You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, Νοτιοανατολικά της Ποίησης. Εκδ. Μανδραγόρας

Κλεονίκη Δρούγκα: Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, Νοτιοανατολικά της Ποίησης. Εκδ. Μανδραγόρας

Λέω να πάμε «Νοτιοανατολικά της Ποίησης»

να συναντήσουμε την ποίηση του Τριαντάφυλλου Η. Κωτόπουλου

 

Ένα ιδιαίτερο περιβάλλον για τη δημιουργική συνάντησή μας με τον Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο είναι η εντυπωσιακή, υψηλής αισθητικής έκδοση (Μανδραγόρας/2025) των ποιημάτων του υπό τον τίτλο «Νοτιοανατολικά της ποίησης». Ο κειμενικός κόσμος της ποιητικής σύνθεσης φαίνεται να αντιστοιχεί σε μια εκτενή θάλασσα, εκεί στο Νότο (που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο), σε ένα κράμα στοιχείων τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή. Η ποιητική του συλλογή με την ευρηματική αποτύπωση λυρικού συνδυασμού έχει τη δύναμη να εκφράζει βαθιά συναισθήματα, σκέψεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις, να αγγίζει τα μύχια της ψυχής, καδράροντας εικόνες στο δυνατό φως του καλοκαιριού ή το λιγοστό φως του χειμώνα, βιωματικά, απροσδόκητα, ευρηματικά και απολαυστικά.

Η Συλλογή, καθόλα ανθρωποκεντρική, αναστοχαστική στα ανθρώπινα, διέπεται από μια ενότητα που τη σκηνοθετούν και τη διαμορφώνουν οι ημερολογιακοί μήνες.

Τον Γενάρη, μήνας που λειτουργεί ως χρονοσήμανση, όλα είναι δρόμος «Εν αρχή ην ο δρόμος ο γεμάτος σκέψεις»  και εσωτερική αναζήτηση. Ο δρόμος, όμως, δεν είναι εύκολος, καθώς συχνά πυκνά οδηγεί σε  τούνελ «…Κάποτε φανταζόμουν το σπίτι σου μετά τα τούνελ/ Το διέσχιζα ολόκληρο…» και συνιστά ένα υπαρξιακό ταξίδι, ένα εσωτερικό οδοιπορικό προς έναν «προ-ορισμό» τα τούνελ και ανεπίδοτα μηνύματα «…μηνύματα αναπάντητα και σχέδια μισοτελειωμένα…» που γίνονται σύμβολα για συναισθηματικά ταξίδια και ανεκπλήρωτες επιθυμίες για τον ποιητή αλλά και για τον αναγνώστη. Είναι η μετάβαση από το φως στο σκοτάδι και πάλι πίσω -μια διαδρομή εσωτερική- που συνδέεται με τη θάλασσα και το αεράκι που φέρνει την αλμύρα στο στόμα.

«…Εν αρχή είναι ο έρωτας…».Η τοποθέτηση του έρωτα στην αρχή των πάντων «νοτιοανατολικά της ποίησης / νοτιοανατολικά του κορμιού σου» δημιουργεί ένα ποιητικό γεωγραφικό στίγμα. Εκεί, σ’ αυτό το φαντασιακό «νοτιοανατολικό» το υποκείμενο συναντά τη συγγραφή, τη σωματικότητα, την έλλειψη και τη δημιουργία μαζί. Καμιά ποίηση, όμως, δεν μπορεί να σώσει τον ποιητή -και όλους όσοι κι όσες συμπάσχουμε- από τον Φεβρουάριο, ένα μήνα που λειτουργεί ως «συναισθηματικός οδοδείκτης» (Ρίχαρντ Βάγκνερ), καθώς μέσα του κλείνει «..κοφτερές λαμαρίνες / λαιμητόμους χημικά / λάμψεις…». Σε τέτοιες περιπτώσεις «Το ποίημα είναι ανήμπορο να δώσει το φιλί της ζωής».

Ο Μάρτης ανοίγει δρόμο για ακαδημαϊκές συζητήσεις και προβληματισμό για τις σκακιστικές κινήσεις ενός πρύτανη με θάρρος βορειοδυτικό , ενώ από την άλλη μεριά της σκακιέρας παίζει ο ίδιος ο ποιητής «…που περιμένει να διαβάσεις το πρώτο του ανορθόδοξο άνοιγμα», που γράφει ιστορία και γράφει για την ιστορία μονιασμένος με ό,τι γίνεται ή δεν γίνεται. Στον κατεξοχήν μήνα της άνοιξης, τον Απρίλη, ωστόσο, ο ποιητής μιλά μόνο για φως και θάλασσα, κάνοντας μια ωδή στην αιώνια άνοιξη που φέρνει η αγάπη και πάντα υπόσχεται νέα ταξίδια «…περισσεύει η ποίηση στη μεγαλύτερη μέρα της αγάπης μας σ’ αυτήν που ένα κομμάτι ουρανός ρούχο καθαρό ανοιγοκείνει στα βλέφαρά σου την άνοιξη τη σωστή που μου άφησες…» Η σωστή άνοιξη είναι μια διαρκής άνοιξη, ένα κομμάτι καθαρού ουρανού στα βλέφαρα, μαρτυρία της αγάπης που δεν τελειώνει ποτέ. Τον ίδιο μήνα ο ποιητής σκύβει το κεφάλι με θρησκευτική κατάνυξη κι αναζητά εξιλέωση από το Θεό και τους ανθρώπους, συμμετέχοντας στα πάθη του Χριστού, αναφωνώντας  τα λόγια του ποιητή Λειβαδίτη «Σάββατο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός Ανέστη». Τον Μάη πάλι βγάζει την ψυχή του σεργιάνι έξω «…φυσάει ένα αερικό γύρω μου… μου ζητάς την ψυχή μου επίμονα δεν τη δίνω σε κανέναν πως να το πω» και τότε η ψυχή του γίνεται σαν μια καλλιτεχνική σύνθεση που δεν θέλει να περιοριστεί από καμία οπτική γωνία, θέλει να μείνει δική του «…Επιμένεις με λήψεις από κάθε γωνιά που με σαστίζουν…». Ο ποιητής, βεβαια, παραδίνεται στον έρωτα: «στη χαρίζω». Και στον Μάιο παραδίδεται στον έρωτα της ποίησης αλλά και τη νοσταλγία που του δημιουργεί η πόλη των Ιωαννίνων, ο τόπος των σπουδών του από «…την πρώτη εκείνη βροχερή μέρα μας».

Τον Ιούνη έρχεται αντιμέτωπος με αιχμηρές μνήμες, καμένα απογεύματα και αναμνήσεις που τον βαραίνουν «… είναι πολλά μαζεμένα από κάτω αρκετά με γωνίες περίεργες και βρήκα γυαλάκια, κοφτερά μαχαίρια παλιά ενθύμια, φωτογραφίες κοκκινισμένες κομμάτια μάρμαρο ανακατωμένο με χώμα φρέσκο, καμένα φαγητά κι απομεσήμερα». Η θάλασσα δεν τα ξεπλένει· τα κρατά· με όλα τα κομμάτια της ζωή του και γι’  αυτό ο ποιητής αναζητά στη θάλασσα θεραπεία, αποδοχή και σύνδεση «…εσύ να μην ξεπλυθείς τη θάλασσα να την απλώσουν τα χέρια σου στο κορμί μου να λυτρωθεί. Θα ανάψω το θερμοσίφωνο…». Η χρήση της  αντιποιητικής λέξης θερμοσίφωνας δίνει μια αίσθηση ζεστασιάς, την αίσθηση της ζωής με όλες τις αισθήσεις. Άλλωστε ο Ιούνης είναι ο γενέθλιος μήνας του ποιητή και κάθε Ιούνη ο ποιητής ανα-γεννιέται και βιώνει τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις «…στην έκτη ελπίζω πως θα ακολουθήσουν κι άλλες (δεκαετίες). Έχω πολλά να κάνω ακόμη σ’ αυτόν τον ξένο τόπο».

Οι στίχοι του ποιητή για τον Ιούλιο είναι γεμάτοι νοσταλγία. Ο Ιούλιος, άλλωστε, είναι δικός του, κλειστός για την ποίηση και τη δημόσια αφήγηση «…για τον Ιούλη δεν έγραψα ποτέ/ τόσο δικό μου τον ήθελα…». Ο μήνας αυτός του θυμίζει την εποχή της νιότης, γεμάτη φίλους και κορίτσια, εποχή που του χάρισε έμπνευση και γι’  αυτό την φύλαξε σαν μια μυστική, ανέγγιχτη ανάμνηση. Ήταν μια εποχή που κάποτε φαινόταν πως δεν θα τέλειωνε ποτέ, αλλά η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, οι φίλοι λιγοστεύουν, τα καλοκαίρια καίγονται «Τις ζεστές μέρες του Ιουλίου μου λείπουν οι φίλοι μου τα κορίτσια που γράφανε ποιήματα/ Κάποιοι πεθάναν άλλοι σφυρίζουνε φάλτσα μερικά φρονιμέψανε άλλα ξεχάσανε/ Οι φίλοι λιγοστεύουν τα κορίτσια απομακρύνονται/ Τα πάντα καίγονται …». Τα παρατηρεί όλα από ένα σημείο παρατήρησης και στοχασμού, όπου ο εσωτερικός του κόσμος βρίσκει γαλήνη «…κάθομαι πάντα στο τελευταίο θρανίο, πάντα όμως, ήσυχος πια μέσα μου». Ο Αύγουστος τον αφήνει αδιάφορο «Ο Αύγουστος  (βέβαια) είναι των ποιητών, αδιάφορος για μένα μικρόνοος, με λιγοστό καλοκαιρινό φως…» αλλά όχι όλος ο Αύγουστος , γιατί ο ποιητής εξαιρεί τον χρόνο που βρίσκεται ερωτικά «μαζί της». Κι ένας μαΐστρος αλλάζει τη σκέψεις του -και τη δική μας-, μέχρι τον επόμενο μήνα.

Τον Σεπτέμβρη, μήνα εξετάσεων για τον ακαδημαϊκό χώρο, μετακινήσεων και υπηρεσιακών αλλαγών ανθρώπων λογιών λογιών, αυτών που άφησαν ιστορία ή εκείνων που υπήρξαν «πουκάμισα αδειανά», η ποιητική διάθεση διαφοροποιείται. Τους μετράει τους ανθρώπους ο ποιητής, υπαινικτικός και σαρκαστικός, και βγάζει μια κραυγή ευαισθησίας ενάντια σε κάθε υποκρισία, παραθέτοντας αυτοσαρκαστικά τον δωδεκάλογο του καλού ποιητή, του «φαίνεσθαι», του συμμετέχοντα σε ό,τι υπόσχεται φήμη, εκπομπές, πάνελ, φεστιβάλ. Άλλωστε τι υπόσχονται οι καιροί μας;  Θεάματα φανταχτερά, επιφάνεια,  τενεκέδες που κάνουν θόρυβο -χωρίς ουσία.

Προχωρώντας στον Οκτώβρη, θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι δεν είναι ο μήνας που προκαλεί στον ποιητή τον θαυμασμό αλλά είναι οι άνθρωποι που εντάσσει μέσα σ’  αυτόν τον μήνα και θαυμάζει: «… περπατάς διαρκώς είναι μια απόφαση μια υπόσχεση από τότε που άνοιξες τα μάτια σου στη δεύτερη ζωή σου», σε μια ζωή που «…η Βάσω σε παίρνει κάθε μέρα αγκαλιά και σ΄ ανεβάζει στον ουρανό, ενώ …το αμαξίδιο ελίσσεται ανάμεσα σε παρκαρισμένους δρόμους και ανύπαρκτες ράμπες/ σε αναγνωρίζω από μακριά, σε καμαρώνω/ είναι ο φίλος μου λέω/ είναι οι φίλοι και οι φίλες μου…». Η εικόνα του αμαξιδίου που παλεύει με τους δρόμους, τις ράμπες που λείπουν γίνεται μια διαδρομή επιμονής και αξιοπρέπειας. Ναι, «είναι ο φίλος μου» με τρυφερή περηφάνια παραδέχεται ο Κωτόπουλος που γι’  αυτόν οι φιλίες, παρά τις αντιξοότητες, παραμένουν σημεία αναφοράς, ζωτικά όσο το ίδιο το περπάτημα -είτε με πόδια είτε με τροχούς. Άλλο τόσο ζωτικές είναι και οι μνήμες της παιδικής ηλικίας, εκείνες που έχτισαν τα «θέλω», διαμόρφωσαν ενήλικους εαυτούς, αυτούς που κουβαλάμε μέσα μας. Ο ίδιος υποστηρίζει «…απέμεινα ενήλικος…».

Ο Νοέμβρης έρχεται με συγκρούσεις ανάμεσα σε κοινωνικές επιταγές, εξαγνισμούς και προσωπικές φυλακές «…τετράδια αριθμητικής που αντί για γνώση μοιάζουν με δεσμά…» που δεν του επιτρέπουν τη λύτρωση. Ο υπαινιγμός των στίχων αφήνει χώρο για ερμηνείες∙ σα να μην θέλει ο ποιητής να πει τα πάντα. Έχει δύναμη αυτή η πρόθεση· είναι μια άρνηση να δώσεις όλες τις απαντήσεις: « …Δεν θα το αλλάξω το τέλος. Μου αρέσει». Και του αρέσει και η Θεσσαλονίκη το Νοέμβρη, όπως και τα Γιάννενα και η Κέρκυρα.

Τον Δεκέμβρη ο ποιητής βγάζει μια κραυγή αγωνίας στη γιορτινή θαλπωρή μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει παραδοθεί στην ευμάρεια και το κλίμα των ημερών «…Η δική μας επανάσταση απέτυχε/ Δεν το παραδεχτήκαμε βεβαίως ακόμα…». Η αποτυχία δεν ομολογήθηκε, τα θεωρητικά μπλέχτηκαν με την πράξη που ποτέ δεν ήρθε -ανεκπλήρωτα κάλαντα όλα, που δεν τραγουδήθηκαν, «δέντρα αστόλιστα». Έλα όμως που η επανάσταση κρύβεται τελικά στο να βρεις έναν νέο τρόπο να στολίσεις «ό,τι είναι τέλος πάντων».

Κι ύστερα «Η οθόνη βουλιάζει….», για φανεί το ίνδαλμα του ποιητή,  ο Νίκος Γκάλης, ίνδαλμα προσωπικό μαζί και καθολικό. Εδώ σύμβολα δεν υπάρχουν κι όλα είναι δηλωτικά -για το Νίκο Γκάλη, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Ο Τριαντάφυλλος Η Κωτόπουλος γράφει για τα ουσιώδη της ζωής, τα αυθεντικά, χωρίς φόβο, με πάθος, εκτίθεται και το κάνει με ύφος κουβεντιαστό λογοτεχνικά υψηλό. Ο λόγος του είναι τολμηρός, στοχεύει στην ουσία, χωρίς περιττές λέξεις ή υπερβολές, «χτυπάει» τον αναγνώστη στην καρδιά ή στο μυαλό, όπως μια εύστοχη βολή, δεν χάνεται σε περίτεχνες περιγραφές∙ λέει τα πράγματα όπως είναι, με δύναμη και καθαρότητα. Κι αν φανταστούμε την ποίηση σαν έναν χάρτη, τότε, ακολουθώντας τον Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο νοτιοανατολικά της ποίησης, θα βρούμε συναίσθημα, ζεστασιά και έρωτα, Ανατολή και μυστήριο, φιλοσοφία, ποιήματα που παντρεύουν τη θερμή εξομολόγηση με την αναζήτηση νοήματος, βαθιά, ζωντανά, που καίνε και φωτίζουν ταυτόχρονα.

Πρόκειται για ποίηση που απαιτεί την εμπλοκή του αναγνώστη. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, συχνά με παύσεις, απρόσμενες ανατροπές και τρυφερότητα. Γράφει καλή ποίηση ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, γιατί όπως γράφει η Έμιλι Ντίκινσον «καλή ποίηση είναι εκείνη που, μόλις την τελειώσεις, νιώθεις πως κάτι μέσα σου άλλαξε» -και διαβάζοντας τη συλλογή του, μέσα μας αλλάζουν πολλά. Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να συμφωνήσω μαζί του «…Εκεί που ήθελε πήγε…αλλάζοντας βαθμίδες με ποιητικές συλλογές, κι αν έκανε λάθη στα ονόματα/ Τελείες, άνω και κόμματα».

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.