You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κάρλο Εμίλιο Γκάντα, ένας μπαρόκ συγγραφέας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κάρλο Εμίλιο Γκάντα, ένας μπαρόκ συγγραφέας

Δεν αισθάνεται και μεγάλη θλίψη, ομολογεί ο Πιερ Πάολο Παζολίνι για την απώλεια του Κ.Ε. Γκάντα σ’ ένα κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό Tempo στις 3 Ιουνίου 1973 δίκην επικήδειου: ίσως γιατί ως την ημέρα του θανάτου του – αποφράδα οπωσδήποτε για την ιταλική αλλά και τη ευρωπαϊκή λογοτεχνία – μας τα είχε δώσει όλα, ό,τι είχε να μας δώσει. Αν και ποτέ κανείς θνητός δεν εξαντλεί όλα τα δοσίματα, πόσο μάλλον ένας δημιουργός και μάλιστα αναγνωρισμένος ως μείζων.

Όπως ο Γκάντα δεν είχε ζητήσει από κανέναν τίποτα, έτσι κι οι σύγχρονοί του δεν του έδωσαν τίποτα. Αν και μάλλον αναζητούσε συντροφιά, αγάπη, βοήθεια. Αλλά Παζολίνι το διαψεύδει. Ήταν αυτάρκης στη μοναξιά του.  Κι έτσι δεν ακούστηκαν θρήνοι και όψιμοι κοπετοί εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του το 1973.

«Όταν βρισκόταν κοντά σου, προσπαθούσε  να εξατμιστεί, να συρρικνωθεί, να εξαφανιστεί. Κι αυτό κατέληγε κωμικό για έναν άντρα μεγαλόσωμο όπως αυτός».

«Χαμήλωνε τα μάτια κι έμενε με  χαμηλωμένα βλέφαρα, το στόμα ανέκφραστο, τις σιαγόνες του άτονες στο κόκκινο χρώμα του λιχούδη, με τα χέρια πλεγμένα στο ύψος της κοιλιάς του. Ένας μετανοημένος, απελπισμένα συντετριμμένος , με το κεφάλι γυρτό, σκυφτό, τα μάτια στη γη, περιμένοντας επιτέλους ένα δήμιο ο οποίος, κατά διαταγήν της σεβαστής εξουσίας θα έπαιρνε στα χέρια του αυτό το υπερμέγεθες σώμα σαν να ήταν ένα σωματάκι και θα το έφερνε στην αρμόζουσα λαιμητόμο».

Όταν τον αντιμετώπιζες όντας απέναντί του σου περνούσε θαρρείς την επιθυμία του να συρρικνωθείς, να εξατμιστείς όπως εκείνος.

Αυτός ο γιγαντισμός, αυτή η γελοία εμφάνιση για την οποία υπέφερε τον καθιστούσε μεγάλο κωμικό ηθοποιό της ποιότητας ενός Αλμπέρτο Σόρντι.

Ο γελωτοποιός που δεν φοβόταν το γελοίο «μετατρεπόταν σε σοβαρό αλλά έντιμο υπαίτιο της ήττας και της ντροπής της αυλής».

Κι ο Παζολίνι συνεχίζει ισχυριζόμενος πως αν και συντηρητικός ο Γκάντα έκανε την πιο αυστηρή κριτική των θεσμών.

Ο Άμλετ ήταν το εμβληματικό πρόσωπο που του ταίριαζε πιο πολύ. Ταυτιζόταν μαζί του. Και ταύτιζε την αποστολή του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας με εκείνη του Ορέστη. Και ο ρόλος της Γερτρούδη ταυτιζόταν με εκείνον της Κλυταιμνήστρας.

Ο Άμλετ για τον Γκάντα επιθυμεί όπως κι ο ίδιος «να ανασυγκροτήσει την ηθική πραγματικότητα του κόσμου».

Οι θάνατοι της μητέρας, του πατέρα και ενός αδελφού του τον απελευθερώνει από τα δεσμά της οικογένειας, αλλά και από το Μιλάνο και τη μισητή έπαυλη στο Λονγκόνε που όταν καταφέρνει να την πουλήσει νιώθει απελευθερωμένος από τη «διάλυση ενός κόσμου κατσαρίδων».

Το μεγαλόσωμο σώμα του, η οικογενειακή περιουσία  κι ίσως ακόμα η οικογένεια αποτελούσαν τα βαρίδια που όταν έλειψαν του πρόσφεραν αυτούσια τη μοναξιά και την αυτάρκειά της μέσα στην οποία έζησε και δημιούργησε.

Ο Γκάντα σπούδασε μηχανικός στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου ασκώντας τελικά ένα επάγγελμα που αγαπούσε και μισούσε ταυτοχρόνως. Παρά την  η οικονομική κατάρρευση η μητέρα του αδυνατούσε να υιοθετήσει ένα πιο ταιριαστό τρόπο ζωής ή να πουλήσει την έπαυλή τους στο Longone. Κάτι που τελικά θα κάνει ο συγγραφέας το 1937, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Ενώ ακόμα φοιτούσε στο Πολυτεχνείο, ο νεαρός Γκάντα θα βρεθεί ως εθελοντής στον Πρώτο Πόλεμο στο Σώμα Αλπινιστών. Θα πιαστεί αιχμάλωτος και θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο στην Αυστρία το 1917.

Στη συνέχεια εργάζεται ως μηχανικός στην Αργεντινή, το Βέλγιο, τη Λωραίνη, την Τουλούζη και το Βατικανό. Ο φασισμός της κοινωνίας που τον περιβάλλει θα μεγαλώσει την μελαγχολία, την πικρία και την μισανθρωπία του και θα τον οδηγήσει σε ένα είδος απομόνωσης. Σπουδάζει φιλοσοφία και το 1940 τα παρατάει όλα και αφιερώνεται αποκλειστικά πια στο συγγραφικό του έργο.

«Η γνώση του πόνου» και «Ο φρικτός κυκεώνας στην οδό Μερουλάνα» του Εμίλιο Γκάντα ανήκουν στη χορεία των μεγάλων βιβλίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο μηχανικός Γκοντζάλο Πιρομπουτίρρο – alter ego του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα, κάτοικος του φανταστικού Μαρανταγκάλ (συγχώνευση Ιταλικής Λομβαρδίας και Λατινικής Αμερικής), ξετυλίγει και αναλύει με άγριο αυτοσαρκασμό τις νευρώσεις του, την αδύνατη σχέση με τη μητέρα του, τη μνησικακία απέναντι στους γονείς του, την οδύνη της απώλειας του αδελφού του στον πόλεμο, την αντικοινωνικότητά του, τη μοναξιά του.

Σαν ένας άλλος Δον Κιχώτης επιμένει στην ουτοπία ενός ηθικού κόσμου και επιτίθεται με άγριο χλευασμό στην αναρριχώμενη τάξη των μικροαστών, την ηλιθιότητα των χωρικών, το ναρκισσισμό του Εγώ, της πιο ”αποκρουστικής αντωνυμίας”. Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, παραληρηματική εξομολόγηση και κάθαρση, η Γνώση του Πόνου, έργο που συνδυάζει λυρική ένταση και ξέφρενη σάτιρα, μισανθρωπία και έλεος, βαθιά μνησικακία και φιλοσοφικό στοχασμό.

«Είναι το μεγάλο καζάνι της ζωής, είναι η ατέλειωτη “στρωματοποίηση” της πραγματικότητας, είναι το αδιάλυτο μπέρδεμα της γνώσης αυτό που ο Γκάντα ενδιαφέρεται να απεικονίσει. Όταν αυτή η εικόνα της οικουμενικής πολυπλοκότητας που καθρεφτίζεται στο κάθε αντικείμενο ή γεγονός φτάνει στον πιο ακραίο παροξυσμό, είναι μάταιο να αναρωτιόμαστε αν το μυθιστόρημα προορίζεται να μείνει ανολοκλήρωτο ή αν θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρο δημιουργώντας νέους στροβίλους στο εσωτερικό του κάθε επεισοδίου…» (Ίταλο Kαλβίνο)

«Ένα βιολοντσέλο είναι όργανο μπαρόκ, ένα κοντραμπάσο, καλύτερο και από περίπατο στη νύχτα, το μηριαίον οστούν με τους σχετικούς κονδύλους είναι ένα οστούν μπαρόκ, η πύελος παρομοίως, το ήπαρ είναι ένας πολτός μπαρόκ, τα οπίσθια της κούκλας της περίφημης μοδίστρας Arpalice είναι μπαρόκ, η καμπούρα της καμήλας είναι μπαρόκ, το στομάχι του δικαστή Mamurra, μπαρόκ κοιλαρά, ήταν μπαρόκ, οι ήχοι του τρομπονιού στο κλειδί του φα είναι ήχοι μπαρόκ, τα φασόλια, οι κολοκύθες, τα επιμήκη καρπούζια είναι επίσης παρεκκλίσεις προς το μπαρόκ της ενδελέχειας των κολοκυθιών και των καρπουζιών όπως ακριβώς η ίδια η φύση τα δημιουργεί».

«Ο Γκάντα θεωρεί πως τα αντικείμενα, τα πρόσωπα και τα γεγονότα βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση, αποτελώντας την πραγματικότητα η οποία συνεχώς αλλάζει, μετατρέπεται, μεταμορφώνεται… Οι άπειροι τρόποι ύπαρξης και οι πολλαπλές σημασίες μπορεί να καταδειχθούν μόνο μέσα από μια γλώσσα διαρκώς ευκίνητη και ευμετάβλητη. Ο Γκάντα μας καλεί να ξαναβυθίσουμε τις λέξεις στην περιδινούμενη “ρευστότητα” της γλώσσας, να επικαλεστούμε τις “εικοσιτρείς σημασίες” τους που πιστεύει πως διαθέτουν…Κάθε αντικείμενο, κάθε γεγονός επιδέχεται αναρίθμητες σημασίες, και η απεικόνιση-περιγραφή αυτής της πολλαπλότητας προϋποθέτει μια μη συμβατική ή μονοδιάστατη αντίληψη της πραγματικότητας, επομένως και της γλώσσας. Για να αποσαφηνιστούν οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων αξιοποιούνται οι μετωνυμίες, οι μεταφορές καθώς και οι γραμματικοί τύποι που συχνά με κωμικά αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη λειτουργία και την ιδιαιτερότητά τους». (Χαρά Σαρλικιώτη από την εισαγωγή στη Γνώση του Πόνου).

Ο Γκάντα γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 14 Νοεμβρίου 1873 και πέθανε στη Ρώμη στις 21 Μαΐου 1973.

Η τέχνη του βρισκόταν πάντα στα πρόθυρα του πειραματισμού, στα γραπτά του χρησιμοποιούσε διαλέκτους, αργκό και νεολογισμούς. Ανατρέποντας τους κλασικούς κανόνες του παραδοσιακού μυθιστορήματος, τα γραπτά του θεωρούνται πειραματικά αλλά και κλασικά. Με την ουμανιστική του κουλτούρα, φοίτησε στη σχολή λογοτεχνίας χωρίς ποτέ να συζητήσει τη διατριβή του, και την επιστημονική του κουλτούρα, όντας μηχανικός, έφερε στα γραπτά του το καυτό του πνεύμα, το ηθικό και πολιτικό του πάθος, μια προσωπική βαθύ μίσος για τον φασισμό.

Συγγραφείς που τον επηρέασαν ήταν  ο Μαντσόνι και ο Λάιμπνιτς.

O Γκάντα ανήκει στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα και αναμφίβολα έχει μια θέση δίπλα στον Τζόυς και τον Σελίν ενώ ανήκει  στην ιερή τριάδα των μεγάλων Ιταλών συγγραφέων του εικοστού αιώνα, που εμφανίστηκαν στα γράμματα πριν από τον πόλεμο: Λουίτζι Πιραντέλο,  Ίταλο Σβέβο και  Κάρλο Εμίλιο Γκάντα.

-Κάρλο Εμίλιο Γκάντα, Η γνώση του πόνου, εισαγωγή – μετάφραση, Χαρά Σαρλικιώτη, Αγρα 2001 (Χαρά Σαρλικιώτη από την εισαγωγή στη «Γνώση του πόνου»)

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.