ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΣ – ΚΥΚΛΑΔΟΣΥΝΗ
Για την ποίηση….
(κατάθεση με αφορμή την παρουσίαση στον «Εύμαρο» αυτών των ποιητικών συλλογών της Μαριανίνας Βεντούρη).
«Η αλήθεια είναι πως έχω μεγάλη ιδέα για την ποίηση, κι αυτό το γελοίο αμάρτημα στον μικρόψυχο καιρό μας, δύσκολα μπορεί να συγχωρεθεί. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως, αν απ’ αυτόν τον κόσμο σώζονταν μόνο τα έργα των ποιητών, θα είχε διασωθεί και η ιστορία του ανθρώπου. Αυτό το πιστεύω, ίσως, γιατί νομίζω πως ο ποιητής είναι το μοναδικό ανθρώπινο πλάσμα, που όλα μπορεί να τα ξέρει και τίποτα δεν μπορεί να αποσιωπήσει».
Δανείστηκα τούτη τη φράση της Νόρας Αναγνωστάκη γιατί ταυτίζονται, απόλυτα το συναίσθημα και η πίστη μου στην αντικειμενική της αλήθεια. Άλλωστε η πορεία της ανθρωπότητας ξεκινά να εξιστορείται με δύο ποιήματα ποταμούς: στο Βαβυλώνιο έπος του Γκιλγκαμές και στα δικά μας Ομηρικά έπη. Η ποίηση είναι η πρώτη μάνα και η πρώτη δασκάλα του ανθρώπου, δεν του βάζει απαγορευτικούς κανόνες για να νιώσει την ευδαιμονία των στίχων της μέσα από τα μύρια χρώματα που η ελευθερία τα ποτίζει. Αυτή η ελευθερία ποιεί κόσμους συγκίνησης μιας φύσης και μιας γλώσσας παγκόσμια κοινής, κατανοητή σε κάθε ανθρώπινη λαλιά. Δεν κομίζω γλαύκας, την ευγνωμοσύνη μου κομίζω για το ελεύθερο πεδίο έκφρασης που μου έδωσε ο ποιητικός λόγος, αφού πρώτα η ανάγνωσή του, μου χάρισε την πρωτόγνωρη αυτή ευδαιμονία στα εφηβικά μου χρόνια κι έπειτα την παρόρμηση στη γραφή της. Είναι αυτό που με την επίγνωση του, κοινωνεί ο Γιάννης Ρίτσος: «κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα…». Ο καλός ποιητής μας αυτήν την ελευθερία δεινότητας υμνεί και ενθαρρύνει να την δοκιμάσουμε.
Κι αυτή η ανάγκη υπεράσπισης της ποίησης με θερμαίνει περισσότερο, όταν ακούγεται συνεχώς ότι οι άνθρωποι δεν διαβάζουν ποίηση. Στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης ο μεγάλος ρομαντικός Γερμανός ποιητής Χαίλντερλιν, μετά την αποθάρρυνσή του από την έκβασή της επαγγελίας των οραμάτων της επανάστασης, αναρωτιέται: κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;» Μα τότε και τώρα ίσα-ίσα που χρειάζονται, γιατί αυτοί κρατούν το φως της δάδας κι αναπνέουμε. Και μόλις έγραψα αναπνέουμε, από μέσα μου ξεπετάχτηκε μια μνήμη «ανάσας» που επικαλούνται οι ποιητές που μάς χάρισαν τα δύο Νόμπελ. Τη βραδιά της απονομής του βραβείου, ο Γιώργος Σεφέρης στην εξομολογητική ομιλία του προς στους Σουηδούς και παράλληλα σε όλον τον κόσμο, μάς κοινωνεί την βεβαιότητά του για την ουσία της: «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα- και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης- κι ένας θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης». Κι Ο Οδυσσέας Ελύτης, έπειτα, από δεκαπέντε χρόνια στην ίδια αίθουσα, συνεχίζει την ίδια βεβαιότητα από εκεί που την άφησε ο Σεφέρης και που έρχεται από τη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων της μάνας Ιωνίας: «Αναπνοή της αθανασίας… Η ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.» Ακούνε, ξανά, οι ευμενείς κριτές Σουηδοί την ελληνική σκέψη για την ανάσα της ποίησης και χαίρονται την απόδοση της αριστείας τους και σ’ εκείνον.
Το ερώτημα του Χαίλντερλιν βάζει προμετωπίδα ο Γιώργος Σεφέρης στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’ που γράφει το 1937, θέτοντάς το, και σαν δικό του ερώτημα, μάλλον, γιατί διαβλέπει τον όλεθρο που έρχονταν με νέα σφαγή λαών και ιδανικών. Μπροστάρηδες, πάντοτε, υπήρξαν οι ποιητές με τους παιάνες και τα θούρια τους σε όλους τους αγώνες για ελευθερία της ανθρωπότητας. Κι αυτή την ελευθερία την νιώθει ο καθένας μας ξεχωριστά στον μικρό του κόσμο που γίνεται μεγάλος, σαν η ποιητική τους έκφραση απελευθερώνει τα συναισθήματά μας. Γράφει η Μαριανίνα Βεντούρη κανακεμένη από τη γλύκα της παράδοσης:
Τη γλώσσα σου δεν γροίκησά τη ακόμα
μα η μουσική σου ψάλλει με στα πάθια σαν κλαίγω, κλαίει, βαθιά μέσα στο στόμα
Το χέρι να μ’ απλώσεις – τ’ όνομα σου ν’ αγγίσω μια στιγμή μες στη μαγεία Μαρίνα εμένα – εσένα Πελαγία.
Τώρα που ακούσαμε αυτούς τους στίχους της Μαριανίνας Βεντούρη δεν νιώσαμε μια ώθηση αιθέρια, ένα πλάτεμα της καρδιάς μας, ένα αεράκι ολόφωτης δροσιάς; Ας ακούσουμε κι αυτό:
Τι σου κοστίζει να σταθείς μπροστά μου ράφτρα είμαι στίχων και μπαλωματού γίνε τ’ ανθρώπινο εικόνισμά μου με δυο λεξούλες σού ‘ραψα παντούμ.
Να γιατί υπερασπιζόμαστε την ποίηση, όσοι απόψε βρισκόμαστε εδώ: γιατί μάς ξαναγεννά σε άλλο κόσμο, μάς ανανεώνει το όραμα να ζούμε και να απολαμβάνουμε τα θαυμαστά πράγματα που μόνο η φύση, η ζωή κι η ποίηση μπορούν και φανερώνουν.
Είναι νωπά, ακόμη, στη ψυχή μου τα χρώματα των αισθήσεων που γέμιζε, όταν στα διαλείμματα του σχολείου με μια φίλη και συμμαθήτριά απαγγέλαμε στίχους του Ουράνη. Πόσο κοντά στην εφηβική μας μελαγχολία νιώθαμε την δική του, του δοκιμασμένου στην τραχύτητα της ζωής ποιητή, που μακαρίζει να πεθάνει ένα πένθιμο του Φθινοπώρου δείλι. Μάς συνέπαιρνε κι ο μουσικός ρυθμός των στίχων, που με χαρμόσυνη αντίθεση στήριζε τη δομή των στίχων και προσπερνούσαμε τον θάνατο, σαν να μην ήταν αυτός η επαγγελία αλλά μια ευφροσύνη άλλης ζωής. Έτσι αντρειεύαμε και τυπώναμε τη πρωτόγνωρη αίσθηση μας στα σχολικά τετράδιά κι η συστολή αναλάμβανε να τα προστατεύσει κλειδωμένα στο κρυφό μας συρτάρι. Μάς έφθανε η εμπιστοσύνη των λέξεων.
Η δοκιμασμένη στο γραπτό λόγο και καταξιωμένη πεζογράφος Μάρω Δούκα, σε μια παλιά της συνέντευξή είχε υποστηρίξει ότι η γραφή χρειάζεται τόλμη. Κι αυτή η τόλμη που απαιτείται στη λογοτεχνία παίρνει τη μέγιστη διάσταση για την ποιητική έκφραση στο αόρατο κέλευσμα από το εκ βάθους συναίσθημα. Προωθείται από την ελευθερία της ενόρασης, το σθένος μιας δυναμικής σκέψης, την ανάταση που ωθεί ο παλμός της ασυγκράτητης συγκίνησης.
Να, όπως σ’ αυτήν την στροφή του ποιήματος «Καρθαία αντί Βαβυλώνος» από τον “Κατάδεσμο” της Μαριανίνας:
Ακούω τη γλώσσα των μαρμάρων, τάζει πως είν’ η αρχή του κόσμου η σπουδαία
και μες στο χώμα μαύρη, πιο ωραία
φαντάζει.
Το υπέροχο στην ανάγνωση της ποίησης είναι ότι κάθε φορά το συναίσθημα που ξεπηδά απ’ την ψυχή μας είναι ίδιας έντασης, είτε για πρώτη φορά διαβάζουμε κάποιο στίχο, είτε για πολλοστή. Σαν πρωτόφαντο έρχεται με ακέραιη την αίσθησή του και υπερκόσμιος άνθρωπος νιώθεις να αιωρείσαι στον αιθέρα της διάφανης μα και στέρεης αχλής του. Ας το νιώσουμε και τώρα μαζί μέσα από τη φωνή της Μαριανίνας στην “Κυκλαδοσύνη”:
Άκου και τ’ όνειρό μου:
Στον βράχο αποσταμένη να ξεφυλλώ καβούρια πληθαίνουν ολοένα
ένα με ανεβαίνει,
περνώ του μια καδένα κρεμάται στον λαιμό.
Μαρίνα της θάλασσας, του Αιγαίου της Κυκλαδοσύνης και του ίμερου κατάδεσμού σου, σ’ ευχαριστούμε θερμά. Έχουμε τόση ανάγκη τα υψιπετή ταξίδια σου, γιατί ο κόσμος παραμένει μικρόψυχος και πάντα θα χρειάζεται τους ποιητές του.