόριο του γαϊδάρου ή το κόκκινο χρώμα του προσώπου, που ποτέ δεν θα ήταν βρώμικο, εκείνης της κοπέλας που ήταν τόσο λευκή, όμορφη και αρκετά παρατηρητική. Η κοπελίτσα είδε το Σαντιάγο να τρέχει από το λιθόστρωτο μονοπάτι της αγροικίας στην πλαγιά προς τα κάτω. Και το παιδί ήταν ξυπόλυτο.
-Αδελφούλη, έλα!… Νόμισε πως φώναξε. -Εσύ είσαι άγγελος! Εγώ χειρότερη κι από φοράδα.
Και, όταν μέσα σε λίγα λεπτά το αγόρι χάθηκε στη στροφή του μονοπατιού κοντά στο ποτάμι, έτρεξε και εκείνη αλλά προς το παρεκκλήσιο της αγροικίας. Ανέβηκε στο μέρος που στέκεται η χορωδία. Άνοιξε μια μεσάντρα[3] όπου φύλαγαν τα μαστίγια για τις τιμωρίες της Μεγάλης Παρασκευής. Σήκωσε το φόρεμά της και κλαίγοντας άρχισε να μαστιγώνεται με μανία.
Το χρυσαφένιο ιερό, οι τοιχογραφίες και η οροφή φλέγονταν σαν μέσα σε σύννεφα καπνού. Στη δέκατη ή δωδέκατη βουρδουλιά άρχισε να κοπάζει το κλάμα. Μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο της Παρθένου στο μεγάλο ιερό. «Είσαι συγχωρεμένη, άκουσε να της λένε, ο Σαντιάγο πέρασε τις σήραγγες . Αυτό που σε βάραινε ως αμαρτία, έφυγε. Ξεκουράσου κοριτσάκι μου». Ξάπλωσε σε ένα παλιό στασίδι και ένιωσε κρύο. «Παναγιά μου… να… το γαϊδουράκι, τίποτα περισσότερο» ψέλλισε.
Την επόμενη μέρα κάλπαζε με ένα άλογο που χαιρόταν το δρόμο που ανοιγόταν, όχι μακρύ, το μοναδικό που υπήρχε στην άκρη των λιβαδιών με τριφύλλι. Πατούσε σταθερά στους ασημένιους αναβάτες .
Σμήνη από παπαγάλους έκρωζαν σε μεγάλο ύψος στο λιγοστό αέρα στο στενό πέρασμα. Τους έφτασε και ηρέμησε τραγουδώντας ένα αραουί[4] που το είχε μάθει στα κρυφά από εργατες που έσπαγαν καλαμπόκια. Στο τέλος του δρόμου δεξιά, άρχιζε ένας τέτοιος γκρεμός όπου το άλογο κατέβαινε με πολλή προσοχή. Εκεί στο γκρεμό, στα χαμόδεντρα φώλιαζαν σπάνιες τσίχλες που άφηναν μελωδικές μακρόσυρτες τρίλιες. « Σαντιαγκίτο, Σαντιαγκίτο…. Πού να είσαι;» αναρωτιόταν το κορίτσι στο άκουσμα μιας τσίχλας που κελαϊδούσε, « Σε τρόμαξα μια για πάντα». Το άλογο χλιμίντριζε. «Πρόσεχε περισσότερο για τη ζωή μου παρά για τη δική του». Σταυροκοπήθηκε και παρακαλώντας νε μείνει ψύχραιμη, βάλθηκε να ακούσει το κελάιδισμα των πουλιών που σε αυτόν το γκρεμό είχαν τέτοιο ενθουσιασμό. «Έτσι λένε τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια επίσης και στην κέτσουα διηγούνται… ότι τα ζώα ξέρουν».
Βαρέθηκε το κατέβασμα, έστριψε το άλογο και το σπιρούνισε για να ανεβεί στα τριφυλλολίβαδα με καλπασμό όμως πιο ελαφρύ γιατί η πλαγιά ήταν κακοτράχαλη.
Η όσφρηση του αλόγου είναι η όσφρηση του κόσμου.
Ο παλιός φούρνος είχε ακόμα τη σκεπή του και ήταν κλεισμένος με ένα παλιό λουκέτο.
-Σήκω! Πάμε στον παλιό φούρνο, ακολούθα με.
Ήταν η ίδια διαταγή. Τον ξύπνησε με την ίδια μεταλλική άκρη του μπαστουνιού.
-Ήξερες ότι η δόνια Γουδέλια νιώθει αηδία για τον άντρα της; Τον ρώτησε ο αφέντης στη γωνία. Ήξερες ότι αυτός είναι αδελφή;
Τα φύλλα του ευκαλύπτου θρόιζαν. Ολόκληρο το δέντρο στεκόταν μέσα στη νύχτα σαν να ήταν μόνο του, σαν το φεγγάρι δεν είχε βγεί παρα μόνο για εκείνο. Ωστόσο πολλά από τα φύλλα του θρόιζαν το καθένα μόνο για λογαριασμό του.
-Σου είπα; Ξαναρώτησε ο αφέντης.
-Δεν άκουσα. Γιατί θροΐζει;
-Σου έχω πει ότι η δόνια Γουδέλια κάνει σχεδόν μαύρη ζωή . Και τώρα σου επαυξάνω ότι ο Φαουστίνο, εκείνος που τρομάζει τα γατιά λέγοντας: «μιαουου!», είναι μαστροπός και πόρνος. Έχει φέρει από τη Σάντα Κρους ένα ωραίο κομμάτι για να ζεστάνει τη δόνια Γουδέλια.
-Δεν έχω μάθει κάτι.
Παρατήρησε ότι η σκιά του πύργου κάλυπτε τον ίσκιο ενός άλλου ευκαλύπτου και για αυτό το δέντρο δεν είχε ίσκιο. Ένα σπουργίτι σε μια κοντούλα ιτιά του κοιμητηρίου κελαηδούσε με πολύ ζωντάνια.
-Αυτό το σπουργιτάκι ξέρει. Μπορεί να μετακινήσει ακόμα και τον πύργο με το τραγούδι του.
-Είναι κακό σημάδι …Όταν αυτό το πουλί τραγουδάει τη νύχτα, μπορεί να συμβεί ένα παιδί στην ηλικία σου… οχτώ ή δέκα χρονών… να πεθάνει. Αυτό θα το ξέρεις βέβαια.
-Ξέρω εγώ το θάνατο. Έχει άλλη μορφή, όμως. Το σπουργίτι λένε γεννιέται από το νερό, από τις πηγές. Για αυτό όταν τραγουδά έτσι λάθος, τη νύχτα, η φωνή του έχει άλλη δύναμη…
– «Έχω κιόλας γνωρίσει το θάνατο εγώ…». Εμ, έτσι φαίνεται ότι χρειάζεσαι να μάθεις από μένα. Τώρα θα μάθεις ακόμα για τα καλά. Έχω καταλάβει ότι της δόνια Γουδέλια της αρέσουν τα μάτια σου και τα σκέλια σου.
Βγαίνοντας από την πλατεία και μπαίνοντας σε ένα δρόμο πολύ στενό ο κόσμος διαιρέθηκε σε γη και ουρανό. Έτσι από το δρόμο, όλο στα σκοτεινά, περπάτησαν μέχρι τον παλιό φούρνο.
-Σε ποιον δεν βγάζετε το μπολκάκι[5] σας, κυρία Γουδέλια. Σε όποιον δεν το κάνει! Σε όποιον δεν το κάνει!
Ο αφέντης της φώναζε από κοντά ενώ η γυναίκα του κτηνοτρόφου χόρευε με τον Φαουστίνο, στριφογυρνώντας. Μια λάμπα πετρελαίου φώτιζε από το άνοιγμα του φούρνου.
-Σε όποιον δεν το κάνει!
Αυτή το έκανε. Σταμάτησε, ενώ ο Φαουστίνο συνέχιζε να χορεύει πατώντας με τις ψηλές του μπότες που οι μεταλλικές τους αγκράφες άστραφταν. Έβγαλε το μπολκάκι,το πέρασε πάνω από το κεφάλι της και το πέταξε πάνω στην άρπα. Τα στήθη της έμειναν σε κοινή θέα. Ήταν τόσο λευκά, πιο πολύ κι απ’ το φεγγάρι, ακόμα πιο πολύ κι απ’ το τραπεζομάντηλο πάνω στο οποίο γευμάτιζε ο αφέντης. Και ακόμα περισσότερο καθώς, βγάζοντας τη μπόλκα, οι κατάμαυρες κοτσίδες έπεσαν ανάμεσα στα δυο της στήθη.
-Εγώ κάνω το ίδιο! Θα κάνω αυτό που πρέπει!, φώναξε ο αφέντης.
Κατέβασε τα παντελόνια του, ενώ ο Φαουστίνο συνέχιζε να χορεύει χωρίς να κοιτάζει, ήσυχος με τα μάτια κατεβασμένα. Έμεινε γυμνός από τη μέση και κάτω, ο αφέντης. «Κάνε αυτό που πρέπει, Σαντιαγκίτο!».
Πλησίασε τη δόνια Γουδέλια.Της σήκωσε τη φούστα.
-Αυτό όχι! Είμαι παντρεμένη και έχω μεταλάβει! Έχω μεταλάβει!
-Εγώ όχι. Εγώ πουτάνα όχι πια, δον Φαουστίνο. Δεν μεθάω με τίποτα, είπε η γυναίκα που ήταν ακουμπισμένη στο σαρακοφαγωμένο παγκάκι του παλιού φούρνου.
-Πέσε και άνοιξε τα σκέλια σου, διέταξε ο αφέντης. Διέταξεακόμα το Φαουστίνο και έναν άντρα που περίμενε καθισμένος στον ίδιο πάγκο πίνοντας αγουρδιέντε[6]. «Δεσποινίς» είπε σιγανά ο Σαντιάγο και τράβηξε προς τη πόρτα «δεσποινίς» ξαναείπε. Η πόρτα είχε πάνω της το κλειδί.
Ο παλιός φούρνος ήταν τεράστιος. Λειτουργούσε όταν εκεί, για χρόνια, έφτιαχναν ψωμί για δώδεκα χωριά. Το αγόρι ακουμπώντας στην καπνισμένη πόρτα είδε που έριξαν κάτω τη λευκή γυναίκα. «Καλύτερα να διαμαρτύρεται, Φαουστίνο. Γίνεται έτσι μεγαλύτερη η ευχαρίστηση». Άκουσε να λέει ο αφέντης, πεσμένος κιόλας πάνω στην γυναίκα του φτωχού κτηνοτρόφου. Η άρπα συνέχιζε να παίζει δυνατά. Ο αρπίστας ήταν τυφλός, ήταν όμως ονομαστός. Το κεφάλι του φαινόταν που έσκυβε στο σώμα του οργάνου. Η δόνια Γουδέλια άρχισε να κλαίει δυνατά. Και η άλλη το ίδιο, αυτή που έλεγαν ότι είναι πουτάνα. Τότε ο αφέντης, όπως κυλιόταν κάτω, είπε: «Βάλε τον Σαντιάγο πάνω στη μυξοπαρθένα. Άκουσες Φαουστίνο, του την έχω πληρώσει.».
H γυναίκα πλησίασε τον Φαουστίνο από το μέρος που η στέγη του παλιού φούρνου, μαύρη από τον καπνό, το σκίαζε αρκετά . Του επιτέθηκε με ένα κομμάτι από πλίθα, σκληρό σαν πέτρα. « Με χτύπησες στο μέτωπο; Θα γλύψεις το αίμα μου!», φώναξε ο Φαουστίνο και ύψωσε τις γροθιές του.
-Γιατί όχι, να!, λυπάμαι για σένα που κάνεις ό,τι θέλει αυτός ! Ό,τι ο αντίχριστος διατάζει, πρέπει να γίνει. Το νιάνιαρο;! Δεν το ‘χω ματααϊδεί. Το νιάνιαρο;! Χτύπα με μπροστά σε όλους, Φαουστίνο. Εσύ με έφερες από μακριά, από εκεί που ήμουν ήσυχη.
Ο Φαουστίνο πλησίασε στην πόρτα, ενώ η γυναίκα καθισμένη στο πάτωμα είχε αρχίσει να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα. Αυτός είχε στο πρόσωπο αίματα που, όταν άνοιξε η πόρτα του παλιού φούρνου, στο φως του φεγγαριού φάνηκαν ακόμη καθαρότερα.
-Πάρε δρόμο καλύτερα. Aυτή τη «τσουτσού» εγώ θα τη βάλω να γλύψει το αίμα μου.
Το παιδί αντιστάθηκε, το έσπρωξε για να βγει. « Έλα ψέματα, ψέματα σου λέω. Κι εγώ θα φύγω», του είπε χαμηλόφωνα. « Αυτή με χτύπησε στο μέτωπο με δύναμη και μάλλον εξ αιτίας σου. Ήθελα να της σπάσω το κεφάλι. Είμαι φουρκισμένος, δικαίως, αυτό ναι. Προχώρα, παιδάκι μου, φύγε».
Δεν έφυγε όμως. Έμεινε έξω. Άκουσε που η κοπέλα φώναζε, έβριζε, έλεγε κουβέντες αισχρές και προσευχόταν στη γλώσσα κέτσουα. Καθισμένος στην πόρτα ο Σαντιάγο κοίταζε το φως. Ο αρπίστας συνέχιζε να παίζει, τώρα όμως μπέρδευε τις μελωδίες. Στην πόρτα του παλιού φούρνου υπήρχε ένα πέτρινο σκαλί. Εκεί πάνω στην πλατιά πέτρα έπεφτε όλο το φως. Όμως σε τίποτα δεν ωφελούσε. Τα βουνά, τα ποτάμια…
Ποιος όμως ήταν ήρεμος με τέτοια πανσέληνο που φώτιζε στη μέση του ουρανού; Τουλάχιστον όχι εκείνος, το αγόρι, αφού…. «Όχι, δεν είναι τίποτα αυτός», έλεγε ο αφέντης. Σκότωσαν το αγόρι με το που άνοιξαν την πόρτα του παλιού φούρνου.
Σημ. της μεταφράστριας.
Ο Χοσέ Μαρία Αργέδας διακεκριμένος περουβιανός συγγραφέας, ποιητής και ανθρωπολόγος, γνωστός για τους στενούς δεσμούς του με τον κόσμο των Άνδεων. Αφιέρωσε τη ζωή του στην Εκπαίδευση, τον Πολιτισμό και την Ανθρωπολογία και από διακεκριμένες θέσεις. Υπήρξε καθηγητής σε Πανεπιστήμια του Περού, διευθυντής στον Οίκο Πολιτισμού και στο Εθνικό Μουσείο Ιστορίας. Το λογοτεχνικό του έργο, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, τοποθετείται στη λογοτεχνική τάση του Ιντιχενίσμο ( Indigenismo ).
Από τα σημαντικότερα έργα του: Los ríos profundos, Todas las sangres, El sexto.
[1] Ο ιθαγενής, αυτόχθων κάτοικος της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.
[2] Ράμνο. Θάμνος με μεγάλα αγκάθια σαν κλαδιά, τρικοκκιά ή λευκαγκαθιά.
[3] Εντοιχισμένο ντουλάπι
[4] Τραγούδι των ίντιος της φυλής κέτσουα
[5] Είδος γυναικείου εσωρούχου για το πάνω μέρος του κορμού
[6] Τοπικό αλκοολούχο ποτό.
