(κανένας δεν βγήκε σοφότερος. Μόνο λιγότερο μόνος).
Ένα μακρύ τραπέζι με κύπελλα. Στο κέντρο ένα φανάρι. Γύρω γύρω γυναίκες και άντρες. Το φως είναι χαμηλό -μια ανάσα πριν το σκοτάδι. Το κρασί ρέει αργά. Ο χρόνος έχει σταματήσει ή απλώς δεν ενδιαφέρεται.
Πλάτωνας
Αν έχεις μάθει μαύρο να βλέπεις
και σπόρους του φυτεύεις στο χώμα
-είναι μια στάση ζωής-,
σκοτάδι θ’ ανθίζει μέσα σου μόνο και
στο σκοτάδι θα ζεις γιατί
δεν τόλμησες
-έστω- μία φορά το φως ν’ αγκαλιάσεις.
Κοίτα τ’ αστέρια, όμως, πως λάμπουν!
Έτερος Συμποσιαστής
(απαντά με ειρωνεία)
Η νύχτα δεν είναι εχθρός∙
είναι παλάμη ενός θεού στα βλέφαρά σου, Πλάτωνα, και
το φως, φίλε μου,
κατακτητής είναι της νύχτας.
Συμβουλή σου δίνω, μην πας με νικητές∙
ζέχνουν αλαζονεία και
τους ανθρώπους άφησε
όπου αγαπούν να πιαστούν
αυγή να ονομάζουν
ό,τι θέλουν.
Η Σωκράτισσα
(σκουπίζοντας το στόμα της απ’ το κρασί. Η φωνή της μαστιγώνει)
Φράγκο δε δίνετε για την αλήθεια
σας νοιάζει μόνο η άποψή σας
το πρόσωπο στην άμμο χώνετε
καταμεσής στο φως
λαχταρώντας στο φόβο να ζείτε
Τίποτε να σας σώσει δεν μπορεί!
Αναρωτιέμαι αν βλέπετε ή αν απλώς θυμάστε.
Το μαύρο είναι το όριο του φωτός.
Διογένης
(κρατώντας το φανάρι του αναμμένο μέρα μεσημέρι, κοιτά χωρίς να βλέπει)
Εσύ, που υψώνεις τη φωνή για το φως
θα έσβηνες το πρώτο αστέρι που κάνει σκιά
στην αυλή σου.
Κι εσύ που αγαπάς το σκοτάδι
όταν ο φόβος σε κόβει
ψάχνεις το φως και κοιμάσαι.
Άνθρωπο ζητώ που στο απέραντο ισορροπεί
να πιαστεί από ένα θέλω
ξυπόλητος να τρέξει σ’ ένα μπορώ
(πίνει μια γουλιά κρασί).
Ούτε έναν δεν βρίσκω.
Ο Μεθυσμένος Μάντης
(μπαίνει παραπατώντας, γελάει μόνος του, μετά σιωπά)
Έρχεται καιρός που δεν θα σημαίνουν τίποτα
όλα αυτά∙
το σκοτάδι σάς κρύβει
ό,τι φωτίζει σάς μαρτυρά.
Σβήσε, Διογένη, το φανάρι∙
ένα φως τρεμοπαίζει
μέσα μας.
(Ο Μάντης ακουμπά το δάχτυλο στα χείλη)
Ὁ Σιωπηλός
(δεν μιλά. Μα είναι παρών)
Η Ποιήτρια
(κρατάει σημειώσεις)
Λέξεις σκιές αναπαύονται στο δέρμα μου
σταλάζουν νέκταρ
στο σκοτάδι μου μα
σαν απλώνω τα χέρια στο φως
κυνηγημένη τρέχω να σωθώ∙
το φως με διαμελίζει .
Το ξέρω∙ τα σκοτάδια δεν είναι η λύση
μέσα τους υπάρχω μισή
ολόκληρη δεν είμαι.
Εκείνη την ώρα μια ηλιαχτίδα
πέφτει επάνω της τρυφερά
τις πληγές της επουλώνει.
Η ποιήτρια τα μάτια ανοίγει
την ακολουθεί και
ανυψώνεται.
Σιγά σιγά ακόμη και το σκοτάδι μυρίζει φως
Το κρασί τελείωσε.