You are currently viewing Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Μια συνομιλία με τον Λουάν Τζούλις για τη νέα του συλλογή «Κομμένος στα τέσσερα»

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Μια συνομιλία με τον Λουάν Τζούλις για τη νέα του συλλογή «Κομμένος στα τέσσερα»

Τον ποιητή Λουάν Τζούλις τον πρωτογνώρισα πέρυσι το καλοκαίρι, όταν βρέθηκε –μαζί με άλλους δεκατέσσερις λογοτέχνες– προσκεκλημένος στο 10ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Τήνου, μια διοργάνωση που έχει εμπνευστεί και συνεχίζει με συνέπεια ο Τηνιακός ποιητής Ντίνος Σιώτης. Του είχα τότε υποσχεθεί πως θα αναζητήσω και θα διαβάσω τα ποιήματά του. Τον περασμένο Ιούνιο, η υπόσχεση αυτή συναντήθηκε με την επικαιρότητα: κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία η νέα του συλλογή, «Κομμένος στα τέσσερα» από τις εκδόσεις Τόπος. Το βιβλίο, προλογισμένο από τον συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη, απλώνει τις ποιητικές ανησυχίες του Τζούλις σε 118 σελίδες γεμάτες μνήμες και ευαισθησία.

Η συλλογή «Κομμένος στα τέσσερα» μας δείχνει έναν ποιητή που δεν φοβάται να σταθεί γυμνός απέναντι στις αντιφάσεις του: την αίσθηση του ξένου, το βάρος της νοσταλγίας, την αδυναμία συμφιλίωσης με την έννοια της πατρίδας, την αμφισημία του έρωτα και της μοναξιάς. Δεν γράφει για να επιβληθεί· γράφει για να δηλώσει το ακατάτακτο, το κομμένο, το ραμμένο από την αρχή. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμή του: στην εμμονή να αποτυπώσει τον κόσμο όχι με το βλέμμα του «ποιητή που περισσεύει», αλλά με το βλέμμα εκείνου που επιμένει να φτιάχνει λέξεις, ακόμη κι όταν οι ζωγράφοι «βαριούνται» και οι συγγραφείς «πληθαίνουν». «Δεν θέλω τη χαλασμένη ομπρέλα σας, δεν τη θέλω». Ο στίχος μοιάζει απλός, σχεδόν πεζός. Κι όμως, εκεί μέσα κρύβεται όλο το φορτίο της άρνησης να δεχτείς τη φθορά που σου προσφέρουν ως λύση. Η χαλασμένη ομπρέλα γίνεται σύμβολο των μισών λύσεων, της πρόχειρης παρηγοριάς. Ο ποιητής την απορρίπτει και μαζί κάθε συμβιβασμό με το λειψό. Η ποίησή του δεν αναζητά την ομορφιά στις μεγάλες κοσμικές εικόνες· πατά γερά πάνω σε θραύσματα ζωής, σε λέξεις καθημερινές και φαινομενικά ασήμαντες, που αναστρέφονται σε κάτι συγκινητικό. Η λιτότητα γίνεται εδώ δήλωση αξιοπρέπειας. Το ζήτημα της ταυτότητας διαπερνά τη συλλογή με τρόπο ευθύ αλλά όχι καταγγελτικό:
«Τόσο πατριώτης, ποτέ δεν ήμουν, αν και ποτέ μου δεν περηφανεύτηκα για τον πατριωτισμό μου». Κι αλλού: «Στην Αθήνα Αλβανός, Έλληνας στην Αλβανία». Ο διχασμός δεν παρουσιάζεται ως κραυγή διαμαρτυρίας αλλά ως μια μόνιμη σχισμή στην ύπαρξη, ένα ανοιχτό τραύμα που γίνεται γλώσσα. Ο ποιητής δεν επιλέγει «στρατόπεδο»· επιλέγει να κατοικήσει στο ενδιάμεσο και να το φωτίσει με την ποίηση.

Κι ύστερα, ο χρόνος. Στο ποίημα Συνταξιούχος γράφει: «τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου μου». Μια φράση που κουβαλά την κόπωση της ηλικίας αλλά και την αίσθηση ότι το προσωπικό αλφάβητο φτάνει στο τέλος. Κι όμως, ακόμη και το «τελευταίο» παραμένει γράμμα· φορέας νοήματος, έστω και κοντά στη σιωπή. Δεν επιδιώκει την ενότητα· παραδέχεται τη διαίρεση. Η ποίηση δεν γιατρεύει το ρήγμα· το κατοικεί. Και ίσως αυτή να είναι η πιο τίμια στάση: να αναγνωρίσεις πως δεν υπάρχει ένας κόσμος ακέραιος, αλλά μόνο κομμάτια που κουβαλάς, άλλοτε σαν βάρος κι άλλοτε σαν δώρο. Ο Λουάν Τζούλις δεν γράφει για να λυτρωθεί ούτε για να επιβεβαιώσει θέση στην ποιητική σκηνή. Γράφει γιατί δεν μπορεί αλλιώς. Η νέα του συλλογή δεν αναζητά ενότητα μέσα στο χάος· παραδέχεται ότι η ύπαρξη μένει μοιρασμένη: ανάμεσα σε δύο χώρες, δύο γλώσσες, δύο τρόπους να ζεις.

Τον αναζήτησα για να μιλήσουμε. Ο Λουάν Τζούλις, με τη σιωπηλή του επιμονή, μας θυμίζει ότι η ποίηση γεννιέται συχνά από την αίσθηση του διχασμού, από την αγωνία της μοναξιάς, από τον έρωτα που καίει και σώζει ταυτόχρονα. Ανοίγουμε τη συζήτηση γύρω από τις ποιητικές του εμμονές, τις διπλές πατρίδες και τον τρόπο με τον οποίο η προσωπική εμπειρία γίνεται γλώσσα. Κι εμείς, καλούμαστε να ακούσουμε όχι μόνο τις λέξεις του, αλλά και την ανάσα τους.

Ο τίτλος «Κομμένος στα τέσσερα» δηλώνει έναν εσωτερικό διχασμό. Πώς βιώνετε εσείς αυτόν τον κατακερματισμό ανάμεσα στις πατρίδες, την οικογένεια, την ποίηση και τον εαυτό σας;

Δεν κάνω ποτέ πρόλογο όταν μιλώ και συζητώ. Πιστεύω στο φως των ματιών των ανθρώπων απέναντι μου, που μου δημιουργούν χρωματιστές εικόνες και μου αυξάνουν την στάθμη της ψυχής. Ανταλλάζω ενέργεια με ένα σφίξιμο παλάμης, ένα άγγιγμα στον ώμο ή ένα χαμόγελο στο άκουσμα των λέξεων (όπως τώρα). Με εσάς και με όλους τους Τηνιακούς, νιώθω σαν να είμαστε αγαπημένοι συγγενείς.

Στο πρώτο μου βιβλίο «Μυρίζω μήλο», εκδ. Καστανιώτη, 2002, ήμουν ¨έφηβος¨ στην ελληνική γλώσσα, όχι όμως στην ποίηση. Μαζί με το άρωμα της γενέτειρας που άφησα, είχα κάτω από την σάρκα μου, μνήμες, αγάπες, νοσταλγία και επιθυμίες που με οδηγούσαν με ανησυχία για το μέλλον της οικογένειάς μου. Τώρα, είμαι ¨μήλο κομμένο στα τέσσερα¨. Παραμένω Αλβανοέλληνας ταπεινός, με κύτταρα και από τους δύο πολιτισμούς. Εκεί, από πού έφυγα, έχω τον τάφο των γονιών μου που με συνοδεύουν και ευλογούν πάντα. Εδώ, μεγάλωσαν τα παιδιά μου, με τον ελληνικό αέρα που δεν μας δόθηκε δανικός.  Όμως τα σέβομαι όλα.

Δεν είναι απλό βίωμα, είναι κοινωνική υποχρέωση. Μες στα κομμάτια των τεσσάρων,  μένουν οι τέσσερες εποχές, τα 70 μου χρόνια, η ζωή των παιδιών και της οικογένειάς μου καθώς και οι τέσσερες ευχές που λέω σε όλους: Ζωή, Υγεία, Αγάπη και Ελπίδα. Τίποτα δεν ξεχωρίζω. Ποίηση για εμένα είναι πολιτισμός, ενέργεια, θάρρος, ταξίδι, εξομολόγηση, προσπάθεια…  Είναι μια ξεχωριστή θρησκεία, μια γεμάτη οικογένεια με καθαρό αέρα και δυνατούς πνεύμονες. Η μοναξιά του ποιητή είναι κόμπος που δημιουργείται από το χάος της κοινωνίας, το πολιτικό σύστημα και την ανισορροπία των κυκλωμάτων.  Η ποίηση, είναι ορίζοντας.

  • Στο ποίημα «Τι να πιστεύω» μιλάτε για αριθμούς, για το «ψέμα της εξάρας». Τι ρόλο παίζουν τα σύμβολα και οι μεταφορές στην προσπάθειά σας να ονομάσετε το άρρητο;

Το ψέμα, ποτέ δεν είχε και δεν θα έχει αριθμό.  Είναι ο ιός της κοινωνίας, σαν τον κόβιντ. Δεν εμβολιάζεται, παρ’ όλο που ο πολιτισμός είναι το πιο  θεραπευτικό φάρμακο. Στο νούμερο έξι έχω αλλεργία. Χειροτερεύει αν είναι διπλό, τριπλό… Ο διάβολος άλλωστε έχει επιλέξει τρία εξάρια. Τότε γίνεται…¨της εξάρας¨.

  • Ο έρωτας στα ποιήματά σας παρουσιάζεται ως δύναμη ζωοποιός, που δίνει ανάσα στην ύπαρξη. Είναι για σας και ο κατεξοχήν τρόπος αντίστασης στον φόβο και στον θάνατο;

Είμαι ερωτιάρης. Στα ποιήματα και στη ζωή. Δεν τον θέλω ανακατεμένο. Όταν αγαπάς, μένεις μικρός στην κοινωνία, στην αλήθεια και στις γνώσεις.

  • Σας απασχολεί το ανήκειν και το μη ανήκειν, λόγω των δύο πατρίδων. Πώς συνομιλούν μέσα σας αυτές οι δύο ρίζες;

Η ποίηση έχει παγκόσμια ταυτότητα. Τα συναισθήματα αλλάζουν με τους τρόπους που σκέφτεσαι και βλέπεις. Εγώ κάνω καλές παρέες με τα πράγματα που δεν έχουν «μέγεθος». Μου αρέσει η απλότητα και προσπαθώ να δίνω φως και σημασία στα μικρά πράγματα. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, τα ποιήματά μου δεν λένε ψέματα. Η γλώσσα της ποίησης είναι αυτή της ψυχής, της ευαισθησίας, της αγάπης, του έρωτα, της φιλίας, της ανθρωπιάς, του πολιτισμού. Με μια λέξη, η γλώσσα της ανάσας. Η ποίηση δεν αντέχει  προδοσία. Η ελληνική και η αλβανική ποίηση έχουν την ίδια βάση, σαν να είναι φυτεμένες στον ίδιο κήπο.

 

  • Σε πολλά ποιήματα φαίνεται η φιλοσοφική διάθεση, με αποφθεγματικό κλείσιμο. Θεωρείτε ότι η ποίηση μπορεί να αγγίξει την αλήθεια με τρόπο πιο ουσιαστικό από τη φιλοσοφία;

Η ποίηση είναι ένας όμορφος πόλεμος με τον εαυτό. Η ζωή, με τις εμπειρίες, τους κόπους και τρόπους, τις προσπάθειες και την κούραση αποθηκεύεται σαν πολύτιμος θησαυρός στην ζωή ενός ανθρώπου, έτσι και σε μένα. Η ποίηση αγγίζει και εκφράζει την αλήθεια, μοιάζει με ένα χρονολόγιο που ξέρει να μιλά ωραία και μεταφορικά. Η ποίηση, έχει φιλοσοφικούς γρίφους. Να συνεχίζεις, χωρίς φόβο.

  • Αν έπρεπε να κρατήσετε ένα μόνο ποίημα ως αυτοπροσωπογραφία σας, ποιο θα ήταν;

Το «Κομμένος στα τέσσερα» και « Ο έρωτας του ποιητή».

Για το πρώτο αναφερθήκαμε παραπάνω και για το δεύτερο, δεν μπορώ να είμαι αλλιώς. Θέλω να είμαι ερωτευμένος, να φύγω με τον αέρα και να με θυμάστε σαν δέντρο στην βροχή. Ο μετανάστης, δεν μασά. Αγαπά και ελπίζει. Μια ζωή πολεμά με την αλήθεια.

¨Δώσε μου το σεβασμό που μου ανήκει και θα πάρεις περισσότερη αγάπη από έμενα.¨

  • Στο ποίημα Συνταξιούχος γράφετε το “τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου μου”. Τι σημαίνει για εσάς αυτό το γράμμα και γιατί επιλέξατε να το χρησιμοποιήσετε ως σημείο κλεισίματος;

Ο συνταξιούχος, είναι ο μοναδικός ¨μαραθωνοδρόμος¨ που δεν έφτασε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία της νίκης. Μένει νικητής, ευχαριστημένος, όταν βλέπει ότι τα όνειρά του έβγαλαν φτερά και τα παιδιά του, ζουν ευτυχισμένα.

Ο συνταξιούχος μένει η τελευταία παράγραφος που ούτε ο ίδιος δεν πρόφτασε να διαβάσει.

  • Λέτε ότι οι συγγραφείς πληθαίνουν, οι ποιητές περισσεύουν και οι ζωγράφοι βαριούνται. Είναι μήπως η ποίηση ένα πολυτιμότερο βάρος που ελάχιστοι αντέχουν; Πώς το ζείτε εσείς;

Τη ποίηση δεν τη ζω σαν φάση, ούτε σαν σχολική τάξη, ούτε σαν εποχή, ούτε σαν εφηβικό έρωτα. Την γεύομαι σαν γλυκό του κουταλιού. Τρώω, γράφω και δεν χορταίνω. Η ποίηση, είναι σαν φιλί στα μάγουλα, το νιώθεις, δεν το σκουπίζεις και γλείφεις τα χείλη από ευχαρίστηση.

 

  • Στους στίχους σας λέτε “Στην Αθήνα Αλβανός, Έλληνας στην Αλβανία” Οι στίχοι σας αγγίζουν τη διπλή αντίληψη ταυτότητας . Πιστεύετε ότι η ταυτότητα μας καθορίζεται περισσότερο από τον εαυτό μας ή από το πώς μας βλέπουν οι άλλοι;

 

Πόνος και πληγή ταυτόχρονα. Ο μετανάστης είναι αβάπτιστος, χωρίς όνομα. Πράξη ρατσισμού και ανυπαρξίας, πολύ σκληρός και άγριος. Ο τόπος που μεταναστεύεις, όσο φιλόξενος και αν είναι, μένεις ξένος. Να ακούς και να μη μιλάς, μια ζωή μουγγός. Αν ρωτήσεις τους Έλληνες της διασποράς, μόλις ακούσουν κάποιον να μιλά ελληνικά στον ξένο τόπο που ζουν, ξαφνιάζονται και τα μάτια τους πλημμυρίζουν ήλιο. Έτσι και σε έμενα, μη λέμε ανοησίες. Ο στίχος αυτός, έχει τυπωθεί, σαν ρεφρέν πόνου.

 

  • Τόσο πατριώτης, ποτέ δεν ήμουν, αν και ποτέ μου δεν περηφανεύτηκα για τον πατριωτισμό μου” ; Μήπως ο αληθινός πατριωτισμός είναι αυτός που κανείς δεν μπορεί να μετρήσει;

Ο πατριωτισμός του πολίτη, φαίνεται στο κουρασμένο βλέμμα του, στις φλέβες, στους κροτάφους, στη πίεση της καρδιάς και στο ζάχαρο του αίματος. Όταν βλέπεις  τα παιδιά σου, τους φίλους, τους  γείτονες ευχαριστημένους, εκεί κατοικεί ο πατριωτισμός και η αληθινή πατρίδα σου. Έχω τριάντα χρόνια εδώ και η ελληνική γλώσσα έχει γίνει το καλύτερο μου κοστούμι. Συχνά μπερδεύω φράσεις και λέξεις από τις δύο γλώσσες.

  • Στο ποίημα «Βρεγμένος και ξένος» διαβάζουμε: «Δεν θέλω τη χαλασμένη ομπρέλα σας, δεν τη θέλω». Η ομπρέλα λειτουργεί εδώ ως σύμβολο. Είναι δυνατόν ένα καθημερινό αντικείμενο, όπως η ομπρέλα, να μετατραπεί σε σύμβολο αποξένωσης και μοναξιάς μέσα στη «βροχή» της ζωής;

Η ομπρέλα του μετανάστη είναι ατσάλινη, δεν σπάει εύκολα. Δεν φοβάται τα ρεύματα και δεν προσβάλει κανέναν. Ο ρατσισμός, πάντα είναι άγριος και εχθρικός.

  • Όλοι οι ποιητές αφιέρωσαν τους στίχους τους στα αστέρια, στον ήλιο, στο φεγγάρι, στα κύματα και στα λουλούδια. Φοβάμαι πως δεν περίσσεψε τίποτε για τα ποιήματα μου..”Θεωρείτε ότι η ποίηση μπορεί να είναι τρόπος αντίστασης, μνήμης ή προσωπικής ανάτασης σε δύσκολες εποχές;

Ναι, μπορεί να βιωθεί ως μεγάλη παρηγοριά, πηγή έμπνευσης και ζωοδόχος. Η ποίηση είναι η πιο θετική βιταμίνη, εμβόλιο ψυχής.

  • Στο βιογραφικό σας βλέπουμε ότι έχετε εκδώσει τέσσερα παραμύθια με τις εκδόσεις Καστανιώτη. Αν η ποίηση είναι η γλώσσα της ψυχής, θα λέγαμε ότι τα παραμύθια είναι η φωνή της φαντασίας σας. Πώς γεννήθηκε μέσα σας αυτή η δεύτερη φωνή;

Τα παραμύθια, πάντα τα λάτρευα. Είναι απ’ τα πιο απλά πράγματα να διηγηθείς για το πώς ταξιδεύει η αλήθεια. Είναι τα πρώτα βήματα της παιδείας μέσα από τα πιο έντονα χρώματα της φαντασίας. Τα παραμύθια και οι ήρωες τους, είναι το απόλυτο δίδαγμα της θεωρίας του κάλου και του κακού. Ηρεμούν και μεγαλώνουν τα παιδιά μας, το μέλλον της ανθρωπότητας.

  • Από τα πρώτα σας χρόνια ασχοληθήκατε με τη λογοτεχνία, παρά τις σπουδές σας στη Βιομηχανική Χημεία. Πώς βλέπετε τη σχέση των ανθρώπων με τη λογοτεχνία στην Αλβανία σε σύγκριση με εδώ; Υπάρχει διαφορά στο ενδιαφέρον των αναγνωστών;

Οι άνθρωποι γενικά και ειδικά οι νεότεροι, δεν διαβάζουν όπως παλαιότερα. Έχουν ξεχάσει να ξεχωρίζουν μυρωδιές, να διαβάζουν φωναχτά και να διηγούνται γεγονότα με ανθρώπινο τρόπο. Πιστεύουν περισσότερο τα ηλεκτρονικά μέσα, τα κουτσομπολιά σε σελίδες στο κινητό τους. Περνάμε τεμπέλικη εποχή. Όπως φαίνεται, μια μέρα θα πουλούν δάκρυα και έρωτα με έκπτωση  στις σελίδες του διαδικτύου.

  • Η μετάφραση είναι γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους και γλώσσες. Ποιοι Έλληνες συγγραφείς πέρασαν από τη δική σας γλώσσα στην Αλβανική και πώς αντέδρασαν οι αναγνώστες εκεί;

Η μετάφραση είναι τέχνη και δύσκολη πράξη. Ο Καζαντζάκης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Σαμαράκης, ο Σεφέρης, ο Αίσωπος καθώς και η ελληνική μυθολογία, έχουν μεταφραστεί στα αλβανικά. Γενικά, ο Αλβανός αναγνώστης είναι ευαίσθητος με την αρχαία Ελλάδα και με το πολιτισμό της.

Αν πας στην Αλβανία, δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις αλβανικά, γνωρίζουν εκείνοι ελληνικά.

Όσα ειπώθηκαν δεν είναι παρά ψήγματα μιας πορείας που συνεχίζεται. Ο Λουάν Τζούλις μάς άφησε να περπατήσουμε λίγο στα μονοπάτια του: ανάμεσα σε δύο πατρίδες, σε δύο κόσμους, ανάμεσα στο φως και στη σκιά. Κι ίσως αυτό είναι η ουσία της ποίησης του· να μας θυμίζει ότι όλοι κουβαλάμε ρωγμές, κι ότι μέσα από αυτές περνά το φως. Αφήνουμε λοιπόν τις λέξεις του να μείνουν εδώ, σαν σπόροι που θα συνεχίσουν να ανθίζουν μέσα μας, πολύ μετά το κλείσιμο αυτής της συνάντησης. Καλοτάξιδη να είναι η ποιητική σας συλλογή!

Εγώ σας ευχαριστώ. Μου φαίνεται πως η δεύτερη πατρίδα μου με τραβάει με την αγάπη σας, των κοριτσιών μου και του εγγονού μου.

Λουάν, θα πει Λέων.  Ο Μοράβας και ο Γράμμος, τα δυο βουνά που φιλούν την γενέτειρά μου, ξεδίψασαν τα πρώτα μου ποιήματα με την δίψα της φυγής μου.

 

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Λουάν Τζούλις γεννήθηκε το 1955 στο Ντεβόλ της Κορυτσάς. Σπούδασε Βιομηχανική Χημεία. Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε τοπικά έντυπα. Τιμήθηκε με διάφορα βραβεία της πατρίδας του. Από το 1995 ζει στην Ελλάδα, με την οικογένεια τoυ. Τα ποιήματα του, στην ελληνική γλώσσα, έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά όπως: “Λέξεις”, “Οδός Πανός”, “Ίndex”, “Φάρος”, “Εντευκτήριο”, “Δέκατα”, “Περίπλους”, “Διαβάζω”, κ.ά. Η συλλογή “Πού να ζητήσω συγγνώμη” συμπεριλήφθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού στις 38 καλύτερες ποιητικές συλλογές 2008-2010. Συμμετείχε σε τρία παγκόσμια φεστιβάλ ποίησης: Luxenburg 2008, Τήνος 2010, Αθήνα 2013. Είναι μέλος του συλλόγου “Κύκλος Ποιητών” της Αθήνας. Έχει επιμεληθεί μεταφραστικά (απόδοση στα αλβανικά από την ελληνική γλώσσα) τέσσερα παραμύθια από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Επίσης, από το 1990 μέχρι 2014 έχει εκδώσει στα αλβανικά επτά ποιητικές συλλογές. Είναι παντρεμένος και έχει δυο κόρες.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.