Κι έψελνα κάποτε τις Κυριακές στην εκκλησία…/
Τι να ‘γιναν οι τόσες προσευχές/ Πού είν’ ο άγγελός μου;/
Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτή τη νύχτα; Γ.Ι.
«Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά».
Περίεργο πράγμα να κρατάνε κλειστό το στόμα τους οι γριές γιαγιάδες για τα καθέκαστα του βίου τους αν μάλιστα προέρχονταν από τις λεγόμενες χαμένες πατρίδες. Σε ποιόν θ’ άφηναν αυτή την κληρονομιά αν όχι στα εγγόνια ή τα ανίψια τους. Και να φανταστεί κανείς πως ήταν η Μόνη Κληρονομιά τους. Η αλήθεια είναι πως όταν ο νόστος, αυτή η κινητήρια δύναμη, τις έπνιγε μοιράζονταν τις μνήμες μεταξύ τους με μια ιδιαίτερα σιωπηλή συνενοχή αναλογιζόμενες τα χαμένα χρόνια, τις χαμένες ευκαιρίες, τα ξεχασμένα όνειρα. Καμιά φορά ρουφούσαν τα ακριβά δάκρυα τους με θόρυβο ή κρυφογελούσαν σαν να είχαν διαπράξει μεγάλη αμαρτία.
Αν κι οι Καθολικοί είναι που θεωρούν πως το γέλιο είναι αμάρτημα – ο Μπωντλαίρ ισχυριζόταν πως ο Χριστός δεν γέλασε ποτέ -, ο ορθόδοξος Χριστιανός Γιώργος Ιωάννου με καταγωγή από τη Θράκη, σαν τον μεγάλο ομότεχνό του Γεώργιο Βιζυηνό, είχε θαρρείς γεννηθεί με το στόμα στρεβλωμένο από τα γέλια. Κι ας ήταν πικρές οι ώρες του και πεινασμένες εκεί γύρω στα δεκάξι.
Αφού το άμοιρο αγόρι πείνασε, φοβήθηκε και παρηγορήθηκε όπως πολλοί συνομήλικοι του που έζησαν σε τόσο τρυφερή ηλικία την Κατοχή. Πείνασε γιατί φαΐ δεν υπήρχε ή ήταν δυσεύρετο ακόμα και για τα συσσίτια του Κατηχητικού όπου έτρωγε ο έφηβος Γιώργος και παρηγορήθηκε ακούγοντας εκείνο το «Ο ήλιος [ο Κύριος] ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο· καὶ γὰρ ἐστερέωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται». Δεν ξέρω ποια εκδοχή θα διάλεγε ο πεινασμένος δεκαεξάχρονος από τις δύο. Έτσι κι αλλιώς και οι δύο μιλούσαν για δόξα, μεγαλοπρέπεια, δύναμη υπεράσπισης του ανθρώπου και το κυριότερο ο κόσμος θα έμενε ασάλευτος στη θέση του. Μόνο που είχε διασαλευθεί κάθε εκδήλωση της ζωής αφού ελευθερία δεν υπήρχε ούτε τροφή όσο για το πνεύμα έπρεπε να ψάξεις πολύ για να το βρεις. Ακόμα κι η προσευχή σ’ αυτές τις συνθήκες έμοιαζε περιττή πολυτέλεια αλλά σε παρηγορούσε αν μάλιστα αντί τα δικά σου λόγια χρησιμοποιούσες εκείνα των Ψαλμών του βασιλιά Δαβίδ.
Επί 123 ημέρες έγραφε το αθώο πεινασμένο αγόρι στο Κατοχικό Ημερολόγιο του, από την 25η Νοεμβρίου 1943 μέχρι και την 26η Μαρτίου 1944, σύντομες αλλά ακριβείς φράσεις σαν αυτές:
«Συννεφιά. Έφαγα μπιζέλια νερόβραστα ελεεινά».
«Σχεδόν συννεφιά. Έφαγα πατάτες με λάδι. Πήγα στη Μητρόπολι … Η εφημερίς αναγγέλλει: εβομβαρδίσθη η Σόφια, αγρίως, η χαρά των Ελλήνων είναι μεγίστη».
«Ο καιρός εστι καλός. Έφαγα μακαρόνια νερόβραστα. Μετά το φαγητό μας κράτησαν και καθαρίσαμε γεώμηλα».
«Η μέρα είναι εξαίσια. Έφαγα κριθαράκι νερόβραστο. Κατά η ώρα 10 εφώναξαν αι σειρήναι, ουδέν άλλον ηκούσθη εκτός αυτού … σκέπτομαι σε λίγο να πάω στον Γρηγόριο τον Παλαμά στο Κατηχητικόν σχολείον».
«Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 1943. Σήμερα το κρύο είναι τσουχτερό μαύρα και βαριά σύννεφα σκεπάζουν ολόκληρον τον ουρανό. […] Πήγα στον σιδ. Σταθμό με τον πατέρα μου και κλέψαμε – με το γάντι – ένα καλαθάκι […] πετροκάρβουνον».
«Σάββατον 25 Δεκμβρίου 1943. Συννεφιά. Χριστούγεννα. Σαν σήμερα εδώ και 1943 χρόνια γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ του κόσμου. […] Το μεσημέρι φάγαμε στο συσσίτιο κρέας με μακαρονάδα».
«Σάββατον 25 Μαρτίου 1944. Και πάλιν κρύο. 25 Μαρτίου ημέρα αγαλλιάσεως διά τον χριστιανισμόν, ημέρα χαράς και ευφροσύνης δια το Πανελλήνιον, ημέρα αφιερωμένη στην Ελευθερία και στους αγωνισθέντας και πεσόντας δι αυτήν».
Αργότερα πολύ, το 1984, στο Η Πρωτεύουσα των προσφύγων, ο Γιώργος Ιωάννου, γνωστός και σπουδαίος πια πεζογράφος ενθυμούμενος εκείνα τα χρόνια και εκείνο το Κατοχικό Ημερολόγιο, το τόσο σχολαστικά ακριβές – όχι μόνο για το καθημερινό μενού με τα αλάδωτα όσπρια και νερόβραστα μακαρόνια ή μπιζέλια – έγραφε: «Ο κόσμος έμπαινε στη γραμμή και έπαιρνε με τα κατσαρολάκια [φαΐ με την κουτάλα από το καζάνι]. Αυτό όμως σε καταρράκωνε, σε μετέβαλε σε ζητιάνο. Χώρια που αν η διανομή – άλλη φριχτή λέξη: «διανομή» – γινόταν στο ύπαιθρο σε έδερνε συχνά και ο καιρός».
Αυτή υπήρξε «η μεγάλη τρικυμία της ζωής του» κι η επιθυμία του: «Είμαι νέος και ποθώ την προσωπική μου ελευθερία. Και θα την αποκτήσω. […] Πώς να γλιτώσω; Καμμιά φορά περνά από το σκοτισμένο μου μυαλό η τρελλή ιδέα της αυτοκτονίας. Όχι! Δεν αυτοκτονώ θα αντισταθώ γενναία της μεγάλης αυτής τρικυμίας της ζωής μου. […] Είμαι πλέον στο 17ον έτος της ηλικίας μου και νοιώθω τον εαυτό μου να θέλη ικανοποιήσι στις ορμές πλέον. Και όμως συγκρατούμαι και κάθουμαι μέσα Κυριακή μέρα χαρά Θεού. Ίσως αν ήμουν ξανοιγμένος να μην υπέφερα ότι υποφέρω».
«Ο Ιωάννου», λέει ο Γεράσιμος Δενδρινός, «ανήκει στους συγγραφείς εκείνους των οποίων τα κείμενα έβγαιναν μέσα από την ίδια τους την ψυχή, εντελώς αυτόματα. Γραμμένα πάντα σε απαράμιλλα ελληνικά. Είχε την ικανότητα να συνδυάζει τέλεια τη γλώσσα των Γραφών και της εκκλησιαστικής υμνολογίας με τη σύγχρονη λαϊκή γλώσσα». «Μια εικόνα θα παίρνεις», του έλεγε του Δενδρινού ο Ιωάννου, «μια φράση που άκουσες και θα δημιουργείς έναν κόσμο».
Η λογοτεχνική παραγωγή του Γιώργου Ιωάννου μπορεί σχηματικά να διαιρεθεί σε δύο περιόδους: στις συλλογές του μέχρι Το δικό μας αίμα ο Ιωάννου γράφει ρεαλιστικότερα και με τρόπο εντονότερα συσπειρωμένο γύρω από τις ιστορικές εμπειρίες του νεότερου ελληνισμού (από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι τα μετεμφυλιακά χρόνια), ενώ στις κατοπινές το ύφος γίνεται στοχαστικότερο και πιο υποβλητικό, εμφανώς πιο τολμηρό και τείνει συχνά προς την ονειροπόληση.
Βασική παράμετρος της λογοτεχνίας του Ιωάννου είναι το βιωματικό φορτίο της, ο τρόπος με τον οποίο μεταστοιχειώνονται λογοτεχνικά οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το κοινωνικό και ιστορικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, ο κόσμος των εργατών και οι έρωτες τους κ.ά.). Ιδιαίτερο ρόλο, εξάλλου, παίζει η γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.
«βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα […]. Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος […]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι».
Στοιχεία τεχνικής που χαρακτηρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι η μονοεστιακότητα στην αφήγηση, ο κατακερματισμός του θέματος και η ιδιαίτερη μεταχείριση του αφηγηματικού χρόνου. Η μονοεστιακή αφήγηση δημιουργεί έναν πεζογραφικό λόγο στον οποίο τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε μένει θεατής και τα αφηγείται. Ως προς το χειρισμό της πλοκής, η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος απουσιάζει σχεδόν πλήρως, ενώ τα γεγονότα αποτελούν ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα, διανθισμένες από σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Τέλος, ως προς την παράμετρο του αφηγηματικού χρόνου, η αφήγηση με παρόμοια λογική εγκαταλείπει τη γραμμική προώθηση, μπορεί δηλαδή να ξεκινά αδιαφόρετα από το παρόν ή το παρελθόν και δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές, αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής. Τα γνωρίσματα αυτά της γραφής του Ιωάννου συνοψίζονται σχηματικά στην ιδέα του πεζογραφήματος, του ιδιαίτερου δηλαδή λογοτεχνικού είδους που ο ίδιος ευαγγελιζόταν πως εισηγήθηκε και καλλιέργησε συνδυάζοντας στοιχεία παραδοσιακών ειδών πεζογραφίας μικρής φόρμας, όπως το διήγημα και το δοκίμιο.
Τα κυριότερα πεζογραφήματά του είναι:
Για ένα φιλότιμο (1964)
Η σαρκοφάγος (1971)
Η μόνη κληρονομιά (1974)
Το δικό μας αίμα (1978) [Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1979]
Επιτάφιος θρήνος (1980)
Ομόνοια (1980)
Κοιτάσματα (1981)
Πολλαπλά κατάγματα (1981)
Εφήβων και μη (1982)
Εύφλεκτη χώρα (1982)
Καταπακτή (1982)
Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984)
Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης [Δοκίμια] (1986)
Ο Γιώργος Ιωάννου (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) (Θεσσαλονίκη. 20 Νοεμβρίου 1927 – Αθήνα, 16 Φεβρουαρίου 1985 γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες. Ο πατέρας του Ιωάννης κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης, προερχόμενος από αστική οικογένεια. Η μητέρα του Αθανασία ήταν από την Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης.
Ο Γιώργος Ιωάννου προερχόταν από πλούσια οικογένεια, που ήθελε ο γιος τους να γίνει σπουδαίος και το όνομα του να ακούγεται παντού. Έτσι οι γονείς του τον ζόριζαν αρκετά να ακολουθήσει τα δικά τους όνειρα. Ο Γιώργος σπούδασε και βρήκε αρκετά καλές δουλειές, όμως ακολούθησε το δικό του όνειρο και έγινε λογοτέχνης. Ο Γιώργος Ιωάννου μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης και τελείωσε το παλαιό 3ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης το οποίο φέρει σήμερα το όνομα του.
Σπούδασε με λαμπρούς δασκάλους στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο Α.Π.Θ. μάλιστα υπηρέτησε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Από το 1960 εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης.
Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Υπήρξε σύμβουλος έκδοσης του σημαντικού περιοδικού Ελεύθερη γενιά (μηνιαίο περιοδικό για τις μαθητικές κοινότητες), που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας. Πέθανε το 1985 στα 58 του χρόνια, από νοσοκομειακή λοίμωξη που επήλθε μετά από μια απλή επέμβαση στον προστάτη.
«Σαν επιστρέφω αργά στην κάμαρα μου,/ομίχλη φόβου πάντα με τυλίγει».
«Η λιτή ποίηση του Ιωάννου [με ποιήματα ξεκίνησε: Ηλιοτρόπια,1954, Τα Χίλια Δέντρα, 1963]», λέει ο Βρασίδας Καραλής, «δεν ψάχνει απλώς να εντοπίσει έναν ιδανικό εραστή, ένα φαντασιακό ίνδαλμα ερωτικών ‘φρουδεύσεων’, αν και η απουσία του ανδρικού σώματος φαίνεται να συνιστά μια αρνητική εντροπία της δημιουργικής συνείδησης, αφού απουσιάζει το συγκεντρωτικό μόρφωμα που θα έδινε συνοχή και ενότητα στο αίσθημα της διάλυσης και της αποσυσχέτισης. Κάθε φορά που ο Καβάφης έβλεπε ένα γυμνό σώμα, έβλεπε πάντα ‘ένα θαύμα’, μια αποκάλυψη, ο Ιωάννου δε βλέπει παρά μια απουσία, μια άρνηση, μια απομάκρυνση: ζει σ’ έναν κόσμο κενότητας, σε μια κοινωνία διάστασης και απόστασης , σε μια κοινωνία ‘αφάνειας’».
Όσον αφορά την έκφραση της αποκλίνουσας ερωτικής επιθυμίας στον Γιώργο Ιωάννου είχε ένα εσωτερικό εμπόδιο τις ως ένα βαθμό θρησκευτικές του αναστολές και ένα κοινωνικό, το γεγονός πως ήταν καθηγητής στη Μέση εκπαίδευση και δεν μπορούσε να ελευθερώσει τη λίμπιντό του, χωρίς συνέπειες. Μόνο στα τελευταία κείμενά του υπαινίχθηκε ίσως αυτήν την εμποδισμένη επιθυμία του.
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει, κυρίως ποσοτικά, οι νέες μορφές και ιδέες είναι ελάχιστες και όχι, πάντως, σε γενική κυκλοφορία ή χρήση. Οι αλλαγές της κοινωνίας δεν είναι πορδές για να ξεπετιούνται τόσο εύκολα».
Στα τελευταία του χρόνια ακολούθησε την επιταγή του Παλαμά: «ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι» γράφοντας στίχους για τραγούδια [Κέντρο Διερχομένων σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη].
Επιπλέον ασχολήθηκε εντατικά και συστηματικά με τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφοντας και εκδίδοντας δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του θεάτρου σκιών καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων από την Παλατινή ανθολογία καθώς και την Ιφιγένεια την Ταύροις του Ευριπίδη [1969].
Σε πολλά από τα πεζογραφήματά του αναφέρεται στο δράμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Παρότι ήταν, ίσως και αναγκαστικά καμιά φορά, λόγω επαγγέλματος κοινωνικός, όταν έγραφε, το πρωί συνήθως, έκλεινε τα πατζούρια, τραβούσε τις κουρτίνες και δημιουργούσε ένα τρόπον τινά σκοτεινό υπόγειο μακριά από την πραγματικότητα του έξω κόσμου.
Βοηθήματα:
-Γιώργου Ιωάννου: Το Κατοχικό Ημερολόγιο, επιμέλεια, Αντιγόνη Βλαβιανού, Εστία, 2000
-περιοδικό Διαβάζω, τχ. 6/2004
-Η Μόνη Κληρονομιά, Ερμής, 1974
– Το δικό μας αίμα, Ερμής, 1978
Κώστας Γιαννόπουλος












