Ανάκεια
Καταμεσήμερο τραβάω τις βαριές κουρτίνες
Θέλω στην ιερότητα του σκοταδιού να σε μεταλάβω
Ματόκλαδα βαριά, κουρασμένος λύκος
Στο καφενείο ψιλοβρέχει την φωνή του Καζαντζίδη
Η Άννα πίσω από τον πάγκο ετοιμάζει τις προσφορές για τα Ανάκεια
Πέρασαν δυόμισι χιλιάδες αιώνες στρογγυλοί
Τίτλοι πετούν, στον αέρα μεθυσμένοι
Σου μεταγγίζω την λιγοστή χαρά μου με γλυκό νεράντζι
Πόνος με καίει.