Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσεις ένα ποιητικό έργο, πολύ περισσότερο όταν γνωρίζεις τον άνθρωπο που το συνέθεσε. Ο ποιητικός λόγος είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένος με τον άνθρωπο που τον γέννησε.Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την ποιητική συλλογή «Σύσσωμος» του Μιχάλη Μελαχροινούδη που παρουσιάζουμε απόψε. Ο Μιχάλης, για όλους εμάς που τον γνωρίζουμε, αλλά είμαι βέβαιος ακόμα και για άγνωστους αναγνώστες, δεν έχει ανάγκη από συστάσεις. Μας συστήνεται με το έργο, με τον λόγο του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό, ήδη από την προηγούμενη συλλογή με τίτλο «Εν αρχή ην ολόγος», είναι η ευθύτητα και η αμεσότητα. Χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί σε περίτεχνα σχήματα και εκφραστικά μέσα, ο Μελαχροινούδης αναζητά πρώτα και κύρια τον τρόπο να επικοινωνήσει άμεσα και λιτά με τον αναγνώστη.Προσοχή όμως, ο λόγος είναι λιτός, αλλά σε καμιά περίπτωση φτωχός. Οι λέξεις είναι επιλεγμένες προσεχτικά. Το ζητούμενο είναι η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία με τον αποδέκτη του έργου. «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη»,έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης. Αυτό προσπαθεί κι ο Μιχάλης και, πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου εύκολο.
Οι θεματικές της δεύτερης συλλογής «Σύσσωμος»απλώνονται και αγκαλιάζουν πολύπλευρες πτυχές αυτού του πολύπλοκου πεδίου που είναι τελικά η ίδια η ζωή. Παιχνίδια της μνήμης, σκιές από το παρελθόν, στιγμιαίες αισθήσεις, αποθησαύριση στιγμών είναι όλα αυτά που χαρακτηρίζουν το ποιητικό έργο. Θα επικαλεστώ δύο στίχους που χρησιμεύουν και ως γενικότερο μότο της συλλογής:«Έχω χρόνο ακόμα. Αλήθεια έχεις;». Ας δούμε αυτήν τη σύντομη φράση ως κλειδί ανάγνωσης. Πίσω από τον ποιητικό λόγο κρύβεται η ανάγκη για έκφραση, ο πόθος για επικοινωνία. Ο χρόνος που νοείται άλλοτε ως σύντροφος, άλλοτε ωςαντίπαλος είναι πάντα παρών, αλλά δεν περισσεύει. Μοιάζει να ζει ο δημιουργός σε μια αντίστροφη μέτρηση. Γι’ αυτό και η έκφραση είναι άμεση, θέλει να διατηρήσει ζωντανές, αποτυπωμένες στον γραπτό λόγο μνήμες και σκέψεις.
«Η ποίηση είναι η ρήξη με τη σιωπή, η έκφραση είναι το αντίδοτο στην αφωνία»
Σε μια δημιουργική ενότητα συνυπάρχουν οι μνήμες της παιδικής ηλικίας, οι αισθήσεις από εποχές που παραμένουν άσβεστες, η αθωότητα συνυφασμένη με τη νοσταλγία, η συνείδηση των χρόνων που περνούν. Τι θέλει, τι επιδιώκει ο ποιητής; Να μην αφήσει όλο αυτό το συναίσθημα στη σκόνη και στη λήθη.Η ποίηση είναι η ρήξη με τη σιωπή, η έκφραση είναι το αντίδοτο στην αφωνία. Ακούστε πώς το διατυπώνει εμβληματικά σε μερικούς μόνο στίχους:
τα μεσημέρια μόνο του καλοκαιριού
κάτι στριγκιές φωνές
διαπερνούν πού και πού
τις γερμένες μπαλκονόπορτες
τις τρύπιες σήτες
Αυτή είναι η φωνή του ποιητή, η φωνή που διαπερνά τη σιωπή.
Βήμα με βήμα αυτή η δημιουργική απόδοση στιγμών απλώνεται, αγκαλιάζει πτυχές μη αναμενόμενες. Από το παλιό οικογενειακό αυτοκίνητο, στα σπίτια που αλλάζουν στο διάβα του χρόνου, στην εφηβική ποδοσφαιρική φανέλα. Όλα είναι πηγές συγκίνησης, ζωγραφίζονται με ευαισθησία, είναι ζωντανά εντός της ποίησης, θησαυροί ανεκτίμητοι που δεν γίνεται να μείνουν πίσω. Μαζί τους συνυπάρχουν το αίσθημα της απώλειας, ο έρωτας στην πιο καθαρή του μορφή, τα πρόσωπα οικεία και αγαπημένα στην απλότητά τους, ο φόβος μπροστά στον χρόνο που περνάει, αλλά και η αποτύπωση της άδολης χαράς. «Βυθίσου στη γοητεία των απλών πραγμάτων» είναι ο τίτλος ενός από τα πολύστιχα ποιήματα που κλείνει τη συλλογή. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πρόταγμα, το δημιουργικό στοίχημα – πρόκληση που χαρακτηρίζει τη δουλειά του Μιχάλη Μελαχροινούδη.
«Τι είναι, τι αντιπροσωπεύει για τον Μιχάλη η ποίηση;»
Κι έρχομαι στο ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε. Τι είναι, τι αντιπροσωπεύει για τον Μιχάλη η ποίηση; Για μένα η απάντηση βγαίνει μέσα από τον ίδιο του τον λόγο. Η ποίηση είναι σμίξιμο, επαφή, επικοινωνία. Δεν είναι κάτι που σε διαχωρίζει, αλλά κάτι που σε σμίγει, σε φέρνει πλάι στον αναγνώστη. Δεν είναι κάτι που σε κάνει διαφορετικό, αλλά μια σπουδή, μια δοκιμασία που σε φέρνει πιο κοντά με όποιον ή όποια τύχει να σε διαβάσει. «Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο», έγραφε πριν χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος. Γι’ αυτό κι ο λόγος του Μελαχροινούδη είναι διάφανος, είναι πολύσημος αλλά όχι κρυπτικός. Δεν αναζητά τον εντυπωσιασμό, ανιχνεύει και βρίσκει τη γνήσια συγκίνηση, μια συνθήκη ταυτότητας με τον αναγνώστη. Ο ποιητής μοιράζεται, κι επειδή μοιράζεται το κάνει με τον πιο ευθύ τρόπο.
Είχα την ευκαιρία να το ζήσω αυτό από κοντά, συμμετέχοντας μαζί με τον Μιχάλη και άλλους συνοδοιπόρους σ’ αυτήν την όμορφη συλλογική περιπέτεια ποίησης που κρατάει 5 χρόνια με την έκδοση του «Σείστρου». Το μόνιμο άγχος του Μελαχροινούδη, αλλά και όλων μας, είναι πώς θα φέρουμε τον ποιητικό λόγο κοντά στον συμπολίτη και τη συμπολίτισσα. Μακριά από τετριμμένα κλισέ που θεωρούν τους ποιητές και τις ποιήτριες κάτι «πέραν του κόσμου τούτου». Άλλοτε τα καταφέρνουμε, άλλοτε όχι, σημασία έχει όμως ότι διαρκώς το προσπαθούμε.
Σε πείσμα όσων μιλούν για μια στεγνή, άνυδρη εποχή, όλοι μας, κι ο Μιχάλης ανάμεσά μας, τόσο με το προσωπικό του έργο όσο και με τη συμμετοχή στο συλλογικό εγχείρημα, υπερασπιζόμαστε μια άλλη, διαφορετική θέαση των πραγμάτων. «Έβλεπα τώρα, πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω / πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες», όπως εμβληματικά έχει πει ο αγαπημένος, και του Μιχάλη, Μανόλης Αναγνωστάκης. Αυτό, επιτρέψτε μου να το πω, είναι και το νόημα της συμμετοχής και της συνεργασίας.
«Η αγωνία για το συλλογικό μέλλον, για το μέλλον μας ως πόλης, ως νησιού, ως κοινωνίας τελικά διαπερνά τα ποιήματα της συλλογής»
Μίλησα πριν για συλλογικότητα. Κι αυτό είναι ίσως ένα ακόμα νήμα για να ακολουθήσουμε στην ανάγνωση του «Σύσσωμου». Η αγωνία για το συλλογικό μέλλον, για το μέλλον μας ως πόλης, ως νησιού, ως κοινωνίας τελικά διαπερνά τα ποιήματα της συλλογής. Άλλωστε ο δημιουργός είναι στρατευμένος, ως μάχιμος εκπαιδευτικός, σε έναν κατ’ εξοχήν χώρο συλλογικής προσπάθειας, αυτόν της εκπαίδευσης. Δεν μένει αδιάφορος –πώς θα μπορούσε;–, σε όσα συλλογικά μας καθορίζουν, μας εμπνέουν, αλλά και μας πληγώνουν.
Σε αυτό το ιδιαίτερο πεδίο υπάρχει ο κοινωνικός αντίλαλος από όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μια απάντηση στην ιδιώτευση, στην απομόνωση, στην αδιαφορία. Είναι οι στιγμές που το προσωπικό γίνεται συλλογικό, που η αίσθηση γίνεται ματιά κοινωνική. Είτε μιλάει για την προσφυγιά, τη φτώχεια, την καταπίεση, τη ματαίωση συλλογικών ονείρων, είτε μιλάει για τον πόλεμο, το σφαγείο και τις μανούλες με τα μαύρα μαντήλια, ο ποιητής είναι ταυτόχρονα δέκτης και πομπός ενός λόγου καταγγελτικού με ευαίσθητη ματιά αλλά κοφτερή έκφραση.
Δεν δικαιούμαστε να σωπαίνουμε, μοιάζει να μας λέει ο Μελαχροινούδης:
κι έπειτα σαν στέκομαι καμπόσος
σε αίθουσα μεγάλη και μιλώ
μιλώ γλώσσα ακατανόητη και ξένη
αυτά τα μάτια τα μεγάλα
άδεια στο πάτωμα πέφτουν
στοίχημα να ’ρθει γρήγορα ο καιρός
που δυνατά γελούν και πάλι
Με τους στίχους αυτούς, που γεννιούνται από την άμεση διδακτική εμπειρία του ποιητή, το μεγάλο ζήτημα της αλληλεγγύης γίνεται απλός, καθημερινός στόχος, που χωρίς αυτόν δεν έχει νόημα ούτε η ποίηση ούτε η ίδια η ζωή.
Κι ακόμα, κι εδώ μας αγγίζει ιδιαίτερα, η αποτύπωση της συλλογικής αίσθησης του χώρου που ζούμε όλοι και όλες μαζί. Στην ευτυχέστερη διατύπωση, γλυκόπικρη φυσικά, στο ποίημα «Επαρχία είναι»: «το παιχνίδι εξουσίας / σε βλέπω, κάνω πώς όχι / με βλέπεις, κάνεις πώς όχι». Εδώ ο Μιχάλης μοιάζει να το έγραψε με το χέρι όλων μας, σκιαγραφώντας με χίλιες μικρές πινελιές το τοπίο, το κοινωνικό τοπίο μέσα στο οποίο ζούμε κι εκφραζόμαστε.
«Με την τέχνη του μετασχηματίζει την επαρχιακή μας καθημερινότητα σε αναζήτηση και δημιουργία»
Ας μου επιτραπεί μια ακόμα παρατήρηση. Ο Μελαχροινούδης ζει και δημιουργεί μέσα στον τόσο γνωστό και οικείο σε μας μικρόκοσμο της Χίου. Συναντάμε εικόνες γνωστές και οικείες. Με την τέχνη του όμως μετασχηματίζει την επαρχιακή μας καθημερινότητα σε αναζήτηση και δημιουργία. Το μικρό, το οικείο μεταμορφώνεται. Κι έτσι αυτός ο κόσμος ο μικρός γίνεται μέγας, για να θυμηθούμε και τον Ελύτη.
Έχω τη γνώμη ότι με όσα παραπάνω περιέγραψα μπορούμε να δούμε με μια ματιά το επίτευγμα της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Μιχάλη Μελαχροινούδη. Θα διακρίνουμε μέσα από τον λόγο του, τη δική του ματιά. Μια ματιά ευαίσθητη, τρυφερή, σε στιγμές νοσταλγική, αλλά ταυτόχρονα μια ματιά που δεν χαρίζεται, έχει την τόλμη αλλά και την ενάργεια να γνωρίζει και να κατανοεί τα γύρω συμβαίνοντα. Επιχειρεί να γεφυρώσει το φαινομενικό χάσμα ανάμεσα στο καθημερινό, το θεωρούμενο κοινό και κοινότοπο και στη μοναδική αίσθηση που καταγράφεται ποιητικά. Απηχεί ατόφια την αγάπη του δημιουργού για την ποίηση και τη διαρκή του προσπάθεια να αποτυπώσει στον ποιητικό του λόγο όσα ζει, νιώθει, αντιλαμβάνεται. Πιστεύω ότι το καταφέρνει κι εμείς γινόμαστε κοινωνοί αυτής της προσπάθειας, αυτού του μόχθου με το ευτυχές αποτέλεσμα.
Φίλες και φίλοι,
Είμαι βέβαιος ότι ο καθένας και η καθεμιά θα αποκομίσει τα δικά του στοιχεία, τις δικές του γεύσεις και μυρωδιές από την ανάγνωση της συλλογής. Εκεί κρύβεται βέβαια το μεγαλείο της ποίησης, στην προσωπική προσέγγιση, στην προσωπική συνομιλία με τον λόγο του ποιητή.Γι’ αυτό και θα κλείσω εδώ την προσωπική μου κατάθεση, ευχαριστώντας τον Μιχάλη Μελαχροινούδη για το έργο που μοιράζεται μαζί μας. Και βέβαια ευχόμενος να ζήσουμε σύντομα τη δημιουργική του συνέχεια, η οποία είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξει.
Επιτρέψτε μου,όμως, να κλείσω αυτήν τη σύντομη αναφορά με μερικούς στίχους του Γιώργου Σαραντάρη, που περιγράφουν αυτό που είμαι βέβαιος ότι ο Μιχάλης Μελαχροινούδης κατανοεί σε βάθος, όπως φαίνεται από το έργο του.
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
