Μια πάνινη -ολότελα μουλιασμένη- κούκλα, αντιπροσωπευτική της δεκαετίας του ’50, κρεμόταν από το σχοινί της μπουγάδας στην αυλή τους, σε μια από τις πολλές πανομοιότυπες αυλές εκείνης της εποχής.
Το χώμα από κάτω δεχόταν τις ρυθμικές σταγόνες που σχημάτιζαν μια υποψία λιμνούλας, μα που κι αυτή εξατμίζονταν σταδιακά από την καλοκαιρινή λαύρα του μεσημεριού. Το άτεχνο πρόσωπο της κούκλας από φτηνή πάστα, έλειωνε σταδιακά αλλοιώνοντας την αδιάφορη έκφραση της.
Κι εκείνη -οχτάχρονο κορίτσι- με ανασηκωμένο το κεφάλι παρακολουθούσε ανέκφραστη την εκούσια δολοφονία μιας από τις πολλές κούκλες θύματα της.
Δεν είχε αγαπήσει καμιά τους, από την πρώτη έως τούτη την τελευταία. Εφήμερα παιχνίδια που έρχονταν κι έφευγαν χωρίς ν’ αφήνουν κανένα προσωπικό αποτύπωμα πίσω τους.
Γι’ αυτό ήταν αρνητική πάντα στα βαρετά επαναλαμβανόμενα καλέσματα των φιλενάδων της να παίξουν τις κουμπάρες ως ασυνείδητα προϊούσες μελλοντικές μαμάδες με παιδιά ακούνητα, αμίλητα και υπάκουα… Ψευδεπίγραφες παγίδες μιας αλλότριας πραγματικότητας.
Κι έπειτα -εκεί περίπου στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της ζωής της -οι πάνινες κούκλες έχασαν την όποια υποτιθέμενη αίγλη τους καθώς στη θέση τους εισέβαλαν κάποιες νέες… Κοκάλινες -αυτή τη φορά- πανομοιότυπες κούκλες με χαζοχαρούμενα γελαστά πάντα πρόσωπα. Κι οι πάνινες κατέληξαν άδοξα πια να πουλιούνται στα πανηγύρια των ναών στις επετειακές γιορτές των αγίων τους, στολισμένες όπως και πριν με φανταχτερά τούλινα φορέματα και στρας εφήμερης λαμπρότητας.
Μα ούτε και οι κοκάλινες κούκλες που θεωρήθηκαν νεοτερισμός της εποχής τότε κατάφεραν να τραβήξουν το ενδιαφέρον της.
Εντελώς τσίτσιδες κουνούσαν πόδια και χέρια υποχείρια της άτσαλης χρήση τους από ανυπόμονα παιδιά για να καταλήξουν αναπόφευκτα σε πολλαπλές εξαρθρώσεις όταν τα λαστιχάκια που τα συγκρατούσαν έσπαγαν ηθελημένα ή ακούσια από την πολλή χρήση. Για να καταλήξουν εντέλει…
Στο νοσοκομείο των κούκλων, από τις ελάχιστες καινοτομίες της εποχής.
Κι όμως μήτε κι αυτές κατάφεραν να ξυπνήσουν μέσα της το μητρικό ένστικτο.
‘Παράξενο παιδί’ έλεγαν καταμόνας οι γεννήτορες όταν την έβλεπαν να τραβάει με μανία τα χέρια και τα πόδια στις κοκάλινες κούκλες της ως να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος του λάστιχου που έσπαγε.
Ίσως αυτή η μανία εξαρθρώσεων να είχε την πηγή της στις συχνές οικογενειακές επισκέψεις στο κουκλονοσοκομείο καταγμάτων για τις αναγκαίες επιδιορθώσεις. Την διασκέδαζε αφάνταστα να βλέπει τους κουκλογιατρούς επί το έργο. Μα ίσως ήταν και ένας βαθύτερος ασυναίσθητος φόβος της να μην υποκύψει άθελα της σ’ αυτό που εντέχνως η κοινωνία προετοίμαζε από πολύ μικρά τα θήλεα σε ρόλους δοτούς στην ‘αγία οικογένεια’ και στην ‘διαιώνιση’ του είδους.
Με δούρειο ίππο πάντα τις κούκλες εξαρτημένων από αυτές παιδιών, οι ελέγχοντες τις κοινωνικές νόρμες κατάφερναν να περάσουν το μήνυμα τους : τα θήλεα ανέκαθεν να είχαν φυτεμένες στο ασυνείδητο τους τις θεωρίες διαφοροποίησης των δύο φύλλων.
Έτσι οι υποβολιμαίες αναγκαίες ανανεώσεις του δολώματος για να γίνει πιο ελκυστικό, είχαν εξοστρακίσει τις πάνινες και στη συνέχεια τις κοκάλινες κούκλες στη λήθη, όλες τους πλέον θεωρούντο passe, η διάδοχη κουκλοφυλή που τις αντικατέστησε ήταν τώρα οι μαρκησίες, σύμβολα της φαντασιακής ευμάρειας της μεταπολεμικής κοινωνίας.
Κούκλες με ξενόφερτη καταγωγή και τίτλο αριστοκρατικότητας, έγιναν γρήγορα της μόδας προϊούσης της ξενομανίας και της ανάγκης επίδειξης. Προορισμένες να κοσμούν τους καναπέδες των σαλονιών, μα ωστόσο απαγορευμένο παιχνίδι των παιδιών, για να μην τις χαλάσουν -‘απαραβίαστη’ γονική εντολή- επόπτευαν παράλληλα την ζωή της οικογένειας με έναν αέρα ανωτερότητας που επέβαλε η καταγωγή τους.
Όλα αυτά τότε…. Που και τελικά οι κοινωνικοί σχεδιασμοί την είχαν υποτάξει.
Όμως τώρα…
Μεσήλικη πια, δεν εντυπωσιάζονταν από την ροζ φτηνιάρικη οργαντίνα και τα λουστρινένια γοβάκια της μαρκησίας τους, ξεχασμένης τώρα σε κάποιους χώρους της οικογενειακής μονοκατοικίας. Μετά την αμετάκλητη φυγή των γεννητόρων, την είχε μετακομίσει από τον καναπέ του σαλονιού στα ορεινά του πιάνου της μητέρας -εκείνο με το ξεθωριασμένο πια μαύρο λούστρο. Κίνηση ηθελημένη για να μην έχει άμεση επαφή μαζί της και να μην βλέπει το αρυτίδωτο πρόσωπο, ούτε τα πλούσια μαλλιά της.
Είχε ωστόσο εξοστρακίσει ηθελημένα και τους καθρέφτες του σπιτιού για να μην υποκύπτει στις σύντομες έστω πλάγιες ματιές στα δικά της αραιωμένα και ξεθωριασμένα από τις πολλές βαφές μαλλιά ή τις ρυτίδες που αυλάκωναν πια το πρόσωπο και τα διάστικτα από καφετιούς λεκέδες χέρια.
Ζούσε τώρα μόνη στο πατρικό της, ένα σπίτι όπου ακόμη αντηχούσαν οι συνεχείς γονικές προτροπές, για ευτυχισμένους γάμους και τσούρμο παιδιών. Εκείνη είχε ορίσει τη ζωή της ελεύθερη από δεσμεύσεις κάθε είδους και την είχε ζήσει όπως αυτή ήθελε…
Ευτυχισμένη;
Σιωπή.
Μόνη;
Σιωπή.
Η μαρκησία αυτόπτης πάντα μάρτυρας την κοίταζε όπως πάντα ειρωνικά από τα ορεινά του μαύρου πιάνου της μητέρας.
Θυμήθηκε τις κούκλες που εκούσια βασάνιζε. Ήταν η ασπίδα της, κι ας είχε ζήσει με κίβδηλες αλήθειες για να μην ξεστομίσει την μόνη αλήθεια, για να μην ομολογήσει ούτε στον πανικό της πως λόγω οικίας ανατροφής και πλύσεως εγκεφάλου ήταν ανάπηρη να παίξει τον φυσικό ρόλο της μάνας…
Έτσι ήταν;
Έτσι είναι;
Και η μαρκησία πάντα εκεί να την κοιτάζει ειρωνικά.
Άπλωσε το χέρι και την άρπαξε από το πόδι. Η κίνηση ως τελευταία πράξη βίας, έμεινε μετέωρη, λίγο πριν διαλύσει το κεφάλι της μαρκησίας στο σκαμπό του πιάνου. Ο χρόνος έγινε άχρονος…
Κι έπειτα η βία έγινε χάδι. Τα χέρια αρωγοί αγάπης γύμνωσαν το κοκάλινο κορμί από τα περιττά φτιασίδια. Κι έτσι γυμνό σαν νεογέννητο βρέφος εκείνο ψέλλισε μια λέξη μόνο –
Μαμά …
Παιδί μου… -είπε εκείνη…