Ανθολογώ σταχυοδρομώντας [συγχωρήστε μου τον νεολογισμό, αλλά και η ποιητική κριτική έχει τα όρια της, τα οποία οφείλει εσκεμμένα να υπερβαίνει μηδέποτε αρκούμενη εις τα εσκαμμένα] :
«Εκηβόλος. Ο θνήσκων πολεμιστής:
Αχνά διαχωρίζουμε την ήρα από το στάρι» (σελ. 27).
*
Το πεζοτράγουδο με τίτλο «Ερωτική στειρότητα» (στη σελίδα 33).
*
«Η Ελευθερία / σκίζει τα ιμάτιά της. Ανέμελη μετράει τ’ άστρα, τα σύννεφα / για να επιβιώσει αγωνίζεται, χτυπάει σ’ ό,τι βρει / στο ιερό, δεν στέκεται σ’ αυτό, το απαρνιέται. / Μόνο με το τραγούδι / ανασταίνεται.» (σελ. 49).
Στο συγκεκριμένο αυτό τρίτο απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο «Η Ελευθερία» «Στη μνήμη τού Έκτορα Κακναβάτου» για λόγους ρυθμολογικής στίξης (το τυπωμένο κείμενο λειτουργεί ως μουσική παρτιτούρα) το «σκίζει τα ιμάτιά της» και το «ανασταίνεται» τίθενται στο δεύτερο «ημιστίχιο» και όχι στην αρχή τής γραμμής. Κάθε κενό λειτουργεί σαν σιωπή, σαν παύση, σαν υπόδειξη εσωστρέφειας, σαν απαραίτητος χρόνος για την γνωσιακή διαδικασία να λειτουργήσει συνδημιουργικά και συμπληρωματικά τού διασκελιζομένου κοινωνουμένου νοήματος. Αυτή η τεχνική δεν είναι καινούργια, χρησιμοποιείται ευστόχως τε και ευστρόφως από τον Καβάφη, όμως τα τελευταία χρόνια επανέρχεται ως μια ιδιότυπη υποφώσκουσα δοκιμιακού τύπου πεζολογία που ενέσκηψε και ρίζωσε στο χορταριασμένο χωράφι τής Ποιήσεως.
Είναι αλήθεια ότι τόσο η Νεωτερική όσο και η Μετανεωτερική εκφραστική απελευθέρωση είναι μια πολιτισμική κατάκτηση με δημοκρατικό πρόσημο, όμως ενέχει και τις παράπλευρες απώλειές της.
Εν γένει, ο διατυπωμένος και ορθολογικά χωροθετημένος ποιητικός εύρυθμος φιλοσοφικός λόγος τής διπλωματούχου αρχιτέκτονα μηχανικού Αναστασίας Πεπέ λειτουργεί ως εφαλτήριο εσωτερικών αυτοβελτιωτικών-αυτογνωσιακών αναδιφήσεων. Μας προτρέπει να αναζητήσουμε την Α-Λήθεια μέσα μας προτού πυροβολήσουμε τους έξω μας προβάλλοντας ατομικές προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, εμμονές στην λευκή οθόνη (“tabula rasa” την έλεγαν οι Λατίνοι) τού έξωθεν (εισβάλλοντος μετά περισσού θορύβου) Κόσμου (που μόνον κόσμημα – πλέον – δεν είναι, ένεκα τής επιταχυνόμενης έως το ζενίθ εντροπίας τού συστήματος “Γαία-Ανθρωποπολιτισμός”).
Το δεύτερο συστατικό στοιχείο αυτής τής ποιητικής, πέρα από το θεματολογικό-ιδεολογικό επίπεδο, στον τομέα τής μορφοσυντακτικής γλωσσολογικής αναλύσεως είναι η Ανατολίτικη εκφραστική, αφαιρετική λιτότητα. Μοιάζουν σαν μονοκονδυλιές σωστά ισοζυγιασμένες (με το νήμα τής στάθμης) και προσεκτικά ταξινομημένες «φωνητικές ομάδες» οπτικών σημάτων μιας ιδιότυπης «συναισθητικής μεταφοράς» που δεν συνιστά όμως κάποιου είδους «ιδιορρυθμία» αλλά είναι – κατά την ταπεινή μου εξειδικευμένη τε και εξασκημένη κριτική γνώμη – μια ιδιοσυχνότητα απολύτως διακριτού και λεπταισθήτως επεξεργασμένου προσωπικού ύφους που τείνει προς το υπερβατικό δια της διϋποκειμενικότητας τού όλου πανανθρωπίνου οράματος.
Είναι σαφές κι από τα επιλεχθέντα παραθέματα πως η Ελευθερία είναι ο αξιακός κορμός αυτής τής έλλογης περιπλάνησης στο Άρρητο, όμως ο βασικός αφηγηματικός άξονας είναι μια φιλική αφορμή συνομιλίας με τον συνδημιουργικό «επαρκή αναγνώστη» που λειτουργεί και ως συν-θεατής στο μεγάλο θέατρο τού Σύμπαντος Κόσμου.
Αυτή η εμπρόθετη σεμνότητα, η συγγραφική ταπεινότητα δεν συνείρει κάποια υποκρισία, αλλά αντιθέτως στοιχειοθετεί ευθυκρισία εκ μέρους μίας επιστήμονος που κονταροχτυπιέται δονκιχωτικά αλλά όχι απεγνωσμένο με το Άφατο, με το Άρρητο, με το Άγνωστο. Κι αυτός είναι ο ορισμός τής Υψηλής Ποιήσεως από την Κλασική Αρχαιότητα μέχρι και σήμερα τουλάχιστον.
Όσο δια την συγγνωστήν Οίησιν, αυτή απουσιάζει παντελώς από αυτόν τον νοησιαρχικό κρυστάλλινο κατατεθειμένο λόγο να ελπίζουμε πως θα παραμείνουμε Άνθρωποι και μετά την Τέταρτη Ρομποτική Επανάσταση, και μετά την Πέμπτη Κβαντομηχανική Υπολογιστική μανία που οσονούπω μάς κατακλύζει…
Σε ένα μεσαιωνικό, σκοταδιστικό, υλιστικό περιβάλλον η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» εμπλουτίζεται από ανεξάρτητες κι αδέσμευτες ποιητικές φωνές, που διαθέτουν ευθυκρισία, ανιδιοτέλεια, αμεροληψία… όπως η σεμνοτάτη και ταπεινοτάτη Ποιήτρια Αναστασία Πεπέ, που μεγαλουργεί διακριτικά ζώντας σχετικώς αθόρυβα ανάμεσά μας.