You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Η Τζούνα Μπαρνς και το σκοτεινό Νυχτοδάσος της.

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Η Τζούνα Μπαρνς και το σκοτεινό Νυχτοδάσος της.

 

«Νυχτοφύλακα, πώς είναι η νύχτα;»

Νυχτοδάσος

 

Παρά το ότι η Αμερικανίδα συγγραφέας Τζούνα Μπαρνς [1892-1982] δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγική, αν και έζησε 90 χρόνια, άφησε ισχυρό αποτύπωμα στη λογοτεχνία με το ιδιαίτερα απαιτητικό μυθιστόρημα  της Νυχτοδάσος [1936], αν και δεν αποτέλεσε τη μοναδική της κατάθεση στη γραφή, αφού επί χρόνια δημοσιογράφησε σε μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα-κυρίως περιοδικά- και τα κείμενα της αυτά προετοίμασαν το έδαφος για να εισέλθει στον κόσμο των ομότεχνών της.

Γεννημένη λίγο πριν από το τέλος του 19ου  αιώνα σε μια ξύλινη καλύβα στα βόρεια της Νέας Υόρκης, την οποία είχαν καταλάβει εναλλακτικοί και ελευθεριακοί καλλιτέχνες όπως ο ζωγράφος πατέρας της, η Μπαρνς ανατράφηκε με καλλιτεχνικά ερεθίσματα παρά με τα συνηθισμένα παιδικά παιχνίδια.

«Η λογοτεχνία πάντως ήταν η δραστηριότητα στην οποία αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο της – η λογοτεχνία και οι παρατεταμένες σιωπές», λέει ο Χαβιέ Μαρίας που την βιογραφεί με ιδιαίτερο κέφι στη συλλογή κειμένων του με τίτλο: Γράφοντας τις ζωές των άλλων.

Η Μπαρνς έζησε στο Παρίσι του μεσοπολέμου του 20ου αιώνα, όπου διαβίωναν  εκπατρισμένοι συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως ο Τζόυς, ο Πάουντ, ο Χέμινγουαίη, ο Φιτζέραλντ, αλλά και ο Πικάσο πολλούς από τους οποίους είχε υπό την προστασία της η Γερτρούδη Στάιν. Στο Παρίσι της εποχής ζούσαν ακόμη οκτακόσιες χιλιάδες άλλων ταλαντούχων καλλιτεχνών, κυρίως Αμερικανών που φυτοζωούσαν και προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν με τα έργα της.

Στην Μπαρνς δεν άρεσε πολύ η δημοσιότητα ούτε η αυτοδιαφήμιση και ζούσε σ’ αυτόν τον κύκλο που ονομάστηκε Χαμένη Γενιά, κάπως αποτραβηγμένη. Έτσι πολλοί από τους συμπατριώτες και ομότεχνούς της «τη θυμούνται πάντα σιωπηλή να κοιτάζει γύρω της με ύφος συνεσταλμένης υπεροχής. Άλλοι πάλι τη θυμούνται σαν μια από τις πιο έξυπνες γυναίκες που έδινε ζωντάνια στις βραδινές συγκεντρώσεις, όπου της άρεσε να μιμείται γνωστές προσωπικότητες της εποχής, να προκαλεί με την αναίδεια και κομψές αν και υπεροπτικές παρατηρήσεις της», συνεχίζει ο Χαβιέ Μαρίας. Η Μπάρνς διασκέδαζε πρώτα τον εαυτό της κι έπειτα τους φίλους και συνδαιτυμόνες της διατελώντας εν ευθυμία γελώντας μ’ ένα γέλιο που συνήθιζε να κόβει απότομα.

 

Η Μπαρνς ήταν, όχι τόσο όμορφη, αλλά πολύ κομψή, ψηλή, επιβλητική, πράγμα που προκαλούσε σεβασμό.

«Ήταν ανένταχτη, πολυμαθής,  κοσμοπολίτισσα, παράτολμη και αποσυνάγωγη, αλκοολική, λεσβία, παν-ερωτική και είχε το χάρισμα να μεταπλάθει σε τέχνη κάθε εμπειρία του βίου της».

Είναι γνωστό πως είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες με άντρες και γυναίκες που την πλησίαζαν αλλά συχνά αποτύγχαναν να την πλησιάσουν.

Ο επιφανής κριτικός Έντμουντ Γουίλσον, τον οποίο θαύμαζε, της είχε προτείνει να ζήσουν μαζί, αλλά η Μπαρνς απέρριψε την πρότασή του, γιατί κάποια στιγμή ανέφερε επαινετικά το όνομα της Ήντιθ Γουώρτον την οποία η Μπαρνς αντιπαθούσε.

Ένας θυρωρός ενός παρισινού ξενοδοχείου επιχείρησε να τη βιάσει, αλλά η Μπαρνς αντιστάθηκε. Ένας μεθυσμένος δημοσιογράφος τα έβαλε μαζί της αλλά και με την, επί δεκαετία ερωμένη της, Θέλμα Γουντ σε ένα καφέ. Η Μπάρνς βγήκε εκτός εαυτού, τον επέπληξε και έφαγε μια μπουνιά που την έριξε στο έδαφος. Αλλά εκείνη απτόητη σηκώθηκε και ανταπέδωσε το χτύπημα.

Αργότερα η Μπαρνς έσωσε τον συνοδό της από τα χέρια σερβιτόρων που του είχαν επιτεθεί.

Οι πολύ νεώτερές της Αναΐς Νιν και  Κάρσον Μακ Κάλερς, πριν γίνουν διάσημες, της είχαν επιτεθεί ερωτικά, αλλά εκείνη δεν τους έδωσε την παραμικρή σημασία. Η πρώτη μάλιστα την ανέφερε στα γραπτά της, πράγμα που κάθε άλλο παρά κολάκευε την Μπαρνς. Όσο για την Μακ Κάλερς, αυτή ξεροστάλιαζε έξω από το σπίτι της Μπαρνς στενάζοντας και κλαίγοντας με αναφιλητά. Ήταν ανένδοτη και άκαρδη όταν έπρεπε να προστατεύσει τη μοναξιά της.

Λέγεται πως στα 17 της χρόνια ο πατέρας και η γιαγιά της την πρόσφεραν σε ένα πολύ μεγαλύτερό της άντρα, όπως συμβαίνει συχνά στη Βίβλο  με τις κόρες των πατριαρχών.

Οι μοντερνιστές την λάτρεψαν για την τολμηρότητα του ύφους της αλλά και για το εξίσου τολμηρό για την εποχή θέμα του βιβλίου της,  που είναι ένας ύμνος στον λεσβιασμό, με πρώτο και καλύτερο τον Τ.Σ. Έλιοτ ν’ αποφασίζει να το εκδώσει το Νυχτοδάσος στον περίφημο εκδοτικό οίκο που διεύθυνε, τον Faber & Faber, γράφοντας μάλιστα την εισαγωγή και κάνοντας τη συγγραφέα του έτσι ευρέως γνωστή.

H άκρως ποιητική πρόζα της Μπαρνς δεν έχει τίποτα αμερικανικό και ακόμα και οι στιγμές της γιορτής, που λαμβάνει χώρα στο βιβλίο, περισσότερο μοιάζουν με σκηνές της δαντικής κόλασης παρά με εκείνες του Σκοτ Φιτζέραλντ. «Μικρό σε όγκο, αλλά αριστοτεχνικά γραμμένο, συνεχίζει να προκαλεί με τις τολμηρές υφολογικές επιλογές και τις αμφιλεγόμενες περιγραφές των χαρακτήρων του», παρατηρεί η μεταφράστρια του Νυχτοδάσους Αργυρώ Μαντόγλου, «τις πολυσημίες, την αβίαστη συγκίνηση και τα θέματά του: το πάθος, την παρακμή, τον έρωτα για άτομα του ίδιου φύλου αλλά και τον έρωτα εν γένει, το μίσος, την πλήξη, αλλά και την αδάμαστη φύση που ελλοχεύει μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον και που, κατά κάποιον τρόπο, αυτή αποφασίζει για το πώς και ποιους θα αγαπάμε για λίγο ή για μια ζωή».

«Δεν είμαστε παρά κουφάρια στον άνεμο, με τους μύες μας σφιγμένους μπροστά στη θνητότητα. Μας παίρνει ο ύπνος μέσα στην ατέρμονη σκόνη που επικάθεται στο σαρκίο μας. Είμαστε βυθισμένοι μέσα στα ονόματα που δίνουμε στη δυστυχία μας. Ζωή, το λιβάδι όπου η νύχτα βόσκει, αναμασά το χορτάρι που θρέφει την απόγνωσή μας. Ζωή, το δικαίωμα να γνωρίσουμε τον θάνατο. Δημιουργηθήκαμε μόνο και μόνο για να μπορέσει η γη να μάθει τις απάνθρωπες προτιμήσεις της και αγαπάμε μόνο και μόνο για να γίνει το σώμα μας τόσο πολύτιμο, ώστε ακόμα και η γη να βογκάει όταν το υποδέχεται. Μάλιστα, εμείς που ξεχειλίζουμε από θλίψη πρέπει να κοιτάζουμε γύρω μας προσεκτικά, να αμφιβάλλουμε για όσα βλέπουμε, για όσα γίνονται και λέγονται, επειδή ξέρουμε μονάχα το όνομά τους και όχι την πεμπτουσία τους».

Η ματαιότητα, τα θορυβώδη πάρτι, οι επιφανειακές συνευρέσεις, η έλλειψη συνεννόησης, δεν είναι ποτέ ικανά να κρύψουν την αγωνία γι’ αυτό που υπάρχει πίσω από το γέλιο, «το δεύτερο κέλυφος κάτω από το οποίο κρύβεται ο απροστάτευτος άνθρωπος», που δεν είναι άλλο από το διαρκές άγχος του θανάτου.

Αυτό που συνδέει τους ετερόκλητους πρωταγωνιστές της Μπαρνς είναι ότι ακόμα και την πιο ιταμή στιγμή δεν στερούνται τη χαμένη μεγαλοπρέπεια την οποία η Μπαρνς καταφανώς αναζητά σε κάθε φευγαλέα λεπτομέρεια. Κύριο μέλημά της παραμένει πάντα η μη διατάραξη της ποιητικότητας του κειμένου.

Αρκετοί από τους σύγχρονούς της λογοτέχνες εξύμνησαν το έργο της με θέρμη και ανυπόκριτο ενθουσιασμό, όπως ο Ντύλαν Τόμας, που είπε πως ήταν η μόνη γυναίκα συγγραφέας που του άρεσε, ο Τζόυς, που ποτέ δεν είχε καλό λόγο για κανένα και ο Λώρενς Ντάρελ που είχε πει πως, ήταν μεγάλη χαρά να ζει κανείς την ίδια εποχή με την Μπαρνς.

Οι άντρες εραστές της ήταν  περισσότεροι από τις γυναίκες. Ωστόσο ο μεγάλος της έρωτας στάθηκε η γλύπτρια Θέλμα Γουντ, η οποία ήταν μέθυσος και σπάταλη και υποχρέωνε τη Τζούνα να την αναζητά τις νύχτες και την έβρισκε σε άθλια κατάσταση.

Η Μπαρνς είχε μια ερωτική περιπέτεια με τον Πούτσι Χάνφστενγκλ, ο οποίος αργότερα έγινε παλιάτσος της αυλής του Χίτλερ, που η Μπαρνς  τον απεχθανόταν.

Το Νυχτοδάσος, λέει η Τζάνετ Γουίντερσον «είναι ένα νανο-κείμενο. Δεν είναι πάνω από καμιά διακοσαριά σελίδες και αυτοί που το έχουν ακουστά είναι περισσότεροι από όσους το έχουν διαβάσει. Η ανάγνωσή του είναι κυρίως προνόμιο ακαδημαϊκών και φοιτητών. Κάποιοι άλλοι έχουν μια αόριστη ιδέα πως πρόκειται για ένα νεωτερικό κείμενο».

Το Νυχτοδάσος είναι ένα απαιτητικό κείμενο και δεν εξαντλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη στην πρώτη ανάγνωση. Γι αυτό ο Έλιοτ επέμενε πως πρέπει να διαβαστεί περισσότερες από μία φορές «επειδή η δεύτερη ανάγνωση είναι πολύ διαφορετική απ’ την πρώτη». Αλλά η Γουίντερσον επισημαίνει ότι «στη δική μας κοινωνία που είναι δύσκολο να βρεθεί χρόνος για να κάνεις οτιδήποτε σωστά, έστω και για φορά, η άνεση χρόνου – μέρος της απόλαυσης της ανάγνωσης – είναι μια από τις παράπλευρες απώλειες της κουλτούρας μας. […] Τα βιβλία έχουν στριμωχτεί στα ενδιάμεσα κενά [τα διαβάζει κανείς περιμένοντας στο αεροδρόμιο, στο σταθμό των τρένων, μισή ώρα πριν τον ύπνο, στο διάλειμμα για σάντουιτς στο γραφείο], κι αυτό  εν μέρει εξηγεί το λόγο που η όρεξή μας για λογοτεχνία φθίνει και η αλλεργική αντίδρασή μας σε οτιδήποτε απαιτητικό αυξάνεται». Αφού ο σημερινός αναγνώστης αποφεύγει τέτοιου είδους βιβλία που, αν και προκλητικά απολαυστικά, τον δυσκολεύουν και προτιμά μια πιο εύπεπτη  λογοτεχνία που δεν απαιτεί καμιά προσπάθεια ούτε επιπλέον αναγνώσεις.  Τα περισσότερα παρόμοια βιβλία, είναι του συρμού κι ας προβάλλονται ενίοτε μετ’ επιτάσεως για διάφορους λόγους, άσχετους φυσικά προς την αξία τους.

Οι βρετανοί αναγνώστες του Νυχτοδάσους όταν κυκλοφόρησε το 1936 στη χώρα τους, «ήταν οι αμήχανοι θεατές της συνεχούς ανόδου του Χίτλερ και της επαίσχυντης προπαγάνδας στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου – θυμάστε το ‘Χαρά μέσα από τη Δύναμη’;», λέει η Γουίντερσον.

Πριν ολοκληρώσει τον πρόλογο που έγραψε για τη νέα έκδοση του βιβλίου, το 2007, η Τζάνετ Γουίντερσον, επιχειρεί μια σύντομη αποτίμησή του: «Το Νυχτοδάσος, ιδιότυπο, εκκεντρικό, ιδιαίτερο, αποστρέφεται την επιμονή του φωτός της ημέρας – είναι ένα βιβλίο για εσωστρεφείς – και όλοι είμαστε εσωστρεφείς σε ό,τι αφορά τα μυστικά της νύχτας και τους βαθύτερους έρωτές μας».

«Ικανοί κόλακες, αποτυχημένοι γονείς, χαμένοι εραστές, τελικά αυτό που όλοι αναζητούν μέσα στην ιερή τους παραφροσύνη είναι η αγάπη. «Προσκολληθήκαμε στη ζωή με τον τελευταίο μυ που μας έχει απομείνει… την καρδιά» γράφει η Μπαρνς, για να τονίσει ότι το χαμένο νόημα κάθε αρχέγονης πράξης και η πραγματική κινητήρια δύναμή της, εκτός από τη μοίρα, είναι η αγάπη», υπογραμμίζει σε κριτική της για το βιβλίο στη Lifo, η Τίνα Μανδηλαρά.

Και η μεταφράστρια του βιβλίου γράφει στο επίμετρο: «Το Νυχτοδάσος, παρά τα έντονα χρώματα και το υπόγειο χιούμορ, παραμένει ένα σκοτεινό κείμενο».

Τα γεράματα της Τζούνα Μπαρνς ήταν παρατεταμένα, κουραστικά και πληκτικά και κατά τη διάρκειά τους δεν εμφανιζόταν δημόσια. Την τρόμαζαν οι γενειάδες, οι έφηβοι που χαζολογούσαν και πίστευε πως τους γέρους έπρεπε να τους σκοτώνουν, ωστόσο οι ελάχιστοι επισκέπτες της διαπίστωναν τη θηριώδη ενέργειά που διέθετε ως το τέλος, παρά τα ενενήντα χρόνια που κουβαλούσε.

Βοηθήματα:

-Χαβιέρ Μαρίας, Γράφοντας τις ζωές των άλλων, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, Πατάκης, 2014
-DJUNA BARNES, Νυχτοδάσος, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, Gutenberg, 2019

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.