Ο Ανδρέας Μήτσου με το νέο του βιβλίο «Δυο παράξενα πλάσματα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με ένα πολύ όμορφο φιλοτεχνημένο εξώφυλλο, ως ζωγραφιά, μας ταξιδεύει νοερά στην παραλία της Νισύρου. Ένα από τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου που η θάλασσα βγάζει στην ακτή πτώματα μεταναστών, ναυαγών, κοντά στο μεγάλο ηφαίστειο. Εκεί που βρέθηκε αναίσθητο ένα κοριτσάκι έξι χρονών. Φώναζε και αναζητούσε απεγνωσμένα τον αγαπημένο φίλο της. Μια στρουθοκάμηλο. Εκεί που αρκετή ώρα αργότερα, ξαπλωμένη στη μαύρη άμμο, αφηγείται την περιπέτειά της. Μιλούσε όμως με φωνή γεροντική, εξιστορώντας πράγματα αφύσικα. Οι ναυαγοσώστες θεώρησαν πως βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, πως είχε παραφρονήσει από τον τρόμο της, και δεν την πίστεψαν. Κάποιος ευαίσθητος όμως δημοσιογράφος έμαθε για τους ισχυρισμούς της, πήγε στο νησί, τη βρήκε και κατέγραψε την αλλόκοτη ιστορία της. Αυτός πείστηκε απόλυτα ότι το κορίτσι έλεγε την αλήθεια. Έτσι γράφει στο οπισθόφυλλο.
Ο Ανδρέας Μήτσου ακόμη μια φορά μας μαγεύει με τη λογοτεχνική του μαεστρία, με τους συμβολισμούς του αλλά και τα μηνύματά του με την ευαίσθητη ματιά του. Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο του, λέω πως είναι το καλύτερό του. Μα κάθε φορά, στο επόμενο βιβλίο του διαψεύδομαι. Όπως αυτό. Δεν ξέρω αν είναι αιτία η προσφυγιά, ο ξεριζωμός που τον βλέπουμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων και μας σοκάρει εικόνα, ή η μετάβαση από τη σκληρή πραγματικότητα στο όνειρο και στη δύναμη που με μπόλιασε να διώξω τον φόβο. Δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως απλά μια ιστορία για την προσφυγιά. Έχουμε διαβάσει πολλές. Αυτή είναι διαφορετική. Είναι μια ιστορία που μας συγκινεί, μας φωτίζει, διώχνει τη δειλία από την ψυχή μας και μας οπλίζει με θάρρος. Μας μιλά για τη φιλία που μπορεί να μας ενώσει ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Η λογοτεχνία είναι ικανή να το καταφέρει αυτό το ένωμα. Οι αναγνώστες/αναγνώστριες διαβάζοντάς την, μπαίνουν πιο βαθιά στο νόημα του βιβλίου και βλέπουν με μια άλλη οπτική τα μηνύματα του. Μαγεύονται με τον μαγικό ρεαλισμό που χρησιμοποιεί ώστε να δώσει φωνή σε μια στρουθοκάμηλο. Η στρουθοκάμηλος, ως μαγικό πλάσμα, λειτουργεί αντίστροφα του στερεότυπου που τη θέλει να κρύβει το κεφάλι στην άμμο. Εδώ τη βλέπει να τραγουδά. Και όσο πιο δυνατά τραγουδά, τόσο πιο πολύ γιγαντώνεται και τρομάζει όσους πάνε να την κάνουν κακό. Όσο τραγουδά τόσο περισσότερο προκαλεί το σκοτάδι να υποχωρήσει. Έτσι δεν γίνεται και με τους ανθρώπους; Όσο είναι ενωμένοι ως μια γροθιά και τραγουδούν, τόσο νικούν αυτούς που τους βάζουν εμπόδια. Αποκτούν μια εσωτερική δύναμη που θεριεύει και μεταμορφώνεται σε θάρρος; Έτσι δεν νικήσαμε μέχρι τώρα τους λαϊκούς αγώνες; Η προσφυγοπούλα του Ανδρέα Μήτσου δεν είναι το θύμα της ιστορίας, όπως τόσοι άλλα προσφυγόπουλα που χάνονται αδύναμα στα νερά του Αιγαίου αλλά μας τη φέρνει και μας συγκινεί ως μια ηρωίδα που βρίσκει τη φωνή της μέσα από τη συνάντηση με το παράξενο και το μαγικό πουλί. Το τραγούδι τούς ενώνει και αποδιώχνει τον προσωπικό και συλλογικό φόβο. Αν και πεζογράφος ο Ανδρέας Μήτσου καταφέρνει άριστα να δώσει στο βιβλίο, την ποιητική του πινελιά. Η φαντασία του μας ταξιδεύει σε έναν άλλο κόσμο που ονειρευόμαστε ότι έτσι επιθυμούμε να ζούμε. Απελευθερωμένοι από κάθε είδους φόβο και στερεότυπα. Μέσα από το μυθιστόρημα, ο αναγνώστης/αναγνώστρια συμμετέχει στον αγώνα της για ζωή, που διώχνει μακριά την απώλεια αλλά ελπίζει μαζί της να τη δεχτούν στη νέα πατρίδα. Της κρατά το χέρι και τραγουδά μαζί της να ξορκίσει το κακό. Όταν τραγουδάς, ξαναβρίσκεις τον ρυθμό σου. Όταν βάζεις λέξεις στη φρίκη, της παίρνεις λίγη από τη δύναμή της. Όταν η φωνή σου πάλλεται, θυμάσαι πως υπάρχεις, πως έχεις σώμα, ανάσα, καρδιά. Μη ξεχνούμε πως οι σκλάβοι τραγουδούσαν, οι κρατούμενοι στις φυλακές και τις εξορίες τραγουδούσαν. Οι γυναίκες που πονούσαν, τραγουδούσαν στα παιδιά τους. Οι αντάρτες, οι πρόσφυγες, οι ερωτευμένοι, οι απελπισμένοι τραγουδούσαν. Γιατί όταν δεν έχεις τίποτα, έχεις ακόμα τη φωνή σου. Επιτρέπει στον θάνατο να χάσει την εξουσία του όταν μεταστοιχειώνεται σε τέχνη: σε τραγούδι, σε χορό, σε ιστορία. Θυμίζει πως ο φόβος είναι αυτός που δίνει στον θάνατο το δηλητήριό του. Όταν τον τραγουδάς, τον χορεύεις, τον αφηγείσαι, του αφαιρείς τη δύναμη του δίνεις μορφή, του δίνεις νόημα. Κι έτσι, μετουσιώνεται.
Η προσφυγοπούλα του Ανδρέα Μήτσου αναρωτιέται αν υπάρχει Θεός όταν γίνονται πόλεμοι. Αναρωτιόμαστε κι εμείς βλέποντας τα χιλιάδες θύματα αμάχων να χάνουν τη ζωή τους. Ίσως είναι στα χαλάσματα, ίσως δίνει ψωμί στον πρόσφυγα, ίσως, πολλά ίσως μα δεν αρκούν. Έδωσε σε μας το δικαίωμα να είμαστε μικροί θεοί στο να ορίζουμε τις ζωές των λαών; Μας έδωσε νου και βούληση λένε κάποιοι. Κι αν δεν υπάρχει, γιατί εμείς δεν τους σταματάμε; Ο Ανδρέας Μήτσου ακόμη μιλά για τις γυμνές λέξεις, αυτές που δεν κρύβονται πίσω από ευγένειες, φτιασιδώματα ή φόβο. Είναι αυτές που λένε την αλήθεια, κι αυτή η αλήθεια μπορεί να γκρεμίσει ολόκληρον κόσμο. Αναρωτιέται για το τι είναι η πατρίδα. Μα δεν είναι ερώτηση. Είναι κραυγή. Είναι απουσία. Είναι το σώμα που δε χωρά πουθενά. Μιλά για τη γλώσσα, τη μνήμη και σωπαίνει.
Στο μυθιστόρημα γνωρίζουμε και τη θεία Ευτέρπη, η οποία την αγκάλιασε και την προστάτευσε από όλους αυτούς που την καταδιώκουν, που κυνηγούν τους πρόσφυγες. Μπορεί να είναι οι γιαγιάδες στη Μυτιλήνη που δίνουν γάλα με το μπιμπερό το βυζαχτούρι που σώθηκε. Μπορεί να είναι ο Ιάσονας Αποστολόπουλος, ο Έλληνας ακτιβιστής υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των προσφύγων, που ασχολείται με τις διασώσεις προσφύγων στο Αιγαίο και την κεντρική Μεσόγειο, στη θάλασσα μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης. Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς που δίνουμε το χέρι σε μια προσφυγοπούλα και της λέμε «εδώ χωράς». Που τους δίνουμε την ασφάλεια του σπιτιού και της ασφάλειας, σε έναν κόσμο που αλληλοσπαράζεται αλλά κατά βάθος πιστεύει σε κάποιο Θεό. Είναι ένα μυθιστόρημα ελπίδας και αλληλεγγύης, που σκαλίζει την ψυχή μας και κινεί ξανά το γρανάζι της μνήμης και της ιστορίας, πως κι εμείς ήμασταν πρόσφυγες. Πως και οι δικοί μας ήρθαν κυνηγημένοι από τη Μικρασία και τον Πόντο. Καλοτάξιδο να είναι κι ας γίνει αφορμή να αποκτήσουμε την εσωτερική δύναμη και την αλληλεγγύη που μας λείπει.