You are currently viewing Juan Rulfo (Jalisco de México,1917 – Ciudad de México 1986)  Colección de cuentos: El llano en llamas.  Diles que no me maten.  Μτφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Juan Rulfo (Jalisco de México,1917 – Ciudad de México 1986) Colección de cuentos: El llano en llamas.  Diles que no me maten. Μτφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

                    Πες τους να μη με σκοτώσουν

– Χουστίνο, πες τους να μη με σκοτώσουν! Να με σπλαχνιστούν. Έτσι πες τους. Aπό ευσπλαχνία, πες τους να το κάνουν.

-Δε μπορώ. Είναι εκεί ένας λοχίας που δεν θέλει να ακούσει λέξη για σένα.

-Καν’ το και  θα σ’ ακούσει. Bάλε όλη σου τη μαεστρία και πες του ότι αν  ήταν για να μας τρομάξει, καλά τα  κατάφερε. Πες του να το κάνει για τον Θεό που είναι πολυεύσπλαχνος.

-Δεν έχει να κάνει με το να σε τρομάξει  μόνο. Φαίνεται ότι  πάνε να σε σκοτώσουν στ’ αλήθεια. Και εγώ δεν θέλω να ξαναπάω εκεί.

-Πήγαινε άλλη μια φορά. Μόνο μια φορά ,να δούμε τι θα καταφέρεις.

-Όχι. Δεν έχω καμιά όρεξη, είμαι γιος σου εγώ. Κι αν πάω σ’ αυτούς ξανά και ξανά, στο τέλος θα μάθουν ποιος είμαι και μπορεί να τους τη δώσει και να με τουφεκίσουν και μένα. Είναι καλύτερα να αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι.

-Τράβα, Χουστίνο. Πες τους ότι θα έχουν  το κρίμα στο λαιμό τους. Τίποτα άλλο, αυτό να τους πεις.

Ο Χουστίνο έσφιξε τα δόντια και κούνησε το κεφάλι λέγοντας:

-Όχι.

Και έμεινε να κουνάει το κεφάλι για ώρα.

Ο Χουστίνο σηκώθηκε από το σωρό τις πέτρες όπου καθόταν και περπάτησε μέχρι την πόρτα της αυλής. Μετά γύρισε να πει:

-Καλά, πάω. Αν όμως για κακή μου τύχη με τουφεκίσουν και μένα, ποιος θα φροντίσει τη γυναίκα και τα παιδιά μου;

-Η Θεία Πρόνοια, Χουστίνο. Αυτή, θα σε γλιτώσει από αυτούς. Άντε  να πας εκεί και κοίτα τι θα κάνεις για χάρη μου. Αυτό τώρα είναι που επείγει.

Τον είχαν  φέρει τα χαράματα. Και ακόμα τώρα, παρότι προχωρημένη η μέρα,   ήταν εκεί. Δεμένος σφιχτά σε ένα παλούκι. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Είχε προσπαθήσει να κοιμηθεί λίγο για να ηρεμήσει αλλά του είχε φύγει η νύστα, όπως του είχε φύγει και η πείνα. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Μόνο να ζήσει. Τώρα που ήταν βέβαιος ότι θα τον σκοτώσουν, είχε τέτοια λαχτάρα να ζήσει, όπως κάποιος που μόλις αναστήθηκε. Ποιος να το ‘λεγε πως θα σκάλιζαν εκείνο το παλιό ζήτημα, τόσο παλιό, τόσο μακρινό, τόσο ξεχασμένο. Έτσι τουλάχιστον πίστευε ότι ήταν πια εκείνη η υπόθεση από όταν υποχρεώθηκε να σκοτώσει τον δον Λούπε. Καθόλου για το τίποτα, όπως ήθελαν να το βλέπουν εκείνοι από την Αλίμα, αλλά γιατί είχε τους λόγους του. Θυμόταν αυτός.

Ο δον Λούπε Τερρέρος, ο ιδιοκτήτης της Πουέρτα ντε Πιέδρα, για την ακρίβεια  ο κουμπάρος του, τον οποίο αυτός , ο Χουβένσιο Νάβα, έπρεπε να τον σκοτώσει για το εξής: Για να γίνει το αφεντικό της Πουέρτα ντε Πιέδρα και γιατί επίσης, αν και ήταν κουμπάρος του, του αρνήθηκε το λιβάδι για τα ζώα του.

Στην αρχή άντεξε, συμβιβάστηκε. Αλλά μετά λόγω της ξηρασίας και βλέποντας πώς του πέθαιναν  το ένα μετά το άλλο τα ζώα, βασανισμένα από την πείνα, και ο κουμπάρος του ο δον Λούπε να εξακολουθεί να του αρνείται το χορτάρι από τα βοσκοτόπια του, τότε ήταν που βάλθηκε να σπάσει το φράχτη και να σπρώξει το κοπάδι, τα κοκκαλιάρικα  ζώα, μέχρι τα βοσκοτόπια για να βοσκήσουν με την ψυχή τους. Και αυτό δεν άρεσε στο δον Λούπε και πρόσταξε να κλείσουν ξανά το φράχτη μην τυχόν εκείνος, ο Χουβένσιο Νάβα, έρθει ξανά να ανοίξει το πέρασμα. Έτσι τη μέρα έκλεινε το πέρασμα, τη νύχτα ξανάνοιγε πάλι και το κοπάδι ήταν εκεί, πάντα κοντά στο φράχτη, πάντα να περιμένει. Εκείνο το κοπάδι το δικό του, που πριν ζούσε μόνο μυρίζοντας το χορτάρι χωρίς να μπορεί να το δοκιμάσει.

Και αυτός και ο δον Λούπε διαπληκτίζονταν ξανά και  ξανά χωρίς να φτάνουν σε μια συμφωνία. Μέχρι που κάποια φορά ο δον Λούπε του είπε:

-Κοίτα, Χουβένσιο, έστω και ένα ζώο να βάλεις στο βοσκοτόπι, εγώ σου το σκοτώνω.

Και αυτός απάντησε:

-Κοιτάξτε, δον Λούπε, εγώ δεν φταίω αν τα ζώα ψάχνουν τη βολή τους. Αυτά είναι αθώα. Εδώ θα είναι κρίμα, αν μου τα σκοτώσεις.

Και σκότωσε ένα μοσχαράκι.

Αυτό έγινε πριν τριανταπέντε χρόνια, Μάρτιο μήνα, γιατί τον  Απρίλιο πια εγώ έφευγα στο βουνό, αφού υπήρχε  δικαστική απόφαση. Δεν  έπιασαν τόπο  ούτε οι δέκα αγελάδες που έδωσα στο δικαστή, ούτε η κατάσχεση  του σπιτιού μου για να του πληρώσω την αποφυλάκισή μου. Μέχρι τώρα πλήρωσα με ό,τι απόμεινε για να μη με κυνηγήσουν, αν και με κάθε τρόπο με κυνήγησαν μετά. Για αυτό ήρθα με το γιο μου να ζήσω σ’ αυτό το άλλο χωραφάκι που είχα και λεγόταν Πάλο ντε Βενάδο. Και ο γιος μου μεγάλωσε και παντρεύτηκε με τη νύφη μου την Ιγνάσια και έχει πια οχτώ παιδιά. Έτσι αυτή η παλιά υπόθεση κανονικά θα έπρεπε να έχει ξεχαστεί. Όμως, όπως φαίνεται, δεν έχει.

« Εγώ τότε υπολόγισα ότι με καμιά εκατοστή πέσος θα κανονίζονταν όλα. Ο μακαρίτης δον Λούπε ήταν μόνος, μονάχα με τη γυναίκα του και τα δυο αγόρια του, μωρά ακόμα. Η χήρα του επίσης πέθανε γρήγορα, πες από τον καημό της. Και τα αγοράκια τα πήραν μακριά κάποιοι συγγενείς. Έτσι λοιπόν από τη μεριά τους δεν είχα κανένα φόβο. Αλλά οι δικοί του ισχυρίζονταν ότι εγώ ήμουν υπό δικαστική επιτήρηση και υπόδικος για να με τρομάξουν και να συνεχίσουν να με κλέβουν. Κάθε φορά που κάποιος ερχόταν στο χωριό με ειδοποιούσαν :

-Έρχονται από εδώ κάποιοι χωροφυλάκοι, Χουβένσιο.

Και εγώ όπου φύγει φύγει για το βουνό, να κρύβομαι  ανάμεσα στις κουμαριές και να περνάω τις μέρες μου τρώγοντας γλυστρίδες. Συχνά έπρεπε να βγαίνω τα μεσάνυχτα, λες και με ξετρύπωναν σκυλιά. Αυτό κράτησε όλη  μου τη ζωή. Δεν ήταν ένας χρόνος ή δυο. Ήταν όλη μου η ζωή».

Και τώρα είχαν έρθει γι’ αυτόν, όταν πια δεν περίμενε κανέναν, αφού πίστεψε στη λησμονιά, χαρακτηριστικό των ανθρώπων, και ήλπιζε ότι τις τελευταίες του μέρες τουλάχιστον θα τις περνούσε ήσυχος. «Τουλάχιστον αυτό , σκεφτόταν, θα το πετύχω γέρος πια. Θα με αφήσουν ήσυχο».

Ήλπιζε σε αυτό με όλη του την ψυχή. Και τώρα του κόστιζε τόσο  να φαντάζεται ότι θα πεθάνει έτσι ξαφνικά, σ’ αυτό το στάδιο της ζωής του, μετά από τόσο αγώνα να γλυτώσει το θάνατο.

Να έχει περάσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής του με το να τραβιέται από το ένα μέρος στο άλλο δυστυχισμένος και τρομοκρατημένος, και όταν το σώμα του είχε αποκάμει πια και ήταν ένα απλό σαρκίο να  επιμένει  αργασμένο από την κακοπέραση των ημερών, τότε που  έπρεπε να κρύβεται από όλους.

Για κάθε ενδεχόμενο, δεν είχε δεχτεί ακόμα και να του φύγει η γυναίκα; Εκείνη την ημέρα που ξημερώθηκε με την είδηση ότι η γυναίκα του τού είχε φύγει ούτε που του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να βγει να την ψάξει. Άφησε να του φύγει χωρίς καν να ρωτήσει ούτε με ποιον ούτε για πού, αρκεί να μην κατέβει στο χωριό. Άφησε να του φύγει, όπως  είχε χάσει τα πάντα, χωρίς να βάλει το χέρι του. Το μοναδικό που του έμεινε πια να φροντίσει, ήταν η ζωή του και αυτή θα την προστάτευε πάση θυσία. Δεν ήταν δυνατό να αφήσει να τον σκοτώσουν. Δεν ήταν δυνατόν. Πολύ περισσότερο τώρα.

Όμως για αυτό τον είχαν φέρει από εκεί, από το Πάλο ντε Βενάδο.  Δεν χρειάζονταν να τον δέσουν για να τους ακολουθήσει. Αυτός προχωρούσε μόνος και μόνο από φόβο με τα χέρια δεμένα. Αυτοί κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να τρέξει, έτσι γέρικο κορμί που ήταν, με εκείνα τα κοκαλιάρικα πόδια σαν ξερά καλάμια που είχαν ξυλιάσει από το φόβο μην πεθάνει. Γιατί γι’ αυτό πήγαινε. Να πεθάνει. Σίγουρα τώρα. Του το είπαν.

Από πάντα το ήξερε. Άρχισε να νιώθει αυτό το  αίσθημα στο στομάχι, που το πάθαινε αμέσως κάθε φορά που καταλάβαινε να πλησιάζει το τέλος του και φαινόταν η αγωνία στα μάτια του και του πρηζόταν το στόμα, με όσα σκεφτόταν για το ρετσινόλαδο που έπρεπε να καταπιεί με το ζόρι. Και αυτό το πράγμα του έκανε τα πόδια ακόμα πιο βαριά ενώ το μυαλό του θόλωνε και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει χτυπώντας με όλη της τη δύναμη στα πλευρά του. Όχι,  δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι θα τον σκοτώσουν.

Έπρεπε να έχει κάποια ελπίδα. Κάπου θα μπορούσε να υπάρχει κάποια ελπίδα. Ίσως εκείνοι να είχαν κάνει λάθος. Μήπως έψαχναν έναν άλλον Χουβένσιο Νάβα και όχι αυτόν τον Χουβένσιο Νάβα;»

Περπατούσε σιωπηλός ανάμεσα σε εκείνους τους άντρες, με τα χέρια να κρέμονται στα πλευρά του. Ήταν ακόμα νωρίς τα χαράματα, χωρίς αστέρια. Ο αέρας φυσούσε απαλά, σήκωνε το ξερό χώμα και έφερνε και άλλο γεμάτο από εκείνη τη μυρουδιά, σαν από κάτουρο, που έχει η σκόνη στους δρόμους.

Τα μάτια του θάμπωσαν  με τα χρόνια, ήταν τώρα στραμμένα προς τα κάτω να βλέπουν τη γη εδώ, κάτω από τα πόδια του, παρόλο το σκοτάδι. Εκεί στη γη βρισκόταν όλη του η ζωή. Εξήντα χρόνια ζωής πάνω της, να την κλείνει μέσα στα χέρια του, να την έχει δοκιμάσει σαν να δοκίμαζε τη γεύση από το κρέας. Του πήρε ώρα  να την οργώνει με τα μάτια, να γεύεται κάθε σβώλο της σαν να ήταν ο τελευταίος, βέβαιος σχεδόν ότι θα ήταν ο τελευταίος.

Κατόπιν σαν να ήθελε να πει κάτι, κοίταξε τους άντρες που βάδιζαν μαζί του. Σκέφτηκε να τους πει να τον λύσουν, να τον άφηναν να έφευγε.

« Εγώ δεν έχω βλάψει κανέναν, παιδιά», πήγε να τους πει, όμως σώπασε. «Θα τους το πω λίγο αργότερα» είπε μέσα του. Και μόνο τους κοίταζε. Μπορούσε ακόμα να φανταστεί ότι ήταν και φίλοι του. Δεν ήθελε όμως να τους το πει. Δεν ήταν. Δεν ήξερε καν ποιοι ήταν. Τους έβλεπε στο πλευρό του να πηγαίνουν πλάι πλάι και πότε πότε να ψάχνουν για να δουν προς τα πού πήγαινε ο δρόμος.

Για πρώτη φορά τους είδε την ώρα που σουρούπωνε, εκείνη τη μουντή ώρα που όλα φαίνονται αχνά. Είχαν περάσει τις αυλακιές πατώντας το τρυφερό χορτάρι. Και αυτός είχε κατέβει γι’ αυτό το λόγο, για να τους πει ότι εκεί άρχιζε να μεγαλώνει το χορτάρι. Εκείνοι όμως δεν σταμάτησαν.

Τους είχε δει έγκαιρα. Πάντα είχε την τύχη να τα βλέπει όλα  στην ώρα τους. Θα μπορούσε να έχει κρυφτεί, να περπατήσει κάποιες ώρες στο λόφο και όταν εκείνοι θα έφευγαν να ξανακατέβει. Στο κάτω της γραφής το χορτάρι δεν θα γλύτωνε έτσι κι αλλιώς. Ήταν πια καιρός να πέσουν οι βροχές όμως τα νερά δεν φαίνονταν και το χορτάρι άρχισε να μαραίνεται. Δεν θα αργούσε να ξεραθεί τελείως.

Έτσι δεν άξιζε τον κόπο να έχει κατέβει. Να έχει μπλεχτεί με εκείνους τους ανθρώπους σαν είχε πέσει σε μια τρύπα που δεν θα ξανάβγαινε πια.

Και τώρα τους ακολουθούσε, αντέχοντας κάθε διάθεση να τους πει να τον αφήσουν. Ούτε τους έβλεπε στο πρόσωπο. Έβλεπε μονάχα τις σκιές τους που πότε κολλούσαν και πότε ξεχώριζαν απ ο αυτόν. Έτσι που όταν αποφάσισε να μιλήσει δεν ήξερε αν θα τον άκουγαν. Είπε μόνο:

-Εγώ ποτέ δεν έβλαψα κανέναν, αυτό είπε. Τίποτα όμως δεν άλλαξε. Καμιά από τις σκιές δεν φάνηκε να του δίνει σημασία. Ούτε που γύρισαν τα πρόσωπά τους να τον δουν. Συνέχιζαν το ίδιο σαν να ήταν υπνοβάτες.

Σκέφτηκε τότε ότι δεν είχε τίποτα περισσότερο να τους πει, επειδή είχε να αναζητήσει ελπίδες αλλού.  Άφησε ξανά τα χέρια του να πέσουν και μπήκε στα πρώτα σπίτια του χωριού ανάμεσα σε εκείνους τους τέσσερεις άντρες σκοτεινούς από το μαύρο χρώμα της νύχτας.

-Λοχαγέ μου εδώ είναι ο άνθρωπος.

Είχαν σταματήσει μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας. Αυτός με το καπέλο στα χέρια από σεβασμό περιμένοντας να βγει κάποιος. Αλλά βγήκε μόνο η φωνή:

-Ποιος είναι; ρώτησε.

-Αυτός από το Πάλο ντε Βενάδο,  συνταγματάρχα  μου. Αυτός που εσείς μας διατάξατε να φέρουμε.

-Ρώτα τον αν κάποτε έζησε στην Αλίμα, ξανάπε η φωνή από εκεί μέσα.

-Έι εσύ! Μήπως κατοικούσες στην Αλίμα; Επανέλαβε την ερώτηση ο λοχίας που στεκόταν μπροστά του.

-Μάλιστα. Πες τού του συνταγματάρχη ότι από εκεί είμαι και εγώ. Και εκεί ζούσα πριν από λίγο καιρό.

-Ρώτα τον αν γνώρισε τον Γουαδαλούπε Τερρέρος.

-Να, λέει, αν γνώρισες τον Γουαδελούπε Τερρέρος.

-Τον δον Λούπε; Βέβαια. Πες του πως ναι, τον γνώρισα. Πέθανε πια.

Τότε από εκεί μέσα η φωνή άλλαξε τόνο:

-Το ξέρω ήδη ότι πέθανε, είπε. Και συνέχισε μιλώντας σαν να μιλούσε με κάποιον εκεί, στην άλλη πλευρά του τοίχου από καλάμια:

-Ο Γουαδελούπε Τερρέρος ήταν ο πατέρας μου. Όταν μεγάλωσα και τον αναζήτησα μου είπαν ότι ήταν νεκρός. Είναι δύσκολο πράγμα να μεγαλώνεις γνωρίζοντας ότι η ρίζα από όπου μπορούμε να πιαστούμε για να ριζώσουμε είναι νεκρή. Με μας έτσι έγινε.

Μετά έμαθα ότι τον είχαν σκοτώσει με μαχαιριές, καρφώνοντάς του και ένα κέρατο βοδιού στο στομάχι. Μου διηγήθηκαν ότι ήταν δυο μέρες εξαφανισμένος και όταν τον βρήκαν πεταμένο σε ένα ρυάκι ακόμα ψυχομαχούσε και ζητούσε από τον υπεύθυνο να φροντίσουν την οικογένειά του.

Αυτό με τον καιρό φαίνεται να έχει ξεχαστεί, Κάποιος επιχείρησε να το ξεχάσουν. Αυτό που δεν ξεχνιέται είναι να φτάσεις να μάθεις ότι αυτός που το έκανε είναι ακόμα ζωντανός, τρέφοντας τη σάπια ψυχή του με τη ψευδαίσθηση ότι η ζωή είναι αιώνια. Δεν θα μπορούσα να τον συγχωρήσω, παρότι δεν τον γνωρίζω. Όμως το γεγονός ότι βρέθηκε στο μέρος που ξέρω ότι βρίσκεται μου δίνει το θάρρος να τελειώνω με αυτόν. Δεν μπορώ να τον συγχωρήσω όσο ζει. Δεν έπρεπε να έχει γεννηθεί ποτέ».

Από εδώ ως πέρα μακριά ακούστηκε πολύ καθαρά όταν μίλησε. Μετά διέταξε:

-Πάρτε τον και δέστε τον σφιχτά για κάμποσο, να υποφέρει και μετά τουφεκίστε τον!

-Κοίτα με , συνταγματάρχη μου! Παρακάλεσε αυτός. Δεν αξίζω τίποτα πια. Δεν θα αργήσω να πεθάνω κι από μόνος μου, εξαντλημένος και γέρος. Μη με σκοτώνεις…!

-Πάρτε τον, ξανάπε η φωνή από μέσα.

-…Έχω πληρώσει πια, συνταγματάρχη μου. Έχω πληρώσει χίλιες φορές. Μου τα πήραν όλα. Με τιμώρησαν  με πολλούς τρόπους. Έχω περάσει  σαράντα χρόνια να κρύβομαι σαν να έχω πανούκλα, να  τρέμει η ψυχή μου ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να με σκοτώσουν. Δεν μου αξίζει να πεθάνω έτσι, συνταγματάρχη μου. Άσε με, τουλάχιστον ο Θεός να με συγχωρέσει. Μη με σκοτώσεις! Πες τους να μη με σκοτώσουν!

Ήταν εκεί σαν να τον είχαν χτυπήσει, με πεταμένο το καπέλο του στη γη, να φωνάζει.

Κατόπιν η φωνή από μέσα είπε:

-Δέστε τον και δώστε του κάτι να πιει μέχρι να μεθύσει για να μη νιώσει τις τουφεκιές.

Τώρα επιτέλους είχε ξεψυχήσει. Ήταν εκεί στη γωνιά πεσμένος στη βάση του παλουκιού. Είχε φτάσει ο γιος του και ο γιος του ο Χουστίνο είχε πάει και είχε έρθει και τώρα ξανά πάλι.

Τον φόρτωσε πάνω στο γαϊδούρι. Τον τακτοποίησε καλά τον έδεσε στο σαμάρι μην τυχόν και πέσει στο δρόμο. Έβαλε το κεφάλι του μέσα σε ένα σάκο για να μην είναι το θέαμα κακό. Μετά έδωσε ένα δυο χτυπήματα στο γάιδαρο και έφυγαν με τα ζώα δεμένα από την ουρά, βιαστικά, για να φτάσουν στο Πάλο ντε Βενάδο νωρίς, να κανονίσουν την αγρυπνία για το νεκρό.

-Η νύφη σου και τα εγγόνια σου θα παραξενευτούν, έλεγε πηγαίνοντας. Θα σε κοιτάζουν στο πρόσωπο και δεν θα πιστεύουν ότι είσαι εσύ. Θα τους φαίνεσαι σαν να σε έχει φάει κογιότ, όταν σε δουν με αυτό το πρόσωπο γεμάτο τρύπες από τις τόσες χαριστικές βολές που σου έδωσαν.

 

 

 

Σημ. της μεταφράστριας:

Ο Χουάν Ρούλφο, μεξικανός συγγραφέας, σεναριογράφος και φωτογράφος θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές της ισπανόφωνης πεζογραφίας του 20ου αιώνα. Τα μυθιστόρημά του, Πέδρο Πάραμο, εμβληματικό έργο στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, με στοιχεία ρεαλισμού ωστόσο, θεωρείται από τα κορυφαία του είδους. Θεματική των έργων του η Μεξικανική Επανάσταση και ο Πόλεμος των Κριστέρος.
Χολαργός, Ιούνιος 2025.

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.