You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο σουρεαλισμός, και τα τρία χαστούκια

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο σουρεαλισμός, και τα τρία χαστούκια

«Η λέξη στην ποίηση δεν είναι μόνο μια λέξη, προκαλεί δεκάδες, χιλιάδες μάλιστα, συνειρμούς. Το έργο τέχνης σφύζει από πυκνό πλήθος συνειρμών, όπως ο αέρας της Πετρούπολης γεμίζει πυκνό χιόνι»

Βίκτορ Σκλόφσκι

 

«Το έργο τέχνης είναι η τέχνη της λέξης»

Βελιμίρ Χλέμπνικωφ

 

«Είμαστε οι νέοι άνθρωποι μιας νέας ζωής»

Μπουρλιούκ, Μαγιακόφσκι, Χλέμπνικωφ, Κρούτσενιχ κ. ά.

 

«Ε, σεις που γελάτε δω και κει!

Γελώντας τόσο γελαστοί!

Γελάστε τώρα πέρα ως πέρα

Γελάστε τώρα γελωποί!»

[από το ΖΑΟΥΜ του Χλέμπνικωφ]

 

«dada – να μια λέξη που τρέπει τις ιδέες σε φυγή»

«η άρνηση της οικογένειας είναι DADA»

«Κάθε οικοδόμημα συγκλίνει σε μια βαρετή τελειότητα»

Από τα Μανιφέστα του Νανταϊσμού

 

«Απελπισμένοι, νεκροί απ’ την πλήξη, σταματήσει να δουλεύετε ενάντια στους εαυτούς σας. Στρέψτε την οργή σας ενάντια στους αληθινούς υπεύθυνους για την τύχη που σας επιφυλάχθηκε. […] Εκδικηθείτε αυτούς που εκδικούνται πάνω σας την ανικανότητα και τη δουλικότητά τους» Μπενζαμέν Περέ

 

Έχετε χαστουκίσει ποτέ ένα νεκρό; 

«Τοποθετώ όλες μου τις ελπίδες στην αγάπη και στην επανάσταση» Αραγκόν

«Στην αγάπη εναποθέτω όχι την ελπίδα, μα την πεποίθηση, τη χαρούμενη σιγουριά πως από μια σκόρπια ζωή θα μαζέψει τα κομμάτια, τα ψίχουλα» Κρεβέλ

«Ο σουρεαλισμός δεν υπήρξε ποτέ δόγμα αλλά στάση ζωής και τον εκπροσωπούσαν άτομα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους» Μωρίς Ναντώ

«Το σημαντικό είναι πως για μας η απελπισία, η περίφημη εκείνη απελπισία που θεωρείτο ανέκαθεν το κίνητρό μας, σταματάει στο κατώφλι μιας νέας κοινωνίας. Ήταν αρκετό να στρέψουμε το βλέμμα στη Ρωσία… Ανήκουμε ψυχή και σώμα στην Επανάσταση» Μπρετόν

«Η μεγάλη δύναμη είναι η επιθυμία» κι αυτή η επιθυμία ονομάζεται Έρωτας

«Η υπόσχεση και η αλήθεια είναι σαν τις σαπουνόφουσκες που οι άνθρωποι πετούν ανάμεσα τους και κείνες μένουν στον αέρα» Ξαβιέ Φορνερέ

 Ο σουρεαλισμός δεν είναι μια ιστορία αλλά πολλές. Δεν είναι μια γλαφυρή αφήγηση. Είναι πολλές ανάποδες αφηγήσεις. Πολιτικές, . αναρχικές, κομμουνιστικές, σταλινικές, τροτσκιστικές, διεγερτικές, εξεγερτικές, επαναστατικές κι επαναστατημένες κι ωστόσο ελεγχόμενες, σε απόλυτο βαθμό, από τον αρχηγέτη του κινήματος, Αντρέ Μπρετόν, που κατάφερνε πάντα να χειραγωγεί, να καθοδηγεί, να δέχεται και ν’ αποπέμπει, να γράφει μανιφέστα του έρωτα της επανάστασης και του ονείρου.

Ο Κος ΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Ο Κος Πενθήμερος, ένας συνταξιούχος του δημοσίου, μόνος κι έρημος, βρέθηκε, κατά κάποιον τρόπο, στο κέντρο μιας ιστορίας που ουδέποτε φαντάστηκε ούτε γνώριζε και αποφάσισε για να διώξει τη μοναξιά, που του γεννούσε μαύρες, κατάμαυρες σκέψεις, να την αφηγηθεί.

Τώρα που δεν είχε δουλειές παρά μόνο συνήθειες έτρωγε το χρόνο του κλεισμένος στο πιο προσωπικό δωμάτιο ενός σπιτιού το αποχωρητήριο που έγινε το αναχωρητήριό του, το παρατηρητήριό του, ο χώρος που τον έκανε να θυμάται, να σκέφτεται, να στοχάζεται και μάλιστα πέρα από τις χθεσινές  του συνήθειες.

Όταν, λοιπόν διάβασε τυχαία σε μια ιστορία του Σουρεαλισμού πως αυτός-ο Σουρεαλισμός δηλαδή – γεννήθηκε – άκουσον άκουσον [!] – από τρία χαστούκια έδειξε προσοχή και διάβασε πιο κάτω:

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ,

ήταν αυτό που έδωσε ο Βελιμίρ Χλέμπνικωφ στο δημόσιο γούστο ή, αν προτιμάτε, στη δημόσια καλαισθησία – αν υπάρχει τέτοιο χαστούκι, γιατί τέτοιο γούστο υπάρχει.

«Εμείς και μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο των καιρών μας. Μ’ εμάς το βούκινο του χρόνου ηχεί μέσα στην τέχνη της λέξης.

Το παρελθόν είναι κλειστό. (…)

[Πετάξτε τον Πούσκιν ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, τον Ντοστογιέφσκι το ίδιο, αλλά αφήστε στη θέση του τον Γκόγκολ]

Εκείνος που δεν ξεχνά την πρώτη του αγάπη δεν θα αναγνωρίσει την τελευταία του. (…)

Διατάσσουμε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των ποιητών:

  1. Να διευρύνουμε το φάσμα του λεξιλόγιου των ποιητών με αυθαίρετες και παράγωγες λέξεις (λεξιπλασία).
  2. Να νιώσουμε ένα ανυπέρβλητο μίσος για τη γλώσσα που υπήρξε πριν από εμάς.
  3. Να πετάξουμε με φρίκη από τα περήφανα μέτωπα των ποιητών το Στεφάνι φτηνής δόξας που Εσείς κατασκευάσατε από διακόπτες λουτρών.
  4. Να σταθούμε στο βράχο της λέξης «εμείς» μέσα σε μια θάλασσα αποδοκιμασίας και κατακραυγής.

Κι αν προς το παρόν τα απαίσια ίχνη της δικής Σας «κοινής λογικής» και «καλαισθησίας» είναι ακόμα ορατά στις φράσεις μας, αυτές οι ίδιες φράσεις  για πρώτη φορά αστράφτουν με τον Κεραυνό εν αιθρία του Νέου Ερχόμενου Κάλλους που γεννά η Αυτάρκης Λέξη.»

Ο αξιοσέβαστος αυτός κύριος ποιητής, χαλαστής και επαναστάτης, φουτουριστής μάλιστα με το μεγαλεπήβολο όνομα Βελιμίρ [μεγάλος κόσμος πάει να πει] που έζησε στη σκιά του Βολόντια, του Μαγιακόφσκι, και σήμερα δεν τον θυμάται κανείς, πέθανε 47 ετών, γιατί μάλλον τον εκδικήθηκαν ο Πούσκιν κι ο Ντοστογιέφσκι που τους εκπαραθύρωσε, υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, ένας πρόδρομος του σουρεαλισμού, του πλέον μακρόβιου ρομαντικού κινήματος που έγινε ποτέ. Ενός κινήματος ριζοσπαστικού, ρηξικέλευθου, απρόβλεπτου, παράδοξου, παράλογου, επαναστατημένου.

Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ

το έδωσε ο Μπρετόν, ο πατριάρχης του κινήματος, στον Τριστάν Τζαρά, εμπνευστή του αναρχικού DADA:

«Εμείς φτύνουμε την ανθρωπότητα.

Κάθε προϊόν αηδίας, που έχει την τάση να γίνει η άρνηση της οικογένειας είναι Dada.

Η υιοθέτηση όλων των τρόπων συμπεριφοράς, που η σεξουαλική ντροπή, οι βολικοί συμβιβασμοί και η ευγένεια ανέκαθεν καταδίκαζαν: Dada.

Η κατάργηση των προφητών.

Η κατάργηση του μέλλοντος».

Αυτά το 1915, γιατί δύο χρόνια αργότερα, το 1917,  ξημερώνει η Μεγάλη Σοβιετική Επανάσταση που αλλάζει τον ρου της ιστορίας, είναι μια επική εποχή όπως επικό είναι και το χαστούκι του Μπρετόν στον Τζαρά, γιατί πρόλαβε, πριν από αυτόν, να συλλάβει την ιδέα μιας νέας αρχής στην Τέχνη και την Ποίηση, τη Ζωή και τις Ιδέες, τον Έρωτα και το Όνειρο.

Ο ΖΑΡΡΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ

«Το λευκό σκουλήκι των τάφων βγαίνει από τη φωλιά του». Να, που διάβαζε ένα στίχο ταιριαστό με τη Σφαγή, το Μακελειό, τις εκατόμβες νεκρών, τη διάψευση που ένιωσαν οι εθελοντές, τους σωρούς σκατού στα χαρακώματα, τους λιποτάκτες, τα αέρια που τύφλωσαν –προσωρινά δυστυχώς– τον μελλοντικό Αδόλφο με το μουστάκι και τώρα δεκανέα, ύστερα αποτυχημένο ζωγράφο, κλοσάρ, τρόφιμο του στρατού Σωτηρίας, και πραξικοπηματία της μπυραρίας, φυλακισμένο για ελάχιστο διάστημα και τέλος δικτάτορα.

Το σκουλήκι όμως, λευκό ή κόκκινο,  από τους τάφους ή τα χαρακώματα με τα σκατά, τη λάσπη, την κόλαση, τους εφιάλτες, τα παρατημένα γράμματα της αδελφής ή της αγαπημένης, το έγραψε ο πολύς Αλφρέ Ζαρρύ, που πέθανε νωρίς. Το 1906 ο έφηβος του «Υμπύ ο βασιλιάς» – αυτός λοιπόν, που δε γνώρισε τη φρίκη του πολέμου, αλλά της ειρήνης και που έπαιζε με το πιστόλι του, τρομάζοντας τους Φιλισταίους και που ζήτησε πριν πεθάνει μια οδοντογλυφίδα, που δεν έριξε ούτε μια σφαίρα, αλλά ευθύβολες σκηνές και λέξεις στα αυτιά όσων δεν ήθελαν, ν’ ακούσουν κάτι που δεν είχαν ξανακούσει – αυτός κατάλαβε καλύτερα από τον κάθε αυτοεξόριστο, επίδοξο επαναστάτη, από κάθε Ούγκο Μπαλ, από κάθε Ντυσάν, από κάθε Χύλζενμπεκ και Ρίχτερ, τη φρίκη, την κόλαση, τον Άδη, που είδε οκτώ χρόνια πριν, όταν έγραφε τον επίλογο, όταν κορόιδευε τον καθηγητή ή την κυρία, που φοβήθηκε, μήπως σκοτώσει τα παιδιά της με το ρεβόλβερ κι αυτός της είπε, μα τότε, σ’ αυτήν την περίπτωση, θα σας κάνω άλλα κυρία μου. Αυτός κατάλαβε, πρόβλεψε – και βιάστηκε, να φύγει στα 33 του, στα χρόνια του Χριστού και του Μεγαλέξανδρου για να μη δει, να μην ζήσει την Κόλαση, τον Εφιάλτη, τη Δίνη, το Στρόβιλο ενός αιώνα που, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Για να μην παρασυρθεί και πάει στον πόλεμο μαζί με τον φίλο του τον Απολινέρ, ή για να μην αναζητήσει το απόλυτο, το ανέφικτο, το άπιαστο όπως οι Ζακ Βασέ,  Ζακ Ριγκώ, Αντονέν Αρτώ, τους τρελούς, τους αυτόχειρες ή όπως ο Μαλλαρμέ που η ζαριά του ήταν μάλλον ντόρτια.

Αυτός, ο Αλφρέ Ζαρρύ, που τ’ όνομά του ήταν εύθραυστο, ρίσκαρε, παίζοντας ζάρια και προτίμησε, να ζήσει σαν  άσωτος, μ’ ένα μουσάκι αλλά ντ’ Αρτανιάν, διασκεύασε – σηκώνοντας λίγο το κεφάλι, όχι τόσο με έπαρση, αλλά με σατιρική διάθεση και σχεδόν σχολικό χιούμορ – τον Ριχάρδο Γ΄ και τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ.

Ο Κος ΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ

Ο Κος Πενθήμερος, που δεν ήξερε παρά ελάχιστα τα δύο έργα του Σαίξπηρ και που αγνοούσε τον Αλφρέ Ζαρρύ και τον «Υμπύ» του. Ο Κος Πενθήμερος, που δεν είχε πιάσει ποτέ πιστόλι στα χέρια του, εκτός από την ώρα της βολής στον στρατό. Ο Κος Πενθήμερος, καθημερινός άνθρωπος, φιλήσυχος και νομοταγής από συνήθεια, είχε τώρα την περιέργεια να διαβάσει τα δύο έργα του Σαίξπηρ και το θεατρικό του νεαρού ντ’ Αρτανιάν. Κι όλα αυτά, εξαιτίας του τόσο καίριου αυτού στίχου:  «Το λευκό σκουλήκι των τάφων βγαίνει από τη φωλιά του».

Αυτός, ο Κος Πενθήμερος που δεν ονειρεύτηκε ποτέ του, πέρα από το πενθήμερο στο γραφείο, τώρα είχε όνειρα και επιθυμίες, που δεν είχε φανταστεί, ότι θα μπορούσε κάποτε, να έχει. Αφού η φαντασία του ήταν ανενεργή, οι πόθοι του κλειδωμένοι στο βάθος του ασυνείδητου και η καθημερινότητά του  επαναλαμβανόμενη ρουτίνα.

Όταν συνάντησε κάπου τη λέξη μονολόγησε: «Για φαντάσου! Κι’ εγώ που νόμιζα, πως μόνο η ρουτίνα μου ταίριαζε».

«Σε σχέση με τις λύσεις που απαιτούμε όλοι, η ρουτίνα, ντυμένη ολόκληρη στο βελούδο, είναι πιο απειλητική, η ρουτίνα επωάζει περισσότερη θλίψη, περισσότερο θάνατο από την φανερή ουτοπία», έγραφε ο Μπρετόν στην Αρκάνα του, «Μπροστά στην απόλυτη ένδεια των ετοιμοπαράδοτων ιδεών θα ήταν καλύτερο να δοθεί σ’ αυτήν την τελευταία κάθε ελευθερία να εκφρασθεί, δημόσια ή όχι».

 

Η ΕΛΕΟΝΟΡΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Η Ελεονόρα, η μεγάλη αγαπημένη του Κου Πενθήμερου, μας αναφέρει ένα-ένα τα ονόματα των μελών-πρώην και νυν- της σουρεαλιστικής ομάδας:

ΑΡΤΩ: το μαγικό βαρέλι.

ΜΠΡΕΤΟΝ: ένα ποτήρι νερό μέσα στην καταιγίδα.

ΝΤΑΛΙ: ο πρίγκιπας της καταλανικής ευφυΐας  με τα αμύθητα πλούτη.

ΕΛΥΑΡ: τροφός των αστεριών

ΕΡΝΣΤ: λολπόλ ο ηγούμενος των πουλιών.

ΓΚΑΛΑ: γυναίκα βίαιη και αποστειρωμένη.

ΜΑΣΟΝ: ο άνθρωπος-φτερό.

ΜΙΡΟ: το σαρδελόδεντρο.

ΠΕΡΕ:ο μανδαρίνος.

ΠΡΕΒΕΡ: αυτός που κοκκινίζει με την καρδιά του.

ΠΙΚΑΣΟ: το πουλί του Benin (παλιό όνομα της Δαχομέης, που ταυτόχρονα σημαίνει μειλίχιος, αγαθός, πράος)

ΣΟΥΠΩ: κάρδαμο των δημοσίων ουρητηρίων.

ΤΑNΓΚΥ: οδηγός της εποχής των δρυίδων με τα γκι.

Και μετά τα πρόσωπα και τους ρόλους σειρά έχουν τα αντικείμενα:

το Καρότσι: είμαι σύντροφος πιστή του μυαλωμένου δουλευτή που το πρωί στην εξοχή κερδίζει το ψωμί.

Ακολουθούν τα ζώα:

Γουρούνι: ας εκσφενδονίσουμε τα βέλη κι ας καταστρέψουμε τον εχθρό για να σωθεί η πα-τρίς-ύς-ύς (ΖαΡρύ)

Οι διοργανωτές όρισαν έναν φωτισμένο πρώην αξιωματικό της αστυνομίας για τη σύνταξη του λήμματος SEXE. Ο αξιωματικός ισχυριζόταν πως είναι βαθύς γνώστης της καταγωγής της γλώσσας. Μόλις διάβασε τις πρώτες λέξεις η Ελεονόρα σήκωσε τα χέρια ψηλά.

«Από τότε όλα δεν έπαψαν να φορτίζονται με νέες σημασίες, να αποδεικνύονται, δυστυχώς, προδρομικά και προφητικά και να επαληθεύονται στην πιο καταθλιπτική και ύποπτη μορφή τους. Έχουμε κάθε δικαίωμα να επισημάνουμε σ’ αυτούς που μας κατηγόρησαν τότε, ότι μας έθελγε εκείνη η ατμόσφαιρα, ότι απείχαμε πάρα πολύ από τη δόλια ωμότητα των εφιαλτικών ημερών που θ’ ακολουθούσαν».

Αντονέν Αρτώ, ένας μονόλογος

«Στην αρχή δε μ’ άρεσε. Βιαζόμουν. Έβαλα τελεία, αντί για έψιλον. Ένα έψιλον πριν την τελεία. Κι έτσι όλα θα ήταν στρογγυλά. Ολόκληρα. Να ολοκληρώσω. Αυτό βιαζόμουν να κάνω. Σάμπως να χει μεγάλη σημασία, σκέφτηκα. Ολοκλήρωμα. Ολόκληρον. Το όμικρον μοιάζει να ‘ναι αβλεψία. Ωμέγα. Με ωμέγα για να τελειώσω. Κι ύστερα ας πάνε όλα στο μισό. Ποσώς μ’ ενδιαφέρει. Δε μ’ άρεσε. Είπα όχι. Σήκωσα το φρύδι πρώτα και μετά το ανάστημα. Απέναντι σ’ αυτό το κείμενο που κείτονταν εκεί, κατάχαμα. Δεν είπα. Ξέρεις είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Άργησα να το καταλάβω. Ήμουν έτοιμος όμως τώρα. Και δεν άκουγα πια το θόρυβο των λέξεων μέσα στο κεφάλι μου, αυτό που περικλείεται μέσα, ολόκληρο μέσα στο κρανίο μου.  Αυτό στο οποίο φυτρώνουν μαλλιά ακόμα. Δεν είναι καύκαλο.

Ζω, ακόμα. Ξεχάστηκα. Ξέχασα και ζω. Δεν αξίζει να σκέφτεσαι αλλιώς. Είπα όχι. Πώς να σκεφτώ, μετά τα έργα επισκευής. Δεν έχω πια τίποτα ολόκληρο. Πρώτος εγώ το ξέρω. Δεν έχω τίποτα τέλειο. Ποιος έχει; Ή ποιος νομίζει κάτι τέτοιο. Να αφηγηθώ λοιπόν την ιστορία μου. Ανυπόκριτα. Σοβαρά. Με τρόπο όσο γίνεται πιο βατό στον ακουστικό σας πόρο. Στην σκηνή. Κάποιοι πολύ υποκριτές – οι άνθρωποι υποκρίνονται λέω, εγώ το λέω, ο Αρτώ, αυτός με το Αυτό, αυτόματα, όχι με αυτοματικό τρόπο,αλλά λογικώς οργανωμένο, αδελφέ υποκρίνονται, έτσι νομίζω – τίποτ’ άλλο – πέρασαν χρόνια κι αέρας πολύς ανάμεσα τους, πλήθη, πλήξη, πλύσεις εγκεφάλου και ηλεκτροσόκ, πώς να εγερθείς από το κάθισμα σου, τα πόδια σου δε σε κρατάνε, καημένε Αρτώ. Αντονέν Αρτώ – λες κι υπάρχει άλλος – 7 χρόνια ανάμεσα σε δύο χρονολογίες κλεισμένος σε παρένθεση, σε δύο φωτογραφίες ανάμεσα, του Man Ray η πρώτη, προφίλ τρία τέταρτα, τα μάτια γυρισμένα αριστερά όπως σε κοιτώ Αντονέν Αρτώ, η πλάτη κι ο βραχίονας σου μισοφαίνονται, η πρώτη νεανική δε ξέρω πότε ακριβώς, με τις χρονολογίες δεν τα πήγαινα καλά ποτέ, ύστερα λευκό, Μπλανς, blanco, τσιρότο, ενέσεις, ηλεκτροσόκ, απομόνωση, με λέτε κύριοι τρελό, ποιοι είστε παρακαλώ, όχι δε σας κοιτώ πια από το κέντρο της δεύτερης φωτογραφίας εγώ ο Αρτώ, ανάμεσα σε δύο φωτογραφίες είμαι – όχι σε δύο χρονολογίες – αυτές δεν τις θυμάμαι. Εγώ που σας κοιτώ από την πρώτη σε πόζα τρία τέταρτα. Αυτές οι φωτογραφίες, εννοείται, αυτές είναι για μένα οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου μου. Όχι εκείνες: 1896 – 1948. Αυτή είναι η συμβατική έννοια του χρόνου. Μια συνθήκη, ένα ψεύδος. Η καρικατούρα του χρόνου. Λοιπόν εγώ είμαι σε άλλη διάσταση χρονική. Αμφιβάλω – κι όμως. Μπορεί. Κι όμως δεν σας κοιτώ σ’ αυτήν. Είμαι πάλι στο κέντρο, εγώ που μ’ έχουνε αυτοκτονήσει, εικόνα σου είμαι τρέλα και σου μοιάζω. Ακούστε: εγώ μάλλον είμαι. Άλλος είναι. Αλλά πάλι εγώ, κατά τη θέση εκείνη του Ρεμπώ: Εγώ, είναι ένας άλλος. Ναι, δεν σας κοιτάζω. Έχω αποκάμει. Σκυμμένο βλέμμα, σφαλιστό και το κεφάλι μεγάλο σαν υδροκέφαλο, κενό περιεχομένου, ιδεών, σκέψεων. Καταστράφηκαν. Θέλω να καταστρέψω την ύπαρξη. Εννοείται την δικιά σας γιατί την δική μου την κατέστρεψαν. Δεν σας αρκεί όμως, αν εγώ που πια δε σας κοιτώ, είμαι σε κατάσταση ζώου. Κανένα φως δεν είναι αναμμένο. Ερεβώδη χρόνια, πόσα; Μη ρωτάτε. Πέθανα. Γεια σας.

Δεν σας κοιτώ καθόλου. Ούτε το πάτωμα κοιτώ. Τίποτα, είναι σφιχτά σφαλισμένα τα βλέφαρα.

Τηλεφώνησα στον Μπρετόν

Αλό, ποιος είναι;

Τον διόρθωσα ευθύς αμέσως.

-Ποιος είμαι, θες να πεις.

-Μα ποιος είστε επιτέλους; Αναγκάστηκε αυτός να διορθώσει. Ο άνθρωπος είχε τουλάχιστον αγωγή, σκέφτηκα. Αν και καμιά σκέψη δεν καθοδηγούσε τη γλώσσα μου.

-Ο Αρτώ, είπα, θυμάστε; Το γύρισα κι εγώ. Έγινα κόσμιος. Μου είχαν ανοίξει το κρανίο, τι άλλο να περιμένω πλέον από τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους δικαστές, τους έγκλειστους, τους μπάτσους, τους ενόχους, τους φίλους, ποιοι οι φίλοι; Αλήθεια, τι έγιναν οι σύντροφοι; Που βρίσκονται;

Καλά ο Μπρετόν δεν κατάλαβε καν ποιος είναι. Θέλω να πω, είμαι.

Ποιος Ατρώ; Είπε!

Κι έκλεισε

Ακούστε είπα – και μίλαγα στον αέρα-

Δεν είμαι πουλί, ο Πάολο Ουτσέλο ήταν πουλί που δεν πετούσε , αλλά ούτε το στρουθίον πετούσε, αυτό του Δαυίδ, ξέρετε εσείς κύριοι της Γαλλικής Ακαδημίας, αυτό το στρουθίον μονάζον επί δώματος, ούτε αυτό πετάει…

Είπα για μια στιγμή να εγκαταλείψω, ένοιωθα πτώμα, ένοιωθα νεκρός, αλλά η βιογραφία μου αυτή ανάμεσα στις δύο φωτογραφίες η μια βλέπουσα η άλλη αόμματη και το έργο μου, βρείτε το τετράδιο το προσωπικό μου τετράδιο, με την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, πάλλομαι πάλι σαν αυτήν τώρα που γράφω, τώρα που μιλώ σαλπίζοντας.

Ποιος είμαι;

Από πού έρχομαι;

Είμαι ο Αντονέν Αρτώ

Και το λέω

όπως ξέρω να το λέω

άμεσα

θα δείτε το τωρινό μου σώμα που πετάει σε θραύσματα

και να ξανασυγκεντρώνεται

κάτω από δέκα χιλιάδες όψεις

κακόφημες

ένα νέο σώμα

όπου δε θα μπορείτε

ποτέ πια

να με ξεχάσετε

Και δε θα με ξεχάσετε».

«Ποτέ, μ’ ό, τι κι αν καταπιάστηκε δεν κατάφερε να καταστεί κάτι παραπάνω από μια υποχώρηση στο τίποτα. Αυτός ο κανάγιας, σήμερα μας αηδιάζει». Ο Μπρετόν τον αφορίζει το 1938 αν και ήταν ένας από τους αγαπημένους του αρχικά. Αν και δεν του χρειαζόταν κάποιος λόγος για να του επιτεθεί – όπως έκανε μ’ ένα σωρό άλλους συντρόφους και συνοδοιπόρους – ίσως ο λόγος να ήταν πως ο Αρτώ δεν ήθελε την ένταξη της ομάδας στο Κόμμα. Υπήρχε όμως κι άλλος λόγος  σοβαρότερος: ο Αρτώ έτρεφε μια περίεργη συμπάθεια για τον Χίτλερ εκείνη την εποχή, ωστόσο, δεν ξέρω αν αποτελεί επαρκεί δικαιολογία, πάντως ήταν από πάντα κι ως το τέλος ανισόρροπος, διαταραγμένος. Εντέλει τρελός. Και υπέφερε πολύ γι αυτό από μακροχρόνιο εγκλεισμό σε ψυχιατρείο καθώς δοκίμασαν πάνω του την καινούργια ανακάλυψη, τα ηλεκτροσόκ, όταν οι άλλοι είχαν διασχίσει τον Ατλαντικό και είχαν φθάσει στην Αμερική.

Ο κόσμος μ’ έγδαρε γυμνό και μου τα πήρε όλα

Πλήρης και ταυτόχρονα άδειος μονολογεί:

 Όλο μου το έργο χτίστηκε στο κενό

Απέναντί τους το είδωλό του, το ίδιο αδιάλλακτο με αυτόν.

Υπέφερε, υπέστη τα μαρτύρια της Κόλασης, κυνηγήθηκε, κυνήγησε τ’ όνειρο, πολέμησε το Κακό. Πήγε πιο πέρα απ’ όλα. Δεν τον ακολούθησε κανείς. Τους ξέφυγε, αλλά ξέφυγε κι απ’ τον εαυτό του.

Ποιος είμαι;

Από πού έρχομαι;

Είμαι ο Αντονέν Αρτώ

 

Παραβρεθήκαμε σ’ ένα άγριο θέαμα: ο Αρτώ θριάμβευε, αντιμετώπιζε με σέβας την κοροϊδία, την αναιδή βλακεία,. Ποτέ πριν δε μου φάνηκε τόσο αξιοθαύμαστος. Από την υλική υπόστασή του δεν απόμεινε πια τίποτα, παρά η εκφραστικότητα, είπε ο Αντρέ Ζιντ το 1948, μετά από μια δεύτερη τιμητική βραδιά στην οποία παραβρέθηκε κι εκείνος- στην πρώτη με ομιλητή τον άσπονδο φίλο του Μπρετόν οι σουρεαλιστές τον κλείδωσαν απέξω, φοβούμενοι μην κάνει κανένα σκάνδαλο.

Αυτός που απεχθανόταν τους πάσης φύσεως θεσμούς αναγορεύτηκε σε θεσμό. Ονομάστηκε εθνικός ποιητής, πήρε το βραβείο Σεντ Μπεβ, εκδόθηκε από τον Γκαλιμάρ. Ωστόσο, μια ραδιοφωνική ομιλία του με τίτλο: Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού, ηχογραφείται αλλά θεωρείται ακατάλληλη για μετάδοση. Μεταδίδεται το 1973!

Ο λόγος για τον οποίο πεθαίνουμε είναι επειδή από τα παιδικά μας χρόνια πιστεύουμε στον θάνατο. Μας βλέπουμε ανάμεσα στα τέσσερα σανίδια ενός φερέτρου, αυτό μας κάνει και πεθαίνουμε. Αν αρνηθείτε όμως την ιδέα αυτή, δεν θα πεθάνετε ποτέ. Εγώ δεν θα πεθάνω. Ποτέ.

Ο Αρτώ είχε πάντοτε έτοιμη μια κραυγή και μια γλώσσα για να κρεμαστεί.

ΣΥΝΙΔΡΥΤΕΣ

Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το κίνημα καταγράφηκαν στο πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού (1924) του Αντρέ Μπρετόν, καθώς και στην πραγματεία Une Vague de rêves (1924) του Λουί Αραγκόν, ενώ συμμετείχαν ενεργά στα περιοδικά La Révolution surréaliste και Litterature που εξέδιδε η υπερρεαλιστική ομάδα. Ο Μπρετόν αναγνωρίζεται ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς τού κινήματος, ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη υπήρξαν οι ποιητές Πωλ Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ Ντεσνός, Μπενζαμέν Περέ, Ροζέ Βιτράκ, όπως και οι καλλιτέχνες Μαξ Ερνστ, Μαν Ρέι, Χανς (Ζαν) Αρπ, Αντρέ Μασόν και Χουάν Μιρό.

 

Εγκυκλ. Φιλοσ. Ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη στην ανώτερη πραγματικότητα ορισμένων τύπων συσχετισμών αγνοημένων ως τώρα, στην παντοδυναμία του ονείρου. Στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Τείνει να καταλύσει όλους τους άλλους ψυχικούς μηχανισμούς και να υποκατασταθεί στη θέση της στη λύση των κυριότερων προβλημάτων της ζωής.

Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται με διαφορετικούς τρόπους για να υποδηλώσει κάτι φανταστικό, αλλόκοτο, παράλογο ή τρελό. Η απλοϊκή αυτή χρήση του όρου είναι ανεπαρκής για την περιγραφή του υπερρεαλιστικού κινήματος, έχει παρ’όλα αυτά ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη (π.χ. “…ήταν μια εντελώς σουρρεαλιστική σκηνή!”).

Το ΤΡΙΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ

Το έφαγε ο Ηλία Έρενμπουργκ κάποιο πρωί σε κάποιο δρόμο του Παρισιού όπου τον συνάντησε τυχαία ο Μπρετόν και τον χαστούκισε γιατί είχε λοιδορήσει  τη σουρελιστική ομάδα.

 

Ο Σουρεαλισμός είναι  καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε στη Γαλλία τη δεκαετία του 1920, μετά εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία και Ισπανία. Ο ποιητής Αντρέ Μπρετόν, που ήταν ο αρχηγός του νέου κινήματος, δημοσίευσε τις απόψεις των σουρεαλιστών στο πρώτο Σουρεαλιστικό Μανιφέστο το 1924. Οι σουρεαλιστές προσπάθησαν να ζωγραφίσουν τον άγνωστο κόσμο του μυαλού, τα όνειρα και το παράλογο, καθώς ενδιαφέρονταν πολύ για την ψυχολογία του ασυνείδητου όπως τη διαμόρφωσε ο Φρόιντ. Ο σουρεαλισμός διακηρύττει την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και στρέφεται εναντίον κάθε λογικής, ηθικής και κοινωνικής τάξης. Ως κύριο μέσο έκφρασης, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνείδητου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική».

Ο Κρεβέλ κι ο κρεμασμένος πατέρας

Ήταν 14 ετών. Ένα όμορφο αγόρι. Η μητέρα του τον πήρε από το χέρι, του είπε πως θα του δείξει κάτι. Πως δεν έπρεπε να τρομάξει. Πως ήταν πάντα ένας χαμένος. Πως ήταν φυσιολογικό να καταλήξει έτσι. Την κοίταξε. Δεν ήταν πιο ψηλή απ’ αυτόν. Αλλά ήταν η μητέρα του. Ο πατέρας απουσίαζε συχνά. Εκείνος ήταν το όμορφο αγόρι της, ο γιος της. Προηγήθηκε εκείνη. Του άνοιξε την πόρτα, έκρυβε τη θέα με το σώμα της. Ήταν όμορφη γυναίκα η μητέρα. Έβλεπε την πλάτη της. Το σβέρκο της, τα μαλλιά της. Δε σκεφτόταν καθόλου τα λόγια της, ούτε αυτό που ήθελε να του δείξει. Έπειτα ο πατέρας απουσίαζε συχνά. Παραμέρισε. Κόλλησε το σώμα της στην πόρτα και κοιτούσε απέναντι. Δεν κοιτούσε το γιο της. Το Ρενέ της. Εκείνος έμεινε άφωνος. Ο πατέρας του. Αυτή τη φορά δεν απουσίαζε, ήταν εκεί. Αλλά τα πόδια του ήταν στον αέρα. Δεν πατούσε στο πάτωμα. Κοίταξε πιο ψηλά από το ύψος της μέσης του. Φορούσε ένα γκρίζο παντελόνι. Παπούτσια δίχρωμα. Τα πόδια του αιωρούνταν. Κοίταξε πιο ψηλά. Όσο πιο αργά μπορούσε. Το πουκάμισο στο χρώμα των παπουτσιών. Μουσταρδί. Το γνώριζε αυτό το πουκάμισο και τα παπούτσια. Το κεφάλι του. Ήταν ασκεπής. Δεν συνήθιζε κάτι τέτοιο. Το κεφάλι του γερμένο στο πλάι. Το μουσταρδί πουκάμισο ήταν μούσκεμα. Ο πολυέλαιος είχε γείρει. Από το βάρος. Πάλι απουσίαζε ο πατέρας. Τώρα επί μακρόν. Δεν σκεφτόταν. Σάρκαζε. Δεν κοίταζε τη μητέρα. Τώρα είχε καιρό γι’ αυτήν. Ήταν μόλις 14 κι εκείνη πιο νέα από τον πατέρα.

Δεν άρθρωσαν λέξη. Δε βγήκε κανένας ήχος από το στόμα του έφηβου Ρενέ.

Ο Ρενέ Κρεβέλ στα 35 του επανέλαβε την απονενοημένη πράξη του απόντος πατέρα. Είχε μια σχέση μίσους και έλξης για τη μητέρα του που τον είχε υποχρεώσει να δει το αιωρούμενο σώμα του πατέρα του στο καλό σαλόνι.

«Η ευφυΐα τη μέρα, τα όνειρα τη νύχτα. Η ευφυΐα μου ξέρει ότι η νύχτα αξίζει καλύτερα από τη μέρα, διότι η μέρα δεν έκανε τίποτα από το να καταστρέψει και να πεισμώσει ενάντια σ’ αυτό που, χωρίς να το διαπιστώσει η νύχτα είχε χτίσει για τη χαρά και τη θλίψη».

Ο ΖΥΛΙΕΝ ΓΚΡΑΚ για το τέλος του σουρεαλισμού

«Ο σουρεαλισμός υπήρξε ελάχιστα φίλος της μνήμης: εμπόδιο στο τέλειο άνοιγμα προς το ενδεχόμενο, στην άσπρη σελίδα όπου μπορεί να εγγραφεί μ’ όλη τη δύναμή της για ανανέωση, η αποκάλυψη»*, έγραφε  το 1996 στον ‘Monde’ ο Ζυλιέν Γκρακ 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Μπρετόν, 100 μετά τη γέννησή του, είκοσι χρόνια μετά από ένα έτος που ανήκει στον προηγούμενο αιώνα που ο σουρεαλισμός άνθισε. Όχι ματαίως. Αφού τόσα χρόνια μετά από το τέλος του εμφανίζεται αυτή η ιστορία του Κου Πενθήμερου, μια ιστορία, σίγουρα, Μαύρου Χιούμορ. Για χρόνια ο κύριος αυτός δεν ήταν παρά ”ταξιδιώτης του πίσω καθίσματος” , κάτι που δεν ήταν (είναι) ο Μπρετόν. Ο αποτροπιασμός του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον γέννησε και τον Μπρετόν και το κίνημά του. Η πρόσφατη Κρίση γέννησε τον Κο Πενθήμερο και την ιστορία του.

«Η ένταξη στο στρατόπεδο της επανάστασης ίσως ήταν ανασχετική, αλλά εξαιτίας του αντιφασισμού θεμιτή και ίσως αναπόφευκτη».

«Όταν συνάντησα τον Μπρετόν για πρώτη φορά στη Νάντη-γράφει ο Γκρακ- λίγες μέρες πριν τον πόλεμο, το κίνημα που εμψύχωνε ήταν σε καθίζηση. Το δέντρο είχε χάσει πολλά φύλλα στο ρεύμα των άγριων βοριάδων της πολιτικής.(…) Ο Μπρετόν ωστόσο δεν ήταν αποθαρρημένος , αλλά φαινόταν να κρατά απόσταση από μια καταθλιπτική επικαιρότητα (…) η αναχώρηση για το καταφύγιο των ΗΠΑ, μετά η επάνοδος στα 1946 που πραγματοποιήθηκε σχεδόν σιωπηλά, θα σημαδέψουν την απαρχή μιας μακριάς διάβασης ερήμου που το τέρμα της δεν επέπρωτο να δει ο Μπρετόν.

Ώσπου “ταμπούρλα της αρχής αποβαίνουν μαξιλάρια, η φωνή πνίγεται, οι χειρότερες προκλήσεις πέφτουν στο κενό και τη σιωπή” Το κίνημα φυλλορροεί , ωστόσο ο Μπρετόν δεν εγκαταλείπει. Όρθιος ώσπου να μεταβληθεί σε άγαλμα, λήμμα στο Λαρούς, ανάμνηση για όσους τον συνάντησαν και τον συντρόφεψαν. Άστεγοι και δίχως αυτόν θα συνεχίσουν αφού ο εμψυχωτής πεθαίνει και ενταφιάζεται. Έπειτα, “όλες οι ιδέες που θριαμβεύουν κατρακυλάνε προς το χαμό τους”, έλεγε εκείνος.

Απομένει τούτο: την ώρα που ο σουρεαλισμός έβαζε από μόνος του τελεία και παύλα στην ιστορική του ύπαρξη, ο Μάης του ’68, πριν να τον αφήσει να ξαναπέσει σε χειμερία νάρκη, φαίνεται να βεβαίωσε ότι ο σουρεαλισμός μπορούσε κάποια μέρα να επανέλθει.

Γιατί, επιλέγει ο Γκρακ, έδειξε μιαν απροσδόκητη επιμονή να επιβιώνει μέσα στη χειμερία νάρκη».

   ΤΩΡΑ

Ο Σουρεαλισμός βρίσκεται παντού κάτω απ’ τις επαναφομοιωμένες μορφές του: εμπόρευμα, έργο τέχνης, διαφημιστικές τεχνικές, γλώσσα της εξουσίας, μοντέλο αλλοτριωμένων εικόνων, αντικείμενα λατρείας, αξεσουάρ  κάθε θρησκείας. Αυτές τις επαναφομοιωμένες παραλλαγές του, όσο κι αν ορισμένες μοιάζουν ασυμβίβαστες με το πνεύμα του, αξίζει – περισσότερο απ’ το να τις διακρίνουμε – να δείξουμε πως ο σουρεαλισμός τις περιείχε  απ’ τις απαρχές του όπως ο μπολσεβικισμός περιείχε το ‘αναπόφευκτο’  του σταλινικού κράτους. […]

Ο σουρεαλισμός έφτασε στη διαύγεια των παθών του, ποτέ όμως στο πάθος της διαύγειας», γράφει ο ψευδώνυμος Ζ.Π. Ντυπουί, στην πραγματικότητα ο τελευταίος επιζών καταστασιακός Ραούλ Βανεγκέμ στην Αντι- Ιστορία του Σουρεαλισμού που από το καμπαρέ Βολταίρ πέρασε στο γκουλάγκ  του θεάματος – μια ‘άλλη’ ιστορία μιας πρωτοπορίας που ονειρεύτηκε το αδύνατο!

Πάντως και η ιστορία και η αντι-ιστορία του Σουρεαλισμού τελειώνουν με ένα θαυμαστικό.

 

Βοηθήματα:

-Βελιμίρ Χλέμπνικωφ, ΖΑΟΥΜ, μτφρ. Μίλτος Φραγκόπουλος, Εστία, 1995
-Τριστάν Τζαρά, Μανιφέστα του Ντανταϊσμού, μτφρ. Ανδρέας Κανελλίδης, Αιγόκερως, 1980
-Μωρίς Ναντώ, ΙΙστορία του Σουρεαλισμού, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Πλέθρον, 2004
-Ζυλιέν Γκρακ, Επάνοδος στον Μπρετόν, μτφρ. Έκτωρ Κακναβάτος, εκδόσεις Άγρα,σειρά Άτακτος Λαγός-2, 1997
-Ζ.Π. Ντυπουί (Ραούλ Βανεγκέμ), η Αντι- Ιστορία του Σουρεαλισμού, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Ελεύθερος Τύπος, 1985
-περ. Διαβάζω, Σουρεαλισμός και Έρως, τχ.335, 11/5/1994

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.