You are currently viewing Μανόλης Γ. Σέργης: Χριστίνα Ιω. Αργυροπούλου, Τοπία μνήμης. Η ζωή ως αφηγήσεις αφηγήσεων. Εγώ και ο κόσμος μου, εκδόσεις Έναστρον, Αθήνα 2024.

Μανόλης Γ. Σέργης: Χριστίνα Ιω. Αργυροπούλου, Τοπία μνήμης. Η ζωή ως αφηγήσεις αφηγήσεων. Εγώ και ο κόσμος μου, εκδόσεις Έναστρον, Αθήνα 2024.

 Εκκινώ με δύο απαραίτητες εισαγωγικές παρατηρήσεις:

– Επέλεξα να παρουσιάσω τα από το Α΄ έως και το Γ₁ Μέρη του βιβλίου, επειδή έκρινα πως αυτά με ενδιέφεραν ως λαογράφο.

– Μνήμη/μνήμες είναι ο όρος που θα κυριαρχήσει στην παρουσίασή μου.

♦ Μνήμη του τόπου: Θυμίζω ότι στη Λαογραφία τόπος είναι ο χώρος που συνδέεται με τη συγκρότηση της ατομικής ταυτότητας, με την έννοια ότι τα άτομα αναγνωρίζουν τον εαυτόν τους μέσα από αυτόν, είναι ο χώρος που παραπέμπει σε σχέσεις, σε ιστορία, σε πολιτισμό, σε αφηγήσεις, σε μύθους και σε επινοημένες (ή μη) ιστορικές και άλλες παραδόσεις κλπ. Αυτόν τον τόπο μάς αναπαριστάνει η Αργυροπούλου (εφεξής: Αργ. ή σ.)  στο βιβλίο της. Πρόκειται για έναν άγονο σχετικά, κτηνοτροφικό χώρο, τα Σκούρα Αχαΐας. Στη σ. 152 μάς παρουσιάζει την οικογενειακή της λαϊκή παράδοση για τη δημιουργία του πρώτου του οικισμού: Αναφέρεται σε κάποιους Πολίτες, μακρινούς προγόνους, που εγκατέλειψαν την Κων/πολη προ της Αλώσεως και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο σημερινό χωριό μέσω Ζακύνθου.

Αναρίθμητες ‒ κατ’ αρχάς ‒ είναι οι εικόνες που συνιστούσαν τη  γενική φυσική εικόνα του τόπου της, τα επιμέρους τοπόσημά του: Ο επιβλητικός Ερύμανθος, οι λόφοι, τα ποτάμια, τα θαυμάσια ηχοτοπία του (μνήμες ακουστικές δηλαδή, συντεθειμένες από τους ήχους των βατράχων, των αηδονιών, των κάθε λογής πτηνών, του πονεμένου γκιώνη), το πατρικό σπίτι, το αμπέλι, ο κήπος του, το πηγάδι, η φυτευμένη από τον παππού αχλαδιά (ακατάλυτη χρονική ένδειξη της γέννησης του πατέρα της, σσ. 28, 30), ο τεράστιος δέντρος στην άκρη του χωραφιού. Και πιο πέρα από το σπίτι η ρούγα, η πλατεία, τα καφενεία, η εκκλησία, τα δρομάκια του χωριού. «Κοιτούσα τον πίνακα της φύσης, ανέπνεα βαθιά και έπαιρνα δύναμη, όλες μου οι αισθήσεις συμμετείχαν σε όσα έβλεπα» (σ. 36). Μάγεμα κι όνειρο η φύση με τα στοιχεία της. Ελαφροΐσκιωτη την χαρακτήριζε μια νόνα συγχωριανή της, επειδή χάζευε την ονειρική φύση, τις εναλλαγές των χρωμάτων της, τη σταθερή και διαρκή αναγέννησή της. Με αυτά έπλαθε τη δική της ποίηση και τα δικά της ποιήματα, όπως το σονέτο της σ. 38, που υμνεί τ’ αστέρια τ’ ουρανού.

Παράλληλα με τις μνήμες της όρασης και της ακοής, συνυπάρχουν αναπαριστώμενες στο βιβλίο οι μνήμες της γεύσης: Οι έντονες μυρωδιές της φύσης, του ψωμιού κυρίως και των γλυκισμάτων που παρασκεύαζε η μητέρα. Περιγράφει με λεπτομέρειες λαογράφου την παρασκευή του ψωμιού, τις γεύσεις συγκεκριμένων τροφών, τις μυρωδιές ενός ώριμου πεπονιού, τα σπιτικά γλυκά του κουταλιού. Εντυπωσιάζει η ειδική αναφορά στην γεύση του καφέ, στην παρασκευή του, στο τελετουργικό σερβίρισμά του, στη λειτουργία του ‒ τελικά ‒ ως ενισχυτικού μέσου της γυναικείας και της ανδρικής κοινωνικότητας, αλλά και ως μέσου ακόμη προβολής του κοινωνικού στάτους μιας οικοκυράς, μετά τους επαίνους που απολάμβανε από τους προσκεκλημένους της, εξ αιτίας του. Οι μνήμες του καφέ τής παιδικής ηλικίας έγιναν έστω και αργά, στα φοιτητικά της χρόνια, μόνιμος σύντροφος τής ζωής τής Αργυροπούλου. Ο καφές «ανοίγει τα στόματα, αφήνει τις καρδιές να μιλούν για τα περασμένα και τα σύγχρονα» γράφει (σ. 53) και επισημαίνει μια πιο χρηστική λειτουργία του: Αναζητεί σ’ αυτόν «παρηγοριά σε απώλειες αγαπημένων προσώπων», για να μην γίνει άθυρμα του πόνου, «είμαστε ο καφές που πίνουμε, είναι το άλτερ έγκο μας, η αγάπη της ζωής μας» αναφέρει χαρακτηριστικά σε κάποιο ποίημα που συνέθεσε γι’ αυτόν (σσ. 54, 55, 57).

♦ Μνήμη των προσώπων και των κοινωνικών σχέσεων. Η συγγένεια διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στη ρύθμιση πολλών σχέσεων στις «παραδοσιακές» κοινωνίες, στη Λαογραφία κάνουμε λόγο για τις kinship societies. Οι οικονομικές λειτουργίες αυτών των κοινωνιών ήταν σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό ενσωματωμένες στις συγγενειακές σχέσεις. Στις εργασίες βοηθούσε τον πατέρα της (τον αρχηγό της εστιακής ομάδας) η ανύπαντρη αδελφή του, η γυναίκα του, ένας εξάδελφος, όλα τα παιδιά με τον τρόπο τους και τις δυνατότητές τους. Η ανύπανδρη θεία ήταν «η ήρεμη δύναμη στο σπίτι» (σ. 113), η δεύτερη μάνα, το υμνολόγιό της μάς το παρουσιάζει εκτενώς στις σσ. 173 κ.ε. Η εκ μητρός νόννα της ήταν η γυναίκα «της υπομονής και της προσφοράς» (σ. 175), η αρχετυπική γιαγιά, μια αεικίνητη γυναίκα, πολυεργαλείο της οικιακής οικονομίας, και μαμμή του χωριού, δημιουργός της ζωής δηλαδή. Οι γυναίκες αυτές διαιώνιζαν ήθη, συμπεριφορές, πολιτισμό. Ο θείος τής σ., ο δάσκαλος, ένας δημοκρατικός άνθρωπος (σ. 179) στάθηκε υπόδειγμα ήθους για τη μικρή του μαθήτρια, ο θείος Ντίνος απεδείχθη υπόδειγμα καθήκοντος προς την πατρίδα. Αρωγός στην οικογένειά της έρχεται και το σόι της μητέρας. Παρατηρώ, λοιπόν, ότι η συγγένεια ξεδιπλώνεται στην περίπτωσή μας αμφιπλευρικά, οι εκ μητρός συγγενείς δεν υπολείπονται των εκ πατρός.

Φυσικά πιο πάνω από όλους ίστανται στο βιβλίο οι γονείς. Η εικόνα τους προβάλλει ανάγλυφα, όχι πάντως αγιοποιημένη. Τη μάνα της, μια αρχετυπική μορφή, μας την αναπαριστάνει ιδίως (το πρόσεξα) διά των χειρών της, το θεωρώ αξιοπρόσεκτο λογοτεχνικό εύρημα: «Αυτά τα χέρια ήταν το δικό της βιβλίο, αφηγούνταν μια ζωή σκληρή, με μικροχαρές και απολαύσεις» (σ. 157). Ούσα αγράμματη, την έμαθε η κόρη της να σχηματίζει τα γράμματα του ονόματός της, χάρηκε, όταν μέσω αυτών, ένιωσε να «ζωγραφίζει τον εαυτόν της» (σ. 159). Ο πατέρας της ήταν ένας αισιόδοξος άνθρωπος, ακούραστος πολυτεχνίτης, προοδευτικός, που δεν φοβήθηκε στα 50 του έτη να αρχίσει μια όλως διόλου νέα ζωή στην Αθήνα, προκειμένου να συνδράμει τα όνειρα των παιδιών του…

Στη μνήμη των οικείων προσώπων και των κοινωνικών σχέσεων εντάσσω εντελώς φυσιολογικά, αυτήν των σχέσεων της οικογένειας με τα ζώα (σσ. 34, 35). Την σ. συγκινούσε η διάχυτη στη Φύση μητρότητα, που παρατηρούσε καθημερινά. Στη λευκή τους φοράδα, σ’ αυτό το λογικό άλογο, αφιερώνει ολόκληρες σελίδες. Εξαίρει την εργαλειακή χρήση του ζώου, ήταν το «δεξί χέρι» των μελών της οικογένειας, διατηρούσε όμως σ’ αυτήν την ιερότητα που είχαν όλα γενικώς τα ζώα στην προ-οικοσιτική τους εποχή, τότε που ήταν πανίσχυρα και η ανθρώπινη κυριαρχία επ’ αυτών ανύπαρκτη. Τα ίδια αισθήματα, με ορθολογισμό και συναίσθημα, εκφράζει η σ., όταν αναγκάσθηκαν να αποχωρισθούν τα οικόσιτα ζώα τους και να μετοικήσουν στην Αθήνα. Ο σκύλος του θείου ούρλιαζε απαρηγόρητα διαισθανόμενος τον θάνατο του αφεντικού του (σ. 186), αφού ως ζώον του Πάνω και του Κάτω Κόσμου (θυμηθήτε τον Κέρβερο ή τη «σκυλακάγειρα» Εκάτη) μπορούσε (κατά την αρχαιοελληνική ήδη πίστη) να προαισθάνεται τον θάνατο. Η σχέση της με τον ζωικό κόσμο θαρρώ πως την επηρέασε στο να προσδιορίσει ή να επαναπροσδιορίσει τις αντίστοιχες με τους ανθρώπους.

♦ Μνήμη της παιδικής ηλικίας: «Η παιδική μνήμη είναι ατίθαση, δυνατή, ζει όσο ζούμε» γράφει. Είναι η κοινή πατρίδα όλων μας, θυμίζω εγώ. Επιχειρώ να ανιχνεύσω τη θέση που κατέχει η παιδική ηλικία στα κείμενα της Αργ.: Το παιδί ήταν ένας εν δυνάμει ενήλικας, αλλά γνωρίζω και εκ του προσωπικού μου παραδείγματος ότι η κοινωνικοποίησή του δεν ήταν ομοιογενής στον ελλαδικό χώρο. Κοινός βεβαίως ήταν ο στόχος των μεγαλυτέρων, η ανώδυνη είσοδος και ενσωμάτωσή του στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων τής εκάστοτε κοινωνίας∙ να οικειοποιηθεί, δηλαδή, το σύνολο των αξιών, αντιλήψεων, κανονιστικών προτύπων, των προσδοκιών της. Το πολιτισμικό κεφάλαιο της διευρυμένης οικογένειας των Αργυροπουλαίων κρίνω πως διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της παιδικής ηλικίας της σ. Όλα τα αδέλφια κατ’ αρχάς διδάσκονταν εμπράκτως την ευθύνη των δράσεών τους, την ανάληψη και τη διεκπεραίωση εύκολων ή και δύσκολων δράσεων. Με επίγνωση των συνεπειών μιας αβελτηρίας τους, με λογοδοσία … Όσον αφορά στην αποδοχή τους ως ηλικιακής κατηγορίας θαρρώ πως ήταν σεβαστά από τους μεγάλους, χωρίς να αποφεύγουν φυσικά μερικές φορές τη βία των οικείων τους, εξ αιτίας των δικών τους σκανδαλωδών συμπεριφορών…

Όπως διδάσκονταν την ανάληψη των ευθυνών, έτσι, εντελώς φυσιολογικά, τα βράδια του καλοκαιριού ή ο καθαρός ουρανός μετατρέπονταν γι’ αυτά σε σχολεία. Τα παιχνίδια τους ήταν μέσα ψυχαγωγίας, άσκησης, κοινωνικής προσαρμογής, ομαδικότητας, εθισμού στην ανάληψη υπεύθυνων ρόλων και στην κοινωνική ανισότητα, προετοίμαζαν τα παιδιά για τον μεγάλο αγώνα της ζωής, που έχει και ηττημένους. Όσο για τα παιχνίδια-αντικείμενα, τα παιδιά δεν είχαν εμποτισθεί με το τοξικό δηλητήριο του καταναλωτισμού και του αισθήματος του ανικανοποίητου. Σήμερα, ομιλούμε για μια «ταξική παιδική ηλικία», για παιδική ηλικία «των εχόντων» και «των μη εχόντων»…

Στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία της κοινότητας εντάσσω και την παραμυθού του χωριού (σ. 169), που καθήλωνε τους ακροατές της με την όλη παράσταση που δημιουργούσε κατά την αφηγηματική διαδικασία ως performer ή με τα παραμύθια που η ίδια δημιουργούσε. Παραμυθού ήταν και η μητέρα της (σ. 170).

Μνήμες της σχολικής ζωής, ειδικότερα: Αυτές προέρχονται πρωτίστως από το μονοθέσιο δημοτικό του χωριού της, με τα 45 παιδιά, φτωχά και ξυπόλητα τα περισσότερα, που τουρτούριζαν τον χειμώνα στην τάξη παρά την υπάρχουσα ξυλόσομπα. Έντονες αναμνήσεις τής φέρνουν στο νου η πλάκα, το κοντύλι, το μπλε τετράδιο, ο κοντυλοφόρος, το μπικ τελικά (σσ. 58-59), ο κόσμος των πρώτων γραπτών λέξεων αποτυπωμένος σε μια πλάκα… Είχε την τύχη να έχει πρώτο της δάσκαλο τον θείο της, έναν παιδαγωγό δάσκαλο που συνιστούσε στα παιδιά να μαθαίνουν μέσα από την ομορφιά της φύσης. Και μια εξ ίσου συμπαθέστατη δασκάλα, εν  αντιθέσει προς εκείνον τον δάσκαλο των δύο τελευταίων μαθητικών της χρόνων. Η σωματική βία των δασκάλων προς τους μαθητές τους ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της σχολικής πραγματικότητας, αν και το αρμόδιο Υπουργείο από τις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού βίου επιχείρησε, αλλά ματαίως, να περιορίσει τη βία ως μέσον τιμωρίας. Θυμίζω πως η εκπαίδευση των χρόνων της Αργ. έπρεπε να υπηρετεί με απόλυτο τρόπο την τότε εθνοκεντρική αντίληψη περί αυτήν.

Μετά ήλθε η μονήρης τραυματική εμπειρία της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές στο Γυμνάσιο, δηλαδή για το εισιτήριο της εξόδου της από το χωριό και της εισόδου της σε μιαν άλλη ζωή. Διατηρεί έντονη την ανάμνηση της δίωρης πρωινής πορείας εκείνου του Σεπτέμβρη προς την Ερυμάνθεια, με τη μάνα της να προπορεύεται και να την εμψυχώνει, «δεν είναι ετούτος ο τόπος για σένα», «θα πας καλά», την αγωνία των αποτελεσμάτων, τη χαρά της επιτυχίας (σσ. 66 κ.ε.). Πόσες οικογένειες του 1950 άραγε έθεταν στόχο τις σπουδές του θηλυκού τους παιδιού; Το πτυχίο εθεωρείτο «χρυσό βραχιόλι» που υποσχόταν βέβαιη εργασία και εξεπλήρωνε το οικογενειακό απωθημένο.

Μνήμη στιγμών από τον ιερό χρόνο του ετήσιου εορτολογικού κύκλου: Πρόσεξα ως λαογράφος την ορθότατη παρατήρησή της ότι οι εποχές του έτους γίνονταν αισθητές και μέσα από τις αγροτικές εργασίες, μέσα από την αέναη κυκλική πορεία του χρόνου. Περιγράφει λεπτομερέστατα τα έθιμα και τα δρώμενα όλων σχεδόν των ημερών του εορταστικού χρόνου (σσ. 100 κ.ε.), τις εθιμικές συνάξεις της οικογένειας και του χωριού, τις επισκέψεις των συγγενών, ειδικά τα έθιμα και τα δρώμενα των Μεγάλων Ημερών (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Απόκρεων, Πάσχα).

Μνήμη μη τόπων που έγιναν τόποι: Η Πάτρα, πριν την επίσκεψή της από την Αργ. ήταν ένας μη τόπος (non place), όπως λέμε στη Λαογραφία: Μετά από λίγο διάστημα όμως έγινε κι αυτή ένας δικός της τόπος:  Γυμνασιακά χρόνια, εκδρομές, νέες γνωριμίες, αλλά και νοσταλγία για το χωριό, που το επισκεπτόταν κατά τις ημέρες των διακοπών και τα καλοκαίρια. Όμως εξασφαλιζόταν η καθημερινή επαφή μαζί του μέσω των μνημών των γεύσεων και των οσμών που τις εξασφάλιζε το δέμα με τα καλούδια, αυτό που απέστελνε τακτικά η μητέρα στα ξενιτεμένα της παιδιά. Ο αρχικός μη τόπος της Πάτρας έγινε γρήγορα τόπος, εξ αιτίας της παρουσίας σ’ αυτήν και της θείας Γεωργίας, του φύλακα αγγέλου των παιδιών, της δεύτερης μάνας τους. Η Πάτρα συνδυάσθηκε στη μνήμη της σ. με τη θάλασσα (σσ. 193 κ.ε.), την αναλύει ως χώρο πολιτισμού, πηγής πλούτου, έμπνευσης.

Η Πάτρα έγινε η πόλη της ενηλικίωσης, η Θεσσαλονίκη της πολιτικής συνειδητοποίησης. Η δεύτερη αναπαριστάνεται ως η όμορφη πόλη, η φοιτητούπολη με τους αγώνες, με το πανεπιστήμιο εκκολαπτήριο ιδεών με τους προοδευτικούς καθηγητές, με τις διασκεδάσεις, τις βόλτες, παρά τις οικονομικές στερήσεις… Ανάταση ψυχής… Επακολούθησε η Αθήνα, η Φιλοσοφική Σχολή, η Χούντα, τα τραυματισμένα φοιτητικά χρόνια… Δυσθυμία…

Οι τραυματικές μνήμες των απωλειών, των οικόσιτων ζώων κατ’ αρχάς, μελών της οικογένειάς της, των συγχωριανών. Ο θάνατος της μικρομάνας με τα δίδυμα κυοφορούμενα βρέφη της, η μνήμη της πρώτης επαφής με τη νεκρή συγχωριανή τη συγκλόνισε. Το γεγονός της έδωσε την ευκαιρία να μάς μιλήσει για τα νεκρόδειπνα, τα μνημόσυνα ή γενικότερα για τον θάνατο ως κοινή υπόθεση της μικροκοινωνίας του χωριού (σσ. 149-150). Αλλά το αόρατον μέλλον τής επεφύλασσε αναπάντεχες τραυματικές εξελίξεις. Δεν αναφέρομαι στην αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα του επερχόμενου θανάτου των οικείων μας γερόντων. Αναφέρομαι στη δυσβάστακτη απώλεια των τριών νέων ανιψιών της (σσ. 211 κ.ε.), μιας εξέλιξης αδιανόητης και ανεξήγητης για τον ανθρώπινο νου… Ελαφρύνει τον πόνο της απώλειας η υποστηρικτική ιδέα πως «εγκατοικούν εντός μας, παρά τη σωματική τους απουσία» (σ. 223).

Το ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι το εξής: Το πόνημα της Αργ. συνιστά μια «αγιοποιητική», ρομαντική «ιθαγενή ηθογραφία»; Με δεδομένο το πρόβλημα «μυθοπλασία και πραγματικότητα στα λογοτεχνικά κείμενα» κρίνω πως η Αργ. με τις αναμνήσεις της δεν επιθυμεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση. Εξάλλου, η αναγνώριση της συμβολής της Λογοτεχνίας στην ποιοτική προσέγγιση των πολιτισμικών φαινομένων θεωρείται σήμερα δεδομένη, ο αντισυμβατικός και ελευθεριακός λόγος της  μπορεί (τελικά) να αποδώσει τη σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα καλύτερα και από επιστήμονες ερευνητές.

Η Αργ. θαρρώ πως δεν εξιδανικεύει πρόσωπα, καταστάσεις, συμπεριφορές∙ δεν στοχεύει στην ανάδειξη, δηλαδή, της πάλαι ποτέ «αγνής και ειδυλιακής ζωής» της κοινότητάς της. Κάθε άλλο: Δεν αποσιωπά κατ’ αρχάς τις οικτρές μεταπολεμικές συνθήκες της: «Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη», «…δύσκολα τα φέρναμε βόλτα». Έχουμε κι εδώ, στην απομεμακρυσμένη ορεινή αχαϊκή κοινότητα, την ισότητα στη φτώχεια, με δεδομένη βεβαίως την οικονομική διαφοροποίηση κάποιων κατοίκων της. Τα μετεμφυλιακά πάθη ήταν ακόμη εν εξάρσει, ο φόβος του χωροφύλακα ήταν παρών, ο πληθυσμός του χωριού φυλλοπροούσε, η κοινωνική ζωή χαρακτηριζόταν από έντονες ενδοτοπικές αντιθέσεις, κλονιζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις, όχι μόνον πολιτικού χαρακτήρα, αλλά και στενά οικογενειακού:  Π.χ. οι τεταμένες σχέσεις πεθερών-νυφών (σ. 47), οι διενέξεις γειτόνων «για ένα μέτρο γης» (σ. 98), οι αντεκδικητικές αγροζημίες, που έφθαναν μέχρι και τον φόνο συγχωριανού ή και συγγενούς. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 το χωριό δεν διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα ή και δίκτυο υδροδότησης, με τις συνακόλουθες συνέπειες, κυρίως για τον γυναικείο πληθυσμό. Π.χ., αναφέρομαι στον αγώνα τους να μεταβούν στα πλυσταριά του χωριού (σ. 132 κ.ε.), ζαλωμένες τα άπλυτα ενδύματα και την απαραίτητη καύσιμη ύλη για το ζεστό νερό. Ας προστεθεί σ’ αυτά ο ηθικός ρατσισμός εις βάρος των κοριτσιών, ο φόβος μήπως «ακουστούν», σε μια κοινωνία όπου «η τρίχα γινόταν τριχιά» και τα εγκλήματα τιμής δεν έλειπαν. Η Αργ. αναπαριστάνει μια τυπική επαρχιακή κοινωνία του 1950, αυστηρή, ηθικολογική, χωρίς την παραμικρή ανοχή του διαφορετικού, το οποίο και ποινικοποιούσε∙ ή, μια κοινωνία που ζούσε με τις δεισιδαιμονίες της και τις διοχέτευε στα παιδιά. Εδώ κατατάσσω κάποιες μνήμες τής σ. για την ατομική βίωση των αφηγήσεων περί ξωθιών νεράιδων, περί του υπερφυσικού γενικά (σσ. 64, 169). Πρόσεξα επίσης την πίστη της στη λειτουργία των ονείρων.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, απεναντίας, προβάλλεται από τη σ. δικαίως ο ρόλος των γυναικών: Η κατά κοινωνικό φύλο διάκριση ήταν εμφανής στο πελοποννησιακό χωριό. Κι όμως ήταν ηρωίδες, στυλοβάτες του σπιτιού, οι αθόρυβες εργάτριες, δεν γνώριζαν τον διαχωρισμό «κατ’ οίκον και κατ’ αγρούς υποχρεώσεις», και έβρισκαν πάντα τη διάθεση να μαζεύονται στα σκαλιά των σπιτιών τους τα βράδια να συζητούν, να σιγοτραγουδούν (σ. 98).

Τελικές παρατηρήσεις: 1. Δεν επιθυμώ να εισέλθω στον πειρασμό της κατηγοριοποίησης του βιβλίου. Μου αρκεί να το χαρακτηρίσω «απολογισμό ζωής», «τεκμήρια ζωής» με πάμπολλα αυτοβιογραφικά και ακόμη περισσότερα λαογραφικά στοιχεία. Με την εξής παρατήρηση: Τα ίδια τα περιγραφόμενα από τη σ. (αδρομερώς ή αναλυτικά) λαογραφικά στοιχεία ήταν κάποτε ποίηση και τέχνη (του λόγου και των χειρών) των ανθρώπων που τα επινόησαν. Συνιστούσαν αφ’ εαυτών ποίηση, δημιουργία, με δεκάδες έξοχους συμβολισμούς. Θυμίζω την ποιητική που ενυπήρχε στα λαϊκά έθιμα και τα δρώμενα, στον υλικό λαϊκό πολιτισμό, στην ενδυμασία, στην προφορική του λογοτεχνία (δημοτικό τραγούδι, παραμύθι, παροιμία, αίνιγμα κλπ., κλπ.). Την αλήθεια αυτήν μάς την επαναφέρει η σ. και στο κείμενό της για τον κορωνοϊό (σσ. 256 κ.ε.): Η απαγόρευση εξόδου των Αθηναίων από το Άστυ προς την Επαρχία κατά τις ημέρες του Πάσχα του 2020 π.χ. και οι δεκάδες επινοήσεις τους να ξεγελάσουν την Αστυνομία δηλώνουν κατ’ εμέ πρωτίστως την επιθυμία των «εγκλείστων» να επισκεφθούν τον τόπο τους και να έλθουν σε επαφή με τα ποιητικά έθιμά τους, αυτά που κάποτε συνείχαν ισχυρότερα τον ιστό της κοινωνίας τους…

  1. Αν υποθέσουμε ότι υπηρετούσα ακόμη στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και κάποιος φοιτητής μού εισηγείτο επιστημονική πρόταση για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα «Κοινωνία και Οικονομία της Ορεινής Αχαΐας κατά τη δεκαετία του 1950», στις ποικίλες άλλες πηγές του, θα έπρεπε να συμπεριλάβει και το παρόν βιβλίο, στο πλαίσιο των αγαστών σχέσεων της Λαογραφίας με τη Λογοτεχνία ή ειδικότερα με τα Απομνημονεύματα, τις Αυτοβιογραφίες, τις Βιογραφίες, τα Ημερολόγια, τις Επιστολές, τις Αφηγήσεις Ζωής, τις Ιστορίες Ζωής και τις Προσωπικές ιστορίες.
  2. Το όραμα τής σ. για ένα καλύτερο σχολείο, οι προσωπικοί της αγώνες να κατακτήσει τα εφόδια που θα τη βοηθούσαν να κάνει αυτό το όραμα πράξη, οι μετεκπαιδεύσεις της, οι θέσεις ευθύνης που ανέλαβε, η αγάπη της για το λειτούργημα του δασκάλου, η φροντίδα της για τη γλώσσα, ο ίδιος φυσικά ο χαρακτήρας της ως ατόμου και όλα όσα αναλύει στα υπόλοιπα μέρη του βιβλίου οφείλονται εν πολλοίς σε όσα επιλεκτικά μνημόνευσα παραπάνω. Οφείλονται στον βίο των δύο πρώτων δεκαετιών της ζωής της, αυτής που τη δίδαξε τις πραγματικές αξίες της ζωής, το ποιες προτεραιότητες έπρεπε να επιλέξει ως άτομο και να πορευθεί μ’ αυτές στην κέλευθο του βίου της.

 

 

 

Μανόλης Γ. Σέργης, Ομότ. Καθηγητής του Δ. Π. Θράκης

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.