Βροχερό ήταν το πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής στην πόλη, υγρή η ατμόσφαιρα και ο Νίκος περπατούσε σκυφτός στους στενούς δρόμους ανάμεσα σε σειρά αυτοκίνητα κολλημένα στην κίνηση. Η φόρμα του ήταν λερωμένη από μπογιές, τα μαλλιά του δεμένα πίσω κοτσίδα, τα μπράτσα του γεμάτα τατουάζ. Κουβαλούσε μια τσάντα με τα βαριά σύνεργα της δουλειάς, αλλά τα κατάφερνε καλά∙ ήταν γεροδεμένος, νέος στις αρχές της δεκαετίας των τριάντα, με στέρνο φαρδύ, έτοιμος να κάνει τον κόσμο δικό του. Για την ώρα, βέβαια, έπρεπε να τον βάψει.
Ο Νίκος σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρό σπιτάκι∙ η αυλή του φαινόταν παρατημένη και η πόρτα της αυλής σκουριασμένη. Την άνοιξε με προσοχή. Η σιδερένια πόρτα έτριξε και έπεσε. Ο Νίκος έκανε δυο βήματα πίσω, άφησε τα σύνεργα κάτω και τριγύρισε το σπίτι, ελέγχοντας τους τοίχους. Ξεφλουδισμένοι όλοι, έδειχναν τις φλεβίτσες τους∙ υγρές και ξεφτισμένες στην απόχρωση του διαβρωμένου χαλκού γρονθοκοπούσαν τα μάτια του. Κάθε τόσο σταματούσε και αναρωτιόταν αν ζουν άνθρωποι εκεί μέσα. Παραδίπλα από το σπίτι ένα σούπερ μάρκετ∙ άνθρωποι μπαινοβγαίναν σαν μυρμήγκια με τα κεφάλια σκυμμένα και τα βήματα βιαστικά. Ο Νίκος έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα κι έμεινε λίγο να κοιτάζει μέσα. Κάποια στιγμή φώναξε αν είναι κάποιος εκεί αλλά δεν απάντησε κανείς.
Ο Νίκος έκανε δυο βήματα μέσα στο γεμάτο εξογκώματα βρώμικο δάπεδο και τότε είδε στο μελαγχολικό μισόφωτο έναν άντρα κουλουριασμένο να κοιμάται καταγής. Με δυσκολία απαγόρευσε στον εαυτό του να τρέξει να τον αγκαλιάσει. Ο Νίκος έμεινε να τον κοιτά. Ξαφνικά ο άντρας πέταξε την κουβέρτα και σηκώθηκε έντρομος. «Τι κάνεις εδώ» τον ρώτησε αλλά ο άντρας δεν απάντησε. Μέσα του ξύπνησαν εφιάλτες, ασκοτείνιαστες νύχτες γεμάτες απόγνωση, γλιστρήματα σε παγερές γέφυρες, τσουχτερές μυρωδιές σκουπιδιών, κρωξίματα από γάτες, άκρες από γκρεμούς. Είχε ιδρώσει και έτρεμε σύγκορμος. Μόλις ο άντρας κατάλαβε ότι ο Νίκος ήταν τρομοκρατημένος, μουρμούρησε κάτι, έφερε δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες από το μέσα δωμάτιο και του έδειξε να καθίσει. Ο άντρας ήταν ειδήμων του θανάτου, έπαιζε καθημερινά μαζί του, γευόταν γουλιά γουλιά τη μοναξιά, την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Τα ζούσε στο πετσί του. Ο Νίκος κάθισε απέναντί του ασάλευτος. Πέρασε λίγη ώρα -του φάνηκε πολλή- και μετά άρχισε να του μιλά, με ένα χαμόγελο που έμοιαζε με μορφασμό ντροπής «ντρεπόμουν για χρόνια, είχα σαλέψει από την απελπισία και κάπου κάπου μούγκριζα. Το πρόσωπό μου ήταν άγριο, η φωνή μου -είχα φωνή;- δεν έβγαινε, στοίχειωνα, ξεραινόταν το σάλιο μου μέχρι που μια νύχτα ένα χέρι με τράβηξε προς τα πάνω. Βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου κι ακουμπούσα σε σεντόνια. Απ΄ το παράθυρο του δωματίου έβλεπα στο βάθος εργοτάξιο με γερανούς, πιο πέρα ανθρώπους να περπατάνε, πιο κάτω τη θάλασσα, ναι τη θάλασσα. Το όνομά μου είναι Νίκος. Είμαι μπογιατζής».
Ο Νίκος έσκυψε προς τη μεριά του άστεγου άντρα και ένιωσε τη ζεστή παλάμη του πάνω στη δική του. «Έχουμε δουλειά, φίλε» είπε τότε και έβγαλε δυο βούρτσες από την τσάντα του. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Η αντίδρασή του Νίκου σόκαρε τον άντρα. Μεγάλα γυαλιστερά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του.
Η βροχή εντεινόταν. Σιγά σιγά, οδηγούσε σε έναν βιβλικό κατακλυσμό. Ο Νίκος άρχισε να σπατουλάρει τους τοίχους. Ο άντρας από πίσω έκανε ό,τι έβλεπε.
Το απόγευμα ο Νίκος τα μάζεψε. «Αύριο πάλι», είπε, «και μετά το Πάσχα, πια…» του άφησε ένα χαρτονόμισμα και έφυγε μέσα στη βροχή. Ο άντρας τον κοιτούσε καθώς έφευγε.
Στο σπίτι ο Νίκος έμεινε για ώρα μπροστά στον καθρέφτη στο χολ. Είδε ξανά τον πατέρα του να τον πετάει έξω από το σπίτι, τη μάνα του να στέκεται από πίσω του και να κλαίει, τον ίδιο να στέκεται μόνος και να μαστιγώνεται κάθε φορά που βρίσκεται με έναν άντρα, κάθε φορά που είναι ο εαυτός του. Είχε πια κουραστεί. Άνοιξε το παράθυρο και είδε τον κόσμο που γυρνούσε από την Εκκλησία. Ήθελε να πιστεύει ότι φέτος θα γίνει κι άλλο θαύμα που προοριζόταν μόνο γι’ αυτόν. Ένα ζεύγος γερόντων ερχόταν προς την πόρτα του. Ήταν οι γείτονες. Η γυναίκα άφησε κάτι στην πόρτα. Ο Νίκος έμεινε να τους κοιτάζει. Άνοιξε την πόρτα, όταν πια το ζευγάρι είχε απομακρυνθεί και πήρε δυο κομμάτια πίτα που του άφησαν. Κι ύστερα έμεινε στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση που τρεμόφεγγε, καταπίνοντας την μπίρα του και βράζοντας στην κρυφή, εξαίσια φύση του.
Κάναν καλή δουλειά, σήμερα…