You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, Ανάμεσα Βορρά και Νότου

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, Ανάμεσα Βορρά και Νότου

«Η θέση του ποιητή δεν μπορεί να είναι παθητική στην κοινωνία: αυτός “αλλάζει” τον κόσμο. Οι δυνατές εικόνες του, αυτές που δημιουργεί, χτυπούν την καρδιά του ανθρώπου περισσότερο από τη φιλοσοφία και την ιστορία»

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο

 

 

 

«Όσο για το απόσπασμα αυτό, λέει ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, «είναι δύσκολο να πεις από πού το ξετρύπωσε. Είναι ένας τέλειος ενδεκασύλλαβος και μπορεί να έχει γραφτεί από οποιονδήποτε Ιταλό ποιητή, από τον 16ο αιώνα και μετά, όμως η νοσταλγία του Νότου είναι σύγχρονη. Ή μπορεί να πρόκειται για κάποιον νότιο ποιητή κι όταν μιλάει για το Νότο να εννοεί τη Σικελία ή τη Νάπολη. ‘Piu nessuno mi portera nel sud’. Και κάτι μου λέει ότι το ξέρω. ‘Κανείς πια δεν θα με πάει στο Νότο’. Σε κάθε περίπτωση το απόσπασμα φανερώνει απογοήτευση. Η εγκεφαλική προσδοκία του να διαβάζει κανείς σχεδόν  όλη τη νύχτα και το χειμώνα να πηγαίνει στο Νότο, εξαπατώντας το κρύο και το θάνατο. Ο φόβος ότι αυτός ο μυθικός Νότος ενδέχεται να είναι άλλη μια πρόταση ρουτίνας και ματαίωσης. Και τέλος, η πλήρης απογοήτευση… Κανείς πια δεν θα τον πάει στον Νότο». Κι αυτός δεν είναι άλλος παρά ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο και το παράπονο του. Ο Σικελός ποιητής που θα στερηθεί την πατρίδα του που βρίσκεται στο Νότο.

 

Η καρδιά μου βρίσκεται πια σ’ αυτά τα λιβάδια.

Έχω ξεχάσει τη θάλασσα, το βαρύ

κοχύλι που σφυρίζουν οι Σικελοί βοσκοί,

το μονότονο τραγούδι των κάρων στους δρόμους […]

έχω ξεχάσει το πέρασμα των ερωδιών και των γερανών

στον αέρα πάνω από τα πράσινα οροπέδια […]

Παντού όμως ο άνθρωπος κραυγάζει τη μοίρα μιας πατρίδας.

Κανείς πια δεν θα με πάει στο Νότο.

 

Ω, ο Νότος έχει κουραστεί να σέρνει νεκρούς[…]

Έχει κουραστεί από μοναξιά, από αλυσίδες,

Έχει κουραστεί απ’ τις βλαστήμιες

στο στόμα όλων των φυλών

που κραύγασαν θάνατο με την ηχώ των πηγαδιών του

που ήπιαν το αίμα της καρδιάς του.

 

Η ποίηση στην πρώτης  της αρχή, σημαδεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, άλλωστε «από το δυσχερή εγκλιματισμό ενός Σικελού επαρχιώτη», σημειώνει ο μεταφραστής, επιμελητής και συντάκτης της εισαγωγής του τόμου Κι αμέσως βραδιάζει, «θρεμμένου με τις λογοτεχνικές παρακαταθήκες, στο κλίμα του νεωτερισμού».

Το 1942 ο Κουαζίμοντο συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε σχολαστικά τα ως τότε ποιήματά του εν είδη απολογισμού που ανήκαν στη λογοτεχνική τάση του ερμητισμού που έμοιαζε με την καθαρή ποίηση που υπηρέτησαν κάποια στιγμή στη λογοτεχνική τους ανέλιξη και  οι δικοί μας, Σολωμός, Σικελιανός, Παλαμάς – μεταξύ άλλων.

Οι καταβολές της συλλογής Νερά και γαίες ανιχνεύονται στην παράδοση του 19ου αιώνα των Καρντούτσι, Πάσκολι και Γκαμπριέλε Ντανούντσιο και λιγότερο στους σύγχρονούς του Μοντάλε και Ουνγκαρέτι.

Σ’ αυτό το πρώτο βιβλίο  κυριαρχούν ο οξύς και δίχως συγκεκριμένο λόγο πόνος, η νοσταλγία του ανέκκλητα χαμένου, η θλίψη για την απώλεια του παιδικού παραδείσου μέσα σε διάκοσμο λυρικών εικόνων, που επιδιώκουν να εκφράσουν τη μεταφυσική μοναξιά και τη διάψευση του ποιητικού εγώ, ενώ αναφύονται στοιχεία νατουραλιστικής περιγραφής.

Κάποιοι θυμήθηκαν έναν άλλο Σικελό τον ηθογράφο Τζοβάνι Βέργκα – βασικό εκπρόσωπο του βερισμού του 19ου αιώνα- και τον συνέκριναν  με το ένα σκέλος της ποιητικής του Κουαζίμοντο, τον νατουραλισμό –  κίνημα συγγενές προς τον ρεαλισμό – που παραπέμπει στην παράδοση. Αλλά αυτή η σύγκριση είναι μάλλον επιφανειακή.

Ο συνδυασμός της παράδοσης [νατουραλισμός] με τον μοντερνισμό που εκφράζει ο ερμητισμός δημιουργεί πίσω από μια λαμπερή επιφάνεια αυτό το εσωτερικό κενό, ή αλλιώς μια ουδετερότητα. Ένα στοιχείο εξωλογικό, μια ρήξη με την απτή πραγματικότητα. Κάποτε μάλιστα ο ερμητισμός φλερτάρισε με τον σουρεαλισμό, αν και η πιο κοντινή σ’ αυτόν θέση είναι πλάι στην ‘καθαρή ποίηση’ και τον συμβολισμό.

Ο ερμητισμός στόχευε στην ποσότητα της ποιητικής μονάδας και τη φωνητική της αξία και όχι στην ποιότητά της. Αυτό επέφερε τη ρήξη του με την ιταλική παράδοση που αντιπροσώπευε ο Ντανούντσιο.

Οι Ιταλοί ερμητιστές με μια ποίηση ‘καθαρότητας’ και απουσίας ήταν ένας τρόπος αρκετά πρόσφορος στο να στραφούν ενάντια στη ζοφερή πραγματικότητα του καιρού τους, τον φασισμό. Από μια άλλη άποψη όμως η ποιητική ενδοστρέφεια ήταν αντίθετη προς την αισιοδοξία την οποία διακήρυσσε ο φασισμός.

Κάτι ανάλογο με τον ερμητισμό στην Ιταλία του Μουσολίνι συνέβη στην Ελλάδα του Μεταξά και τη λογοκρισία που επέβαλε στους λογοτέχνες καθώς και τις διώξεις που ασκούσε και σε αυτούς η μεταστροφή των βενιζελικών συγγραφέων της Γενιά του Τριάντα προς θέματα που απέφευγαν να αγγίξουν τα καυτά γεγονότα που συνέβαιναν  και τον εξανδραποδισμό των αντιφρονούντων. Μόνο που αυτοί στράφηκαν στην Ιστορία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη που διαδραματιζόταν στην εποχή της Φραγκοκρατίας.

 

Η ποίηση του Κουαζίμοντο ωρίμασε ανάμεσα στο Βορρά, το Μιλάνο και στο Νότο, τη Σικελία. Ανάμεσα στο νόστο της φτωχής γενέτειράς του, της Σικελίας και τα χρόνια της βιοποριστικής του εργασίας και της πνευματικής καθιέρωσης στον πλούσιο Βορρά.

Από τη μια δηλαδή η ενθύμηση και η ποιητική καταγραφή των άθλιων προπολεμικών συνθηκών του ανυπότακτου Νότου, από την άλλη ή εναντίωση την πραγμάτωση της ευζωίας που επέφερε η εκβιομηχάνιση.

 

…τα παιδιά που γυρίζουν στα βουνά

σπρώχνουν τ’ άλογα κάτω απ’ την κουβέρτα των άστρων

[…] που είναι ξανά κόκκινα, κόκκινα, κόκκινα.

 

Κι αυτό το βράδυ το γεμάτο χειμώνα

είναι ακόμα δικό μας, κι εδώ ξαναλέω σε σένα […]

ένα θρήνο αγάπης δίχως αγάπη.

 

Μετά τους φασίστες, τους δωσίλογους, τους βασανιστές, τους διεφθαρμένους που έσπειραν τον πόλεμο και το ζόφο ήρθε η ώρα του αναγεννημένου ανθρώπου. Η εμπειρία της Κόλασης του Πολέμου οδήγησε σε μια νέα πολιτική , ιδεολογική και ηθική πραγματικότητα.

Ο Κουαζίμοντο διαπίστωσε πως «ο αρκαδισμός της ποίησης και οι νέες αλχημείες του λόγου αποδείχτηκαν στείρες και ψεύτικες».

Από την ποίηση του ερμητισμού ο Κουαζίμοντο πέρασε μεταπολεμικά στην ποίηση της κοινωνικής προοπτικής. Ο δραματικός διάλογος τοποθετείται στη θέση του λυρικού μονολόγου.

Η ποίηση δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο όπως είναι γνωστό ακόμα κι αν η κοινωνία βρίσκεται σε υψηλό σημείο και επιθυμεί αλλαγή προς το καλύτερο.

Ο Κουαζίμοντο αναλογίζεται αν υπάρχει έστω και κάποια αμυδρή ελπίδα εξόδου από μια εποχή όπου η βία ασκείται ασύστολα και εντέλει αυτοκαταστροφικά.

 

Μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα το 1956 ο Κουαζίμοντο συνέθεσε επτά ποιήματα με τίτλο  Dalla Grecia [Από την Ελλάδα]. Οι τίτλοι των ποιημάτων παραπέμπουν στους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους που επισκέφτηκε: Ακρόπολη, Ολυμπία, Δελφοί, Κνωσός, μεταξύ άλλων.

Η καταγωγή και οι ρίζες του Κουαζίμοντο από την Ελλάδα: «ο δρόμος γι’ αυτόν, τον Έλληνα στην ψυχή», αφού η γιαγιά του ήταν Ελληνίδα από την Πάτρα και ονομαζόταν Ρόζα Παπανδρέου, ήταν μόνο ένας: «να ξαναβρεί τη μαγεία της καταγωγής πέρα από όλα τα εμπόδια που ο πολιτισμός μας είχε καταφέρει να συσσωρεύσει». Η Σικελία και η Ελλάδα συνυπήρχαν στο αίμα του αλλά ήθελε ακόμη να εμπιστευτεί την καταγωγή του στις Συρακούσες, τη παλλόμενη καρδιά της Μεγάλης Ελλάδας, αντί για τη Μόντικα, όπου πραγματικά γεννήθηκε».

Το κλειδί της ανάγνωσης και της ποιητικής του Κουαζίμοντο είναι η ελληνικότητα, δεδομένου ότι πολύ σημαντικός σταθμός στην ποιητική του διαδρομή υπήρξε η μετάφραση των Ελλήνων Λυρικών ποιητών (1939-1940), γιατί ακριβώς αυτό το έργο του άνοιξε το ενδιαφέρον για τη ζωή και την καθημερινότητα αλλά και τον επηρέασε στη θεματολογία και τους λιτούς εκφραστικούς τρόπους…

 

«Στους λέοντες της πύλης,/ στους σκελετούς της σκηνικής αρμονίας/που ανασήκωσαν των ερειπίων οι φιλόλογοι,/ ο χαιρετισμός μου ενός Σικελού Έλληνα»., γράφει στο ποίημα «Μυκήνες».

 

Η ήσυχη και συγκεχυμένη συνέχεια,

η Ολυμπία, όπως ο Δίας, όπως η Ήρα.

Το κεφάλι σου κοιτώ πάνω στη χλόη να ξεχωρίζει,

μ’ ένα φεγγάρι από αναμμένο άχυρο. [ακολουθώντας τον Αλφειό]

 

 

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (Salvatore Quasimodo, 20 Αυγούστου 1901 – 14 Ιουνίου 1968)[1] ήταν Ιταλός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και ποιητής. Μαζί με τους Εουτζένιο Μοντάλε, Ουμπέρτο Σάμπα και Τζουζέππε Ουνγκαρέττι θεωρείται από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ιταλικής ποίησης του 20ού αιώνα. Τιμήθηκε το 1959 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.

Γεννήθηκε στις Συρακούσες το 1901 και, ως γιός σιδηροδρομικού υπαλλήλου, ξεκίνησε τεχνικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, τις οποίες όμως σταμάτησε για να εργαστεί ως τεχνικός στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Στο Μιλάνο εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέπειτα ως δάσκαλος ιταλικής λογοτεχνίας. Έμεινε σε πολλές ιταλικές πόλεις, όπως το Μιλάνο, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, όπου και νυμφεύθηκε. Στις πόλεις αυτές γνωρίστηκε και με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συγγραφείς της εποχής. Αν και έγραψε τα πρώτα του ποιήματά του σε νεαρή ηλικία (το 1917), αυτά άρχισαν να δημοσιεύονται αρκετά αργότερα (το 1930) στο περιοδικό Solaria, τη χρονιά που κυκλοφόρησε και η πρώτη του ποιητική συλλογή Νερά και χώματα. Ασχολήθηκε με μεταφράσεις σπουδαίων Άγγλων και Ισπανών ποιητών, όπως ο Σαίξπηρ και ο Νερούδα. Το 1945 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

 

Πέθανε το 1968 από εγκεφαλική αιμορραγία.

 

 

Ο Πάμπλο Νερούδα στην αυτοβιογραφία του γράφει [μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής]:

«Από τόσο μακριά που βρίσκομαι τώρα και πάνω από τις θάλασσες υψώνω ένα στεφάνι πλεγμένο με φύλλα και με αρώματα της Αραουκανίας και το αφήνω να πετάξει στον αέρα, για να το φέρουν ο άνεμος και η ζωή και να το αφήσουν στο μέτωπο του Σαλβατόρε Κουαζίμοντο. Δεν είναι το απολλώνιο δάφνινο στεφάνι που τόσες και τόσες φορές έχουμε δει να κοσμεί την κεφαλή του Φραγκίσκου Πετράρχη. Είναι στεφάνι από τα δικά μας ανεξερεύνητα δάση, στεφάνι από φύλλα που δεν έχουν ακόμα βρει όνομα, από φύλλα που αφήνουνε να στάζει η δροσιά που τους έδωσαν οι όρθροι και οι αυγές του δικού μου εδώ Νότου».

 

 

Σημείωση:

 

Τα παραθέματα και τα ποιήματα από: τις Θάλασσες του Νότου του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, μτφρ. Βέρα Δαμόφλη, Μεταίχμιο, 2015 & Σαλβατόρε Κουαζίμοντο Κι Αμέσως Βραδιάζει, μτφρ., επιμ., εισ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Πατάκης, Ναυτίλος αναγνώσματα, 1999
«Οι τελευταίες συλλογές La terra impareggiabile (Απαράμιλλη πατρίδα, 1959) και Dare e avere (Δούναι και λαβείν, 1966)», γράφει ο Φοίβος Γκικόπουλος, «δηλώνουν μια επιστροφή στα πρώτα του θέματα και μοντέλα. Ο Κουαζίμοντο απογοητευμένος από την ποιότητα των ανθρώπων, φαίνεται ν’ αναγνωρίζει την αποτυχία του. Το μήνυμά του έπεσε στο κενό, ο λόγος, πάνω στις σελίδες, περιμένει μάταια, τώρα πια ούτε οι αρχαίοι μύθοι των κλασικών μπορούν να του προσφέρουν μια σανίδα σωτηρίας. Πίσω από τον «δεύτερο Κουαζίμοντο», ξεπροβάλει ο «πρώτος», της αναλογικής σύντμησης, του πλαστικού και ουσιώδη λόγου. Είναι τα χρόνια που ο ποιητής, βαριά άρρωστος, αισθάνεται το θάνατο να πλησιάζει: «Γράφω λέξεις και αναλογίες, προσπαθώ / να χαράξω μια σχέση πιθανή / ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Το παρόν είναι μακριά μου / και δεν μπορεί να με χωρέσει ολόκληρο».

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος
 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.