You are currently viewing Λίλια Τσούβα: Σωτήρης Σουλιώτης,  «Οι γυναίκες της Κοπεγχάγης». Εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2025. ISBN 978-618-5692-38-4
CREATOR: gd-jpeg v1.0 (using IJG JPEG v62), quality = 80

Λίλια Τσούβα: Σωτήρης Σουλιώτης,  «Οι γυναίκες της Κοπεγχάγης». Εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2025. ISBN 978-618-5692-38-4

Ο Δανός ποιητής Νιλς Χάου

 

Ο Σωτήρης Σουλιώτης στο βιβλίο του, Οι γυναίκες της Κοπεγχάγης, μεταφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό επιλογή ποιημάτων από το έως τώρα ποιητικό έργο του Δανού λογοτέχνη Νιλς Χάου (Niels Hav, γεν. 1949). Μεταφράζει από το δανέζικο πρωτότυπο, η έκδοση είναι δίγλωσση (ελληνικά-δανικά) και συνοδεύεται από κατατοπιστικό επίμετρο του μεταφραστή.

Ο Νιλς Χάου είναι από τους πιο γνωστούς ποιητές της Δανίας. Ο Σουλιώτης σημειώνει ότι είναι «συνομήλικος μεγάλων Δανών ποιητών, όπως ο Χένρικ Νόρντμπραντ, ο Πέτερ Λάουγκεσεν, η Βίτα Άντερσεν κ. ά., ωστόσο, όπως δηλώνει και ο ίδιος, έχει διαφορετικά ερεθίσματα από τους περισσότερους Δανούς ποιητές της γενιάς του και των μετέπειτα γενεών, καθ΄ ότι, ενώ εκείνοι είναι παιδιά της πόλης, αυτός γεννήθηκε σε μια αγροτική οικογένεια τη Δυτική Γιουτλάνδη, κοντά στον Ατλαντικό Ωκεανό, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη Χαρμποέρε (όπου μαζί με τους συμμαθητές του ένιωθε[i] ότι είχε πλάκα να φωνάζει “Θάλαττα! Θάλαττα” μετά το μάθημα των αρχαίων ελληνικών στο Λύκειο, όπως στην Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα) και νιώθει ότι ήρθε και αυτός στην Κοπεγχάγη ως μετανάστης, μαζί με τους Πακιστανούς, τους Τούρκους και άλλους». (σελ. 91)

Αυτό που κατεξοχήν έλκει στον ποιητικό λόγο του Χάου είναι η αμεσότητα και η σαφήνεια με την οποία εκφέρεται, μια νοηματική καθαρότητα συνδυασμένη με οξεία παρατήρηση και λεκτικό δυναμισμό. Στο ιδιότυπο πλέγμα της ποίησής του άλλοτε μιλά με τρυφερότητα και άλλοτε σαρκάζει με πυκνότητα εκφέροντας λόγο που αμφισβητεί το ψεύτικο και υποκριτικό. Η ποιητική ειρωνεία θίγει προβλήματα πολιτικά και ποιητικά, μέσα σε έναν πυρήνα υπαρξιακό και ανθρωποκεντρικό, που χαρακτηρίζεται από διακειμενικότητα και αυτοαναφορικότητα.

 

Είμαστε εδώ

Χάθηκα και μπήκα σε μια ξένη συνοικία.

Όλοι οι δρόμοι πήγαιναν απότομα προς τα πάνω,

γοργοπόδαροι διαβάτες

με προσπερνούσαν τρέχοντας, ντυμένοι με ανοιχτόχρωμα

ρούχα

και έμοιαζαν να μην κουβαλάνε και πολλά στις τσάντες

τους.

Σταμάτησα έναν απ’ αυτούς να τον ρωτήσω για το

δρόμο,

και με μιας βρέθηκα καταμεσής σ’ ένα σωρό

φιλικά πρόσωπα: -Πού θες να πας;

Βάλθηκα να τους εξηγήσω. Εκείνοι με άκουγαν

χαμογελαστοί, λες και άκουγαν άνθρωπο

να μιλάει μια νεκρή διάλεκτο για πρώτη φορά.

Και τότε άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί

και να δείχνουν δεξιά – αριστερά.

Έβγαλα το χάρτη μου. Τον άνοιξαν ανυπόμονα

και τον μελετούσαν με ενδιαφέρον. –Πού είμαστε;

Ρώτησα με το δάχτυλο στο χάρτη.

Εκείνοι με κοίταξαν και επανέλαβαν την ερώτηση όλοι

μαζί.

Και ξαφνικά ξέσπασαν σε τρανταχτά, εγκάρδια γέλια,

εγώ γελούσα μαζί τους, ήμασταν μάρτυρες ενός αστείου

άνευ προηγουμένου. –Εδώ, είπε ένας τους και έδειξε

το χώμα που στεκόμασταν. –Είμαστε εδώ! (σελ. 37-38)

 

Το ποιητικό corpus των επιλεγμένων από τον μεταφραστή συνθέσεων του Νιλς Χάου κινείται σε επίπεδο ανθρώπινο, κοινωνικό και αυτοαναφορικό. Στο ανθρώπινο επίπεδο παρακολουθούμε έναν ποιητικό αφηγητή να εξομολογείται σε πρώτο ενικό πρόσωπο και με ύφος προφορικού λόγου να εκμυστηρεύεται έρωτες, όνειρα, βιοθεωρίες, να στοχάζεται για τη ματαιότητα. Να ανοίγει επίσης διάλογο με ένα «εσύ», ακόμη και όταν δεν είναι εν ζωή, να διαλέγεται με τον θάνατο και τη φθαρτότητα, το νομοτελειακό τέλος.

 

ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ήσουν στη σκέψη μου

όταν είχα ξαπλώσει

και δεν μπορούσα να κοιμηθώ.

 

Μετά με πήρε ο ύπνος

και ήσουν και εσύ εκεί. (σελ. 33)

 

Στο κοινωνικό επίπεδο ο αφηγητής ασκεί κριτική στην επιτήδευση, αλλά και στην παγκοσμιοποίηση, μια παγκοσμιοποίηση που επικεντρώνεται στις αγορές, αλλά δεν επεκτείνεται στις ιδέες, δεν αποδέχεται την αρετή της ανεκτικότητας, αντίθετα συνεχίζει να καταδικάζει διαφορετικές απόψεις. Μετανάστευση, διακρίσεις, διαφθορά, μεγάλες αντιθέσεις πλούτου και φτώχειας. Ο ποιητής συμπλέει με τους αδύνατους και τους απόβλητους, τους εθελοντές, το πλήθος των ανώνυμων και χειρωνάκτων. Διατυμπανίζει την πίστη του στην ευγένεια και τη σεμνότητα, την ειρήνη και το δίκαιο.

 

ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ

Αλήθεια, δεν είναι παρήγορη η σκέψη

ότι σε λίγες δεκαετίες

και εμείς, και μαζί μ’ εμάς και όλη αυτή η λαλημένη

εποχή

με τους διανοητικά καθυστερημένους προέδρους,

τους χωρίς επιχειρήματα συνέδρους,

τις γατούλες τηλεπαρουσιάστριες,

τους βαρεμένους δημοσιογράφους

και όλο το καπουταληστικό μπούγιο στο φόντο

θα χαθούν για πάντα;

 

θα εξαφανιστώ

θα εξαφανιστείς

θα εξαφανιστεί

θα εξαφανιστούμε

θα εξαφανιστείτε

θα εξαφανιστούν

όλα, μα όλα θα εξαφανιστούν.

Αμήν! (σελ. 25)

 

Στο αυτοαναφορικό επίπεδο ο Χάου ακουμπά την τέχνη της ποιήσεως, ψέγει τον ναρκισσισμό και χαριτολογεί για την ποιητική πράξη.

 

Η ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΤΩΝ

Ο Θεός έρχεται αργά-αργά

ντυμένος βροχόπτωση

 

Η ασήμαντη θριαμβευτική πορεία των ναρκισσιστών

πνίγεται στη βροχή.

 

Το λεωφορείο είναι γεμάτο ευτυχισμένες

μαϊμούδες σαν κι εμάς. (σελ. 53)

 

Τα επιλεγμένα και μεταφρασμένα στα ελληνικά από τον Σωτήρη Σουλιώτη ποιήματα του Νιλς Χάου αποκαλύπτουν έναν ποιητή ανθρωποκεντρικό, υπαρξιακό, με την ευρεία έννοια του όρου πολιτικό, που εκδιπλώνει στοχασμούς με χιούμορ και αμεσότητα, λεκτικά παιχνιδίσματα. Οι οξείες του παρατηρήσεις ενεργοποιούνται ποιητικά από μια συνείδηση με τάση για αυτοσαρκασμό και αντισυμβατικότητα, αλλά και τρυφερή αποδοχή της ζωής. Ο λόγος του καταιγιστικός και αφοπλιστικός μέσα στην απλότητα και την αλήθεια του.

 

Οι γυναίκες της Κοπεγχάγης

Να που πάλι ερωτεύτηκα πέντε φορές πέντε διαφορετικές

γυναίκες

πάνω στο λεωφορείο 40 από τη Νιάλσγκεδε

στο Εστερμπρό.

Πώς να τα βγάλεις πέρα

μ’ αυτή την καταστάση;

Η μια φορούσε γούνα, η άλλη κόκκινες γαλότσες.

Η μια διάβαζε Έξτρα Μπλάδετ,[ii] η άλλη Χάιντεγκερ

–και οι δρόμοι ήταν μούσκεμα απ’ τη βροχή.

Στη Λεωφόρο Άμαρ ανέβηκε μια πριγκίπισσα που έσταζε

ολόκληρη,

γεμάτη ευφορία και νεύρα, ειδικά μ’ εκείνη τη δάγκωσα

ώσπου να πεις τρία.

Όμως εκείνη κατέβηκε στην Αστυνομία και την

αντικατέστησαν

δυο βασίλισσες με μαντήλες που άστραφταν,

και μιλούσαν η μια στην άλλη φωναχτά στα

Πακιστανικά σε όλο το δρόμο

ως το Κοινοτικό Νοσοκομείο, ενώ το λεωφορείο έβραζε

από ποίηση.

Αδερφές ήταν, πανέμορφες και οι δυο τους,

έτσι χάρισα και στις δυο τους την καρδιά μου

και βάλθηκα μάλιστα να σχεδιάζω ζωή καινούργια σ’

ένα χωριό

κοντά στο Ραβαλπίντι, όπου τα παιδιά μεγαλώνουν

μέσα στο άρωμα του ιβίσκου,

ενώ οι μανάδες τους μες στην απόγνωση τραγουδάνε

τραγούδια που σου ραγίζουν την καρδιά μέσα στο

σούρουπο, στις ατέλειωτες πακιστάνικες στέπες.

Όμως εκείνες δεν με είδαν!

Και εκείνη με τη γούνα έκλαιγε πίσω από το γάντι της,

όταν κατέβηκε στη Φαριμάξγκεδε.

Η κοπέλα που διάβαζε Χάιντεγκερ έκλεισε ξαφνικά

το βιβλίο της

και με κοίταξε στα μάτια μ’ ένα κοροϊδευτικό

χαμόγελο,

σαν ν’ αντίκριζε τη φάτσα του κ. Όποιουνάναι,

αυτοπροσώπως και ιδιοχείρως. Και έτσι η καρδιά μου

ράγισε

για πέμπτη φορά, όταν σηκώθηκε μαζί με όλες τις άλλες.

Σκληρή που είναι η ζωή!

Συνέχισα δυο στάσεις πριν τα παρατήσω.

Και έτσι τελειώνει πάντα: μονάχος στέκεσαι στην άκρη

του πεζοδρομίου

και ρουφάς ένα τσιγάρο, περιπαθής και ανάλαφρα

δυστυχισμένος. (σελ. 17-18)

 

 

Λίλια Τσούβα

 

 

 

 

[i] Στο βιβλίο γραμμένο με οι («ένοιωθε»), όπως και η επόμενη αναφορά του ίδιου ρήματος («νοιώθει»).
[ii] Δανέζικη εφημερίδα ταμπλόιντ.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.