You are currently viewing Κωστής Καπελώνης:  – Δημοτικά θέατρα σαν παραμύθια

Κωστής Καπελώνης:  – Δημοτικά θέατρα σαν παραμύθια

Μια φορά κι έναν καιρο υπήρχε ένα δημοτικό θέατρο…

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας…

Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχαν καλλιτέχνες που πρόσφεραν έμπνευση, μεράκι, πολύ απλήρωτο χρόνο, για να στηρίξουν την επιθυμία ενός εμπνευσμένου δημάρχου ή αντιδημάρχου, που ήθελε για την πόλη του κάτι παραπάνω από την ύδρευση, το μάζεμα των σκουπιδιών, τα μεγάλα πεζοδρόμια, τους πεζόδρομους τραπεζοκαθισμάτων, όπως ας πούμε κάποιες ποσότητες πνευματικής τροφής ή απόλαυσης.

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν τοπικοί παράγοντες που συντάσσονταν με αυτές τις προσπάθειες και υποστήριζαν τη δημιουργία και τη συντήρηση της πνευματικής ζωής του τόπου τους.

Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχαν πολίτες, που ήθελαν, όταν τελείωναν τον κοπιώδη καθημερινό αγώνα του μεροκάματου, να βγούνε μια βόλτα, να συναντήσουν φίλους, να πάνε σε μια έκθεση ζωγραφικής, να πάνε σε ένα θέατρο και μετά σε μια ταβέρνα  να μιλήσουν για την παράσταση, μια φορά κι έναν καιρό…

 

Μια φορά κι έναν καιρό  ήσαν όλοι αυτοί υπερήφανοι, που ζούσαν σε μια πόλη, που συνέχιζε μια υψηλή πνευματική παράδοση, ανθρώπων του πνεύματος, της Επιστήμης και της Τέχνης, με σπουδαίους λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφους, πανεπιστημιακούς καθηγητές, ανθρώπους του Θεάτρου και της Τέχνης γενικώς και μάλιστα ονόμαζαν την πόλη τους «Πόλη του Χορού» ή «Πόλη των γραμμάτων» ή «Πόλη του Κινηματογράφου» κλπ.

Μέχρι που ήρθε η Τηλεόραση και οι τουρίστες…

 

Τα πρωινάδικα μετέστρεψαν το λαϊκό αίσθημα σε «λαϊκές» αισθηματογραφίες, η τηλεόραση εισήγαγε την οπτική αισθητική της κακής διαφήμισης, που το μόνο που την νοιάζει είναι να είναι καλοφωτισμένο το καταναλωτικό προϊόν, η τηλεόραση που έβγαλε σιγά σιγά από το πρόγραμμά της ο,τιδήποτε μπορεί να κινήσει πνεύματα και γέμισε με φτηνά προγράμματα, με δυο τρεις να μιλάνε μεταξύ τους σε συζητήσεις κουτσομπολιού του δήθεν καφενείου, γιατί δεν υπάρχουν πια καφενεία ανταλλαγής απόψεων, γέμισε με σήριαλ δήθεν αποτύπωσης των καθημερινών προβλημάτων, που εμφανίζουν θέματα που συμβαίνουν στο απέναντι διαμέρισμα, ακριβώς για να υποκαταστήσουν τη ζωή που δεν υπάρχει στο αποδώ διαμέρισμα, γιατί ο λαός αποσύρθηκε από τον να ζει και αγωνίζεται να επιβιώσει. Γέμισε με εκπομπές μαγειρικής, γιατί οι θεατές δυσκολεύονται να στήσουν κατσαρόλα στο σπίτι τους και παραμυθιάζονται με το οπτικό υποκατάστατο, ή εκπομπές επιδείξεων ρούχων, επιδείξεων κομμώσεων, επιδείξεων γενικώς, γιατί το τίποτα για να υπάρξει θέλει προβολή και βήμα θέασης.

 

Εκπαίδευσε ακολούθως τους άρχοντες της αρχής του παραμυθιού, σε αυτή την αισθητική και προσκαλούν στα εγκαίνια των «πολιτιστικών» τους εκδηλώσεων τα τηλεοπτικά τραγουδιστικά τίποτα, αναπαράγουν στη ζωή τα ψέμματα της τηλεόρασης και μάλιστα ξεχνούν σιγά σιγά ότι κάποτε πέρασε από τον τόπο τους το Πνεύμα, όπως συνέβη (παράδειγμα λέω) εξαφάνισης αρχείων ή ακόμη και πινάκων ζωγραφικής, που κάποτε χαρίστηκαν στο Δήμο και τώρα αγνοούνται ή σαπίζουν σε υπόγειες αποθήκες. Και καλά τα υλικά αντικείμενα, πιάνουν χώρο, (αλλά όχι τόπο), θέλουν προσωπικό να τα φροντίζει και να τα τακτοποιεί, αλλά να μην υπάρχει, ας πούμε, στο διαδικτυακό τόπο ενός δήμου, καμία αναφορά σε ένα δημοτικό θέατρο που είχε κάποτε, με πλήθος παραστάσεων, διακρίσεων και σπουδαίων καλλιτεχνικών συνεργατών, ντόπιων και ξένων; Να μη βρίσκεται ένας παρατρεχάμενος του δημάρχου, να του το θυμίσει, αλλά να κάτσει και ο δήμαρχος να ακούσει, ότι τα παράσημα που έχουν αξία στο πέρασμα μας από αυτή τη ζωή είναι τα πνευματικά· τα ονόματα που έμειναν στα βιβλία της ιστορίας είναι αυτά που φώτισαν τον κόσμο και δυστυχώς και αυτά που έσφαζαν κόσμο; Αν θέλεις το όνομα σου, γραμμένο κάπου αλλού, εκτός από την πλάκα του τάφου σου, πρέπει να αποφασίσεις με ποιους θα το συνδέσεις: με αυτούς που φωτίζουν, για να ανοίξουν πνευματικούς δρόμους ή με αυτούς που ρίχνουν βόμβες να ανοίξουν δρόμους, για να περάσουν τα «προϊόντα»…

 

Η τηλεόραση και… οι τουρίστες.  Χτίζουμε λοιπόν την καθημερινότητα μας, για να εξυπηρετήσει τον τουρίστα, που φέρνει λέει χρήμα, αλλά χρήμα υπηρεσιών και όχι παραγωγής και χτίζουμε σπίτια, για να «φιλοξενήσουν» και όχι να σπιτώσουν.

Μετά βέβαια αναπαράγουμε αυτά τα μοντέλα μέσα στα σπίτια, στα σχολεία, στις όποιες συλλογικότητες, στα παιδιά μας, στο μέλλον μας. Και απορούμε!!! Γιατί τα παιδιά έχουν αγριέψει, γιατί συμπεριφέρονται αλλοπρόσαλλα και βίαια, γιατί έχουν μαθησιακές δυσκολίες, γιατί πρέπει να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για τα γλυτώσουν;

Γιατί ακριβώς εξορίσαμε το πνεύμα, εξορίσαμε τη σκέψη, εξορίσαμε τη δημιουργική δράση.

 

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

 

Είπα τουρίστες και δημοτικά θέατρα…

Μήπως οι δήμαρχοι (και οι καλλιτέχνες) των τουριστικών επαρχιακών προορισμών να σκεφτούν και μια παραγνωρισμένη παράμετρο καλλιτεχνικού προσανατολισμού;

Καλά τα καλοκαιρινά θεατρικά δρώμενα στην επαρχία, αλλά γίνονται πρωτίστως για να απασχοληθεί το περιοδεύον καλλιτεχνικό δυναμικό των τηλεοπτικών «αστέρων» των Αθηνών, επειδή η Αθήνα θεατρικά το καλοκαίρι υπολειτουργεί, και απευθύνονται σε μη εργαζόμενους ή παραθεριστές, αφού οι εργαζόμενοι ιδίως σε επαγγέλματα του τουρισμού αδυνατούν να παρακολουθήσουν, επειδή δουλεύουν μέχρι τα μεσάνυχτα.

Αυτοί λοιπόν οι εργαζόμενοι, δεν έχουν δικαίωμα στην προσωπική διασκέδαση και θεατρισμό;

Το θέμα δεν φαίνεται να απασχολεί αρμόδιους ή μη…

 

Γιατί επιμένω να γράφω και να ξαναγράφω για τις “παθογένειες της φυλής”;

 

Μα γιατί τώρα, μετεκλογικά, οι νέοι δήμαρχοι θα επιλέξουν τους επόμενους αντιδημάρχους τους και λέω να παρέμβω στην επιλογή αντιδημάρχων Πολιτισμού.

 

Εν αρχή, ο δήμαρχος πρέπει να ξέρει τι θέλει στον τομέα αυτόν, ποιες ποιότητες θα επιλέξει για το ποίμνιο, συγνώμη για τους δημότες του ήθελα να πω, και με βάση τις αρχές που θα θέσει, θα πρέπει να επιλέξει τον κατάλληλο να τις υπηρετήσει.

 

Τώρα θα μου πεις, εδώ ολόκληρο κράτος, στα θέματα της Τέχνης δεν έχει άποψη και επιλέγει διευθυντές καλλιτεχνικών οργανισμών και αναθέτει εποπτεία με βάση άγνωστα (ή μήπως πολύ γνωστά) κριτήρια και περιμένεις από τον δήμαρχο της Κολοπετεινίτσας να έχει;

 

Ναι, περιμένω, γιατί υπήρξαν και υπάρχουν σε αυτή τη χώρα, δημοτικοί άρχοντες, που  νοιάστηκαν, συμπαραστάθηκαν στους ανθρώπους της Τέχνης και είχαν και έχουν ορατά και σημαντικά αποτελέσματα. Γι αυτό… ελπίζω…

Ένα πρόσφατο παράδειγμα τέτοιου αποτελέσματος-εξαίρεσης των παθογενειών που ανάφερα παραπάνω, είναι η δημιουργία μιας έκθεσης από οικογενειακό φωτογραφικό αρχειακό υλικό, συνδυασμένο με πρωτότυπες δημιουργίες του φωτογράφου, που φιλοξενείται σε μια ξεχωριστή επαρχιακή πόλη, το Ρέθυμνο, με ιδιαίτερη επιτυχία, αυτό τον καιρό, με πρωτοβουλία και συμπαράσταση μερικών ιδιόρρυθμων ιδιωτών, που επιμένουν να οργανώνουν και να συμμετέχουν σε ένα 6ο Φεστιβάλ Τέχνης, με μια στοιχειώδη δημοτική συμπαράσταση.

Δηλαδή, όταν θελουμε, κάτι καταφέρνουμε…

 

(Οι φωτογραφίες του Γιώργη Καπελώνη, είναι από τις πρωτότυπες φωτογραφίες της έκθεσης, που ανάφερα ως εξαίρεση. Φωτογραφίες σε φιλμ, με ιδιαίτερη τεχνική, με ιδιοκατασκευασμένες φωτογραφικές μηχανές οπής ή υπέρυθρης φωτογράφισης.)

 

KZK / 10.11.2023

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.