You are currently viewing Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Η Βαλερί Αγγέλου μιλά για το βιβλίο της “Μπουάνα”

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Η Βαλερί Αγγέλου μιλά για το βιβλίο της “Μπουάνα”

Στα σουαχίλι, μπουάνα σημαίνει αφεντικό. Έτσι φώναζαν οι ιθαγενείς του Βελγικού Κονγκό κάθε λευκό άντρα που είχε έρθει να διαφεντέψει τη χώρα τους και τις ζωές τους. Μπουάνα αποκαλούσαν στο Κονγκό και όσους είχαν ζήσει τα πέτρινα χρόνια της ιταλικής Κατοχής στη Ρόδο και είχαν δει με τα μάτια τους το θεριό του φασισμού να στραγγίζει τις ζωές τους. Όσους επέζησαν τρώγοντας μόνο βλίτα για μήνες ολάκερους και κάποια στιγμή, χωρίς ελπίδα πια, στρίμωξαν τα όνειρά τους σε μια βαλίτσα κι έφυγαν. Μπουάνα όμως είπαν κι ένα κορίτσι που επιβίωσε, ερωτεύτηκε και, όταν το επέβαλε η ανάγκη, ξενιτεύτηκε με δυο μωρά στην αγκαλιά. Κι έγινε η κόρη που συγχώρεσε τα ασυγχώρητα, η γυναίκα που δεν κουράστηκε να χτίζει τη ζωή της μέσα στα χαλάσματα ξανά και ξανά. Μια γυναίκα φτιαγμένη από τη στόφα των ανθρώπων που γράφουν Ιστορία. Η Αναστασία έζησε πολλές ζωές. Βίωσε την καταπίεση των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών στη Ρόδο, τη μετανάστευση με δυο μωρά στην αγκαλιά, τη μοναξιά στην απεραντοσύνη της Αφρικής. Από την πείνα της Κατοχής βρέθηκε να εμπορεύεται στο Κονγκό, να πετυχαίνει και να προκόβει εν μέσω επαναστάσεων και κάθε είδους κρίσεων. Έγινε κομμάτι του απόδημου ελληνισμού που διαπρέπει, αγωνίζεται, νικά και μοιράζεται τον πόνο κάθε καταπιεσμένου λαού.

Το πρώτο μυθιστόρημα της Βαλερί Αγγέλου και μάλιστα ιστορικό, με τον τίτλο «Μπουάνα” από τις εκδόσεις Διόπτρα, το διάβασα σε δυο μέρες. Δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου γιατί με ταξίδεψε νοερά στη Ρόδο, στο Κογκό, στο Βέλγιο και την Αθήνα εκείνης της εποχής και μου έδωσε τόσες πολλές πληροφορίες, διάσπαρτες στις 443 σελίδες τους που δεν με κούρασαν καθόλου. Απεναντίας, έμαθα τόσα ενδιαφέροντα για τον απόδημο ελληνισμό του Κογκό που αγνοούσα  αλλά και για τα Δωδεκάνησα, την περίοδο της Ιταλικής-γερμανικής κατοχής που δεν είχα διαβάσει μέσα από τη λογοτεχνία και μου άρεσε πολύ η λογοτεχνική της αφήγηση. Μεταφέρει τον αναγνώστη/αναγνώστρια  σε δύο πολύ διαφορετικούς τόπους (Ρόδο και Κονγκό), αποτυπώνοντας εθνογραφικές λεπτομέρειες και κοινωνικά προφίλ. Είναι μια σύνθετη, πολυεστιακή αφήγηση που διαπερνά τα σύνορα της αυτοβιογραφίας, της ιστορικής μνήμης και της εθνολογικής παρατήρησης.

Η Αφρική στο βιβλίο της Αγγέλου, Μπουάνα δεν είναι εξωτικό φόντο. Είναι σάρκα, έδαφος και πνεύμα· παρόν ζωντανό, οδυνηρό και τρυφερό. Ο ελληνισμός, από την άλλη, αποτυπώνεται όχι ως υπερήφανο αφήγημα μεγαλείου, αλλά ως εύθραυστη και συχνά σιωπηλή μνήμη, ως αποτύπωμα σε δεύτερη πατρίδα, ως διαρκής μετάφραση του «ανήκειν». Η γλώσσα της κινείται με επιδεξιότητα, με υπέροχες ποιητικές περιγραφές , με έναν υπόκωφος λυρισμός που διαποτίζει τις αφηγήσεις, ακόμη κι όταν μιλούν για αποικιοκρατία, περιθωριοποίηση ή την εσωτερική αποξένωση των παιδιών της διασποράς. Το μυθιστόρημα ξεχωρίζει γιατί συνδυάζει ιστορική ακρίβεια με βαθιά συναισθηματική αφήγηση. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γυναικείες δυναμικές φωνές που αγωνίζονται, φυλακίζονται, για να σώσουν την οικογένεια, ελλείψει ανδρών,όπως η μητέρα της Ανασασίας η Αριστέα, αλλά και άλλες που δεν προσκύνησαν τον κατακτητή. Το βιβλίο συνομιλεί υπόγεια με έργα μνήμης της διασποράς, αλλά κρατά καθαρά τη δική του φωνή: μια φωνή ζυμωμένη με το φως και τη σκόνη, με τη νοσταλγία και τη ρήξη, με το αίσθημα ότι η ταυτότητα δεν είναι ούτε ρίζα ούτε σημαιάκι, αλλά πληγή που επιμένει να ανθίζει. Θα το χαρακτήριζα ως μια ώθηση στην ιστορική μνήμη του ελληνικού χώρου, του αποικιακού παρελθόντος και της προσωπικής μοίρας, υφαίνοντας την ατομική με τη συλλογική ταυτότητα. Το μυθιστόρημα αναδεικνύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αντίσταση στις κοινωνικές επιταγές των ταυτοτήτων που επιβάλλουν οι κατακτητές. Ακόμη ο αναγνώστης/αναγνώστρια προς το τέλος του μυθιστορήματος, θα νιώσει μια γαλήνη αφού μετά από τα μύρια βάσανα που έζησε ο ελληνισμός έρχεται η ελπίδα. Πως μέσα από την καταστροφή ξεβλασταίνει η δύναμη να συνεχίσει κανείς. Η Βαλερί Αγγέλου ανοίγει τη συγγραφική της πορεία με ένα βιβλίο προκαλώντας έντονα συναισθήματα μνήμης, πόνου και αναγέννησης. Η «Μπουάνα» επιβεβαιώνει τη φωνή της ως μία νέα δυναμική παρουσία στην ελληνική ιστορική πεζογραφία. Σ’ αυτή τη συνέντευξη, η Βαλερύ Αγγέλου μας οδηγεί μέσα από το φως και τη σκιά μιας ζωής που συγκρούστηκε με την Ιστορία, και μας θυμίζει πως ακόμα και μέσα από τα πιο σκοτεινά μονοπάτια, η ανθρώπινη δύναμη μπορεί να αναδυθεί.

 

Πώς γεννήθηκε η ανάγκη ή η αφορμή να γράψετε αυτό το βιβλίο;

 

Τα προηγούμενα χρόνια συνειδητοποίησα ότι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η  Ρόδος, είναι πασίγνωστη για τις καλοκαιρινές ομορφιές της, ελάχιστοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν την ιδιαίτερη ιστορία της. Ακούγοντας όμως από μικρή  τις ιστορίες των γιαγιάδων και των παππούδων μας, γεννήθηκε σιγά σιγά   μέσα μου η ανάγκη να τους δώσω φωνή,  να αφήσω κάτι στον τόπο μου. Μια μαρτυρία, ένα αφήγημα, μια όμορφη ιστορία, όχημα για γνώση  στις νεότερες γενιές.

 

Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας ή συμβάν στο έργο που σας συγκίνησε ιδιαίτερα κατά τη συγγραφή;

 

Προσωπικά, θεωρώ την Αριστέα, την μητέρα της ηρωίδας μας,  εμβληματικό άνθρωπο. Με την σκληρότητα του ανθρώπου που έζησε χωρίς περιθώρια για συναισθηματισμούς, με το ένστικτο της επιβίωσής ιδιαίτερα έντονο έχτισε μια ζωή μέσα σε πόλεμο. Υπηρετώντας αγόγγυστα  μια αόρατη νομοτέλεια, ένα καθήκον ριζωμένο βαθιά μέσα της, υπηρέτησε τον μητρικό ρόλο με μια φαινομενική σκληρότητα. Όμως βαθιά μέσα της έδωσε ότι είχε.

 

Ποια ήταν η πιο δύσκολη ή αποκαλυπτική στιγμή κατά τη συγγραφή;

 

Το ιστορικό μυθιστόρημα έχει μια ιδιαιτερότητα. Ο συγγραφέας δεν  καλείται απλά να εξιστορήσει γεγονότα που συνέβησαν σε παρελθοντικούς χρόνο. Ο αφηγητής πρέπει  να βουτήξει  στα βαθιά, να μάθει τον τρόπο σκέψης  μιας άλλης εποχής, να δικαιολογήσει βιώματα, να συναισθανθεί τις κοινωνικές ισορροπίες. Δεν θα πρέπει να ερμηνεύει τις καταστάσεις με τα σημερινά δεδομένα ελευθερίας και ευημερίας. Τουναντίον, πρέπει να  στέκεται με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του,  δίπλα στους ήρωες του έργου του, και όχι απέναντι.

 

Θεωρείτε το έργο σας φεμινιστικό ή πολιτικό;

 

Η ιστορία ακροβατεί ανάμεσα  σε δύο ταραγμένες ιστορικά εποχές. Την ιταλοκρατούμενη  Ρόδο και την πορεία της μέχρι την ενσωμάτωση από τη μια, και το βελγικό Κονγκό και την εποχή του εμφυλίου από την άλλη. Αναπόφευκτα λοιπόν είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό έργο, δοσμένο όμως  μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας η οποία τόλμησε να αναμετρηθεί με την Ιστορία, στον βαθμό που της αναλογεί. Υπό αυτό το πρισμα, ναι το βιβλίο είναι φεμινιστικό. Τον φεμινισμό όμως  που δεν διακηρύσσει φωναχτά, αλλά αντιστέκεται. Αυτόν που δεν σηκώνει σημαία σε παρελάσεις, αλλά σκύβει και γεννιέται από το χώμα και τη λάσπη. Όχι ως θέση, αλλά ως ανάγκη. Ως σιωπηλή αλλά ακλόνητη δύναμη.

Ο πυρήνας του μυθιστορήματος μοιάζει έμφυλος, στην ουσία του όμως βαθιά πολιτικός.

 

Πώς είναι η καθημερινότητα της συγγραφής για εσάς; Είναι τελετουργία ή αναμέτρηση;

 

Η συγγραφή είναι κάτι που με ακολουθεί νοερά καθόλη την διάρκεια της απαιτητικής καθημερινότητας μου. Είναι λέξεις  που τριβελίζουν το μυαλό μου, παλεύοντας να βρουν την θέση τους στο χαρτί. Είναι εικόνες που ψάχνουν να αποτυπωθουν . Και όταν  κοπάσει ο κουρνιαχτός της μέρας, τότε ξεκινά η μάχη. Γιατί ναι, η συγγραφή είναι αναμέτρηση. Όχι με το χαρτί, αλλά με τον ίδιο σου τον εαυτό. Απαιτεί να σταθείς μπροστά στις αλήθειες σου χωρίς άμυνες. Ζητά να ξεπεράσεις τα στεγανά της δικής σου σκέψης, το τραύμα του δικού σου βιώματος και από την αρχή, χωρίς άμυνες να κατανοήσεις το άλλο, το  διαφορετικό. Αυτό είναι μια διεργασία που δεν υπακούει σε τελετουργικες διαδικασίες με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι μια διαδικασία συνεχής και αδιάκοπη, όσο κρατάμε τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά.

 

Πόσο σταθερή ή ρευστή είναι η έννοια της πατρίδας για έναν απόδημο Έλληνα/μια απόδημη Ελληνίδα;

 

Έχοντας η ίδια ζήσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, γνωρίζω από προσωπική εμπειρία ότι η έννοια της πατρίδας λαμβάνει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στο μυαλό ενός ανθρώπου που έχει ξεριζωθεί με ή χωρίς την θέληση του από τον τόπο του. Η ιστορία της μικρής γεωγραφικά χώρας μας, βρίθει με ιστορίες ανθρώπων που έφυγαν από την Ελλάδα για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Και όσο και να έχει εκλογικευθει αυτή η απόφαση, πάντα μένει μια πληγή ανοιχτή.

 

Πώς ελπίζετε να διαβαστεί το έργο σας από νεότερες γενιές Ελλήνων/Αφρικανών/μεταναστριών;

 

Εύχομαι αυτό το βιβλίο να αποτελέσει μια γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους, γενιές αλλά και ταυτότητες. Από την νέα γενιά Ελλήνων θα ήθελα να διαβαστεί ως μια μικρή χαραμάδα ιστορίας, ως μια υπενθύμιση ότι το Ελληνικό στοιχείο άνθισε  και έξω από τα στενά γεωγραφικά όρια της χώρας μας. Οι Έλληνες ρίζωσαν, έφτιαξαν οικογένειες και κουβαλώντας το άκληρο τραύμα  του πολέμου και της καταπίεσης, στάθηκαν με ενσυναίσθητη δίπλα στους αυτόχθονες της Αφρικής. Απέναντι στις νεότερες γενιές των Αφρικανών, το έργο αυτό είναι ένας μικρός φόρος τιμής, μια ένδειξη σεβασμού σε όλους αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους που βίωσαν μια απο τις πιο σκληρές σελίδες της ιστορίας. Τα  παιδιά των ανθρώπων της διασποράς εύχομαι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου να βρήκαν μια γυναίκα που πάλεψε με την μνήμη και την επιβίωση.

 

«Όταν η μυθοπλασία έρχεται με περιπαικτική διάθεση να ταράξει τα νερά, η ιστορία πεισμώνει — ανυποχώρητη στο δίκιο της αλήθειας”. Πού τοποθετείτε τη δική σας γραφή ανάμεσα στο παιχνίδι της επινόησης και τη βαρύτητα του ιστορικού τραύματος; 

 

Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο, κρατούσα στα χέρια μου μόνο τις αφηγήσεις των απλών, καθημερινών ανθρώπων του τόπου μου. Ήθελα όμως πραγματικά να  εντάξω  με όση μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούσα τα γεγονότα εκείνης της εποχής, χωρίς αυτά να αποτελούν αποτρεπτικό βαρίδι στον αφηγηματικό λόγο . Άρχισα λοιπόν να ερευνώ, να διαβάζω και να αναζητώ δεδομένα, διαδικασία καθόλου εύκολη καθώς κάποιες σκοτεινές πτυχές της ιστορίας δεν έχουν ευρέως συζητηθεί, είναι νωρίς ακόμη για τους ιστορικούς χρόνους. Το ζητούμενο λοιπόν  για μένα ήταν δώσω φωνή σε μια εποχή, χωρίς να προδώσω την αλήθεια της.

 

«Η Μάγια Αγγέλου έλεγε πως η Ιστορία, όσο βασανιστικά οδυνηρή κι αν είναι, δεν διαγράφεται· μα αν την αντικρίσουμε με θάρρος, ίσως δεν χρειαστεί να τη ζήσουμε ξανά”. Πώς αντανακλά αυτή η θέση στο δικό σας έργο; Θεωρείτε ότι η λογοτεχνία μπορεί να σταθεί ως πράξη μνήμης αλλά και πρόληψης;»

 

Η Ιστορία, στις πιο μελανές τις σελίδες αποτελεί τραύμα και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Χωρίς συγκάλυψη, χωρίς παραποίηση. Αλλά με θάρρος. Πρέπει να ειπωθεί και να αναγνωριστεί. Ώστε να δοθεί η δυνατότητα της κατανόησης των μηχανισμών του και κυρίως της επούλωσης του. Η λογοτεχνία για μένα είναι μια πράξη ενσυνείδητης μνήμης, δίνοντας φωνή σε όσους αδικήθηκαν. Για να μην γράφεται η Ιστορία μόνο από τους νικητές.

 

Ζώντας ανάμεσα στην επιστήμη και την Τέχνη, πώς αντιμετωπίζετε την ανθρώπινη οδύνη που γεννιέται όχι μόνο από ασθένειες αλλά κι από κοινωνικές ανισότητες, πολέμους, μνήμη; Είναι η λογοτεχνία ένα είδος θεραπείας;

 

Η ιατρική με δίδαξε ότι ο πόνος  δεν είναι μόνο βιολογικός. Αρκετά συχνά είναι ψυχικός,   πηγάζει από άλυτες εσωτερικές συγκρούσεις και βρίσκει τρόπο να σωματοποιείται. Ως ιατρός καλούμαι να ακούσω τον ασθενή μου, ταυτόχρονα όμως  και να αφουγκραστώ τις σιωπές του, να διαισθανθώ τα ανομολόγητα. Σε αυτό το σημείο έχουν πολλά κοινά η λογοτεχνία με την τέχνη της ιατρικής. Προσωπικά, η μία δρα συμπληρωματικά με την άλλη

 

Τι θα θέλατε να απομείνει στον αναγνώστη αφού κλείσει το βιβλίο;

 

Θα ήθελα να νιώσει ότι μέσα από τις σελίδες του φιλοξενήθηκε ένα μικρό κομμάτι της Ιστορίας, που τόσα έχει να μας διδάξει, αλλά δεν βρήκε τη θέση του στα επίσημα βιβλία. Να αφυπνιστεί η μνήμη  για όλους αυτούς τους μικρούς καθημερινούς ήρωες του τότε και του σήμερα.

 

Κυρία Αγγέλου σας εύχομαι να είναι καλοτάδιξη η “Μπουάνα”

 

 

Η Βαλερί Αγγέλου γεννήθηκε στο Charleroi του Βελγίου και μεγάλωσε στη Ρόδο. Είναι απόφοιτος ιατρικής του Université Libre de Bruxelles, με μεταπτυχιακές σπουδές στη ρινολογία-ρινοχειρουργική. Διατηρεί ιατρείο στον Άλιμο και αρθρογραφεί σε διάφορα sites. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο αγοριών.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.