Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής κατάγεται από τη Λάρνακα, σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάζεται στο Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου. Μέχρι τώρα δημοσίευσε έξι ποιητικές συλλογές (η τελευταία με τίτλο Το δάκρυ της Περσεφόνης εκδόθηκε πρόσφατα). Προηγήθηκαν: Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής (2002), Στην ακτή των ποιητών (2008), Όνειρα Αμενηνά (2014), Οδυσσέας Αστέρης (2018) και Η κραυγή της Αντιγόνης (2022).
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί «ανάγνωση» της συλλογής Η κραυγή της Αντιγόνης, που κυκλοφόρησε το 2022, από τις εκδόσεις Κέδρος. Περιλαμβάνει 64 ποιήματα η διάρθρωση των οποίων θυμίζει τη Μαρία Νεφέλη του Ελύτη. Κάθε ποίημα που βρίσκεται στην αριστερή σελίδα συνδέεται με το αντίστοιχο της δεξιάς σελίδας. Το ποιητικό υποκείμενο των 17 ποιημάτων της αριστερής σελίδας είναι ο Οδυσσέας Αστέρης και των υπόλοιπων 15 η Αντιγόνη. Στα ποιήματα της δεξιάς σελίδας απαντά, σχολιάζει ή επιβεβαιώνει ο χορός ποιητών. (Στη Μαρία Νεφέλη του Ελύτη, στα λόγια της Μαρίας Νεφέλης που βρίσκονται στη δεξιά σελίδα αντιστοιχούν τα λόγια του Αντιφωνητή που βρίσκονται στη δεξιά σελίδα και όταν ο Αντιφωνητής «μετακινείται» στη αριστερή σελίδα η Μαρία Νεφέλη παίρνει τη θέση του στην αριστερή σελίδα).
Ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από το τελευταίο ποίημα με τίτλο «Πολύφλογος νήσος» και πιο συγκεκριμένα από τον ακροτελεύτιο στίχο Ω προαιώνια κραυγή της Αντιγόνης. Ποια όμως είναι η Αντιγόνη της συλλογής; Τη συστήνει με σαφήνεια ο Θεοδόσης Πυλαρινός, επισημαίνοντας: «Η Αντιγόνη της συνθετικής αυτής συλλογής έχει το πικρό ηθικό χρέος να θρηνήσει για τα δεινά του τόπου της, να καταραστεί τους αίτιους των συμφορών του. Το σώμα που μοιρολογεί “άκλαυτο, άθαφτο μες στο χώμα” – παράδοξο και όμως αληθινό – δεν το έχει δει. Η νέα αυτή Αντιγόνη συνεχίζει την παράδοση των τραγικών γυναικών της Κύπρου, της Ελένης Παλαιολογίνας, της Αγίας Ελένης, της ομηρικής Ελένης, της Μαρίας της Συγκλητικής, της ανώνυμης γυναίκας με τη φωτογραφία του αγνοούμενου συγγενούς της στο χέρι».
Στο πρώτο ποίημα, με τίτλο «Αφρογέννητη», το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται την ιστορία της Κύπρου. Αναφέρεται στην προνομιακή γεωγραφική θέση της Κύπρου και στην απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου της, από τα σπλάχνα του οποίου αναδύθηκαν θεοί και ημίθεοι. Γι’ αυτό από τους αρχαίους ακόμη χρόνους και καθ’ όλη τη διαχρονική της πορεία τα χώματά της πατήθηκαν από ποικιλώνυμους κατακτητές, αλλά κατόρθωσε να παραμείνει όρθια, χωρίς να λυγίσει από δοκιμασίες και πάθη και χωρίς να χάσει την ελληνική της ψυχή. Ανέλαβε αγώνες τιμής, αξιοπρέπειας και αλήθειας. Αντιστάθηκε σε βάρβαρους και «πολιτισμένους» που θέλησαν να την υποτάξουν. Δεν κάμφθηκε, όμως, γιατί
Από τα γυμνά στήθη της
ανάβλυζε ρέον φως,
απ’ αυτό που ’θελε να βασιλέψει
αιώνες κι αιώνες,
ανάμεσα στη σκιερή γαλήνη
και στη θλίψη της φωτερής σιωπής,
έτοιμη να γεννήσει
το θαύμα των αηδονιών,
έτοιμη να γεννήσει τους λυγμούς του κόσμου.
Ένας ποταμός προσωνυμιών, διάσπαρτες σε πολλά ποιήματα της συλλογής, ζυγισμένες με ακρίβεια, συγκροτούν έναν θαυμάσιο πίνακα ζωγραφικής με άπειρα πλουμίδια και καταμεσής του δεσπόζει η Κύπρος. Προαιώνια γη της αλήθειας, φωτόλουστη γη της ελπίδας, μάνα γη της υπομονής, φωτόλουστη γη της ελπίδας, συγκύπτουσα γη του καημού, άχραντη Ανεράδα, Αροδαφνούσα. Αυτά ακριβώς τα πλουμίδια θέλησαν να γευθούν λαίμαργοι δυνάστες. Και ήλθαν. Αλλά τα γεύθηκαν πρόσκαιρα. Γιατί το χώμα της Μεγαλονήσου «δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους». Παρέμεινε άτρωτη, σηκώνοντας το βάρος ελληνικής ιστορίας, ελληνικής γλώσσας και ελληνικής παρουσίας αιώνων.
Σε τούτο τον τόπο,
λέξεις αρχαίες του Ομήρου
στην πνοή της θάλασσας,
έπη του Στασίνου
και ρήσεις του Ζήνωνα
στις στοές της γλώσσας μας.
Σε τούτο τον τόπο,
επίθετα αρχαία της Αφροδίτης
στους ασήκωτους βράχους
του Διγενή Ακρίτα,
ρήματα του Ευαγόρα και του Ζήνωνα
Ασσίζες και χρονικά
στην ανάσα της γλώσσας.
Ο ποιητής αφηγητής αναφέρεται σε όλους εκείνους που κατά καιρούς θέλησαν να την υποτάξουν και να την αφελληνίσουν, άλλοτε με πολέμους και άλλοτε με ψεύτικες υποσχέσεις, με δόλους και απάτες. Είναι πολλές οι φορές που πέτυχαν τα σχέδιά τους αλλά η επιτυχία τους ήταν εφήμερη. Στους δύσκολους καιρούς συσπειρώθηκε γύρω από τις παραδόσεις της, τον αρχαίο πολιτισμό και τη ζωοποιό δύναμη της γλώσσας της.
Κι εσείς δούκες κι ευγενείς,
βισκούντηδες και τζαμπερλάνοι
κι άρχοντες της Υψηλής Αυλής,
ελληνικά τώρα πια να μιλάτε στην αυλή,
και τις Ασσίζες σας
στα ελληνικά να τις γράφετε.
Αυτή είναι πια
η επίσημη της Κύπρου η γλώσσα
στο παλάτι και σ’ όλο το ρηγάτο,
η αρχαία η γλώσσα
των παροίκων και των φραγκομάτων.
Γυρίζει τη σκέψη του στο παρελθόν και μνημονεύει γεγονότα, που με την πάροδο του χρόνου συνδέθηκαν με παραδόσεις. Με τον τρόπο αυτό το παρελθόν αντιπαραβάλλεται με το παρόν και διευκολύνει το ποιητικό υποκείμενο να εκφράσει προβληματισμούς και ανησυχίες για την κατεύθυνση που ακολουθούν σήμερα φλέγοντα ζητήματα της νήσου. Έτσι, για παράδειγμα, το ποίημα «Οι γάτες της Αγίας Ελένης» παραπέμπει στην παράδοση σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη νήσο λόγω μιας περιόδου παρατεταμένης ανομβρίας. Τότε την επισκέφθηκε η Αγία Ελένη, με τις οδηγίες της οποίας η διοίκηση αναδιοργανώθηκε και ο δούκας Καλόκαιρος έκτισε τη Μονή του Αγίου Νικολάου, όπου μετέφερε εκατοντάδες γάτες, για να εξολοθρεύσουν τα μεγάλα δηλητηριώδη φίδια που υπήρχαν στη νότια περιοχή της νήσου.
Είναι προφανές ότι το ποίημα αυτό συνομιλεί με το ποίημα του Σεφέρη «Οι γάτες τ’ Άι-Νικόλα», που περιλαμβάνεται στο Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄. Οι στίχοι που παρατίθενται στη συνέχεια είναι ενδεικτικοί.
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ
Έτοιμες οι σωτήριες τριήρεις,
φουσκωμένες τα λευκά πανιά
της αθωότητας
με την ανάσα του γιαλού
για τη μακρινή νήσο
με το λησμονημένο φως.
Γεμάτες οι τριήρεις
με γάτες-ελπίδες,
χιλιάδες γάτες της Αγίας Ελένης,
τα φίδια απ’ την αναβροχιά
να πολεμήσουν
στέγνια και έρημος,
κι η γη των Αγίων
έγινε γη των ύπουλων φιδιών
και των σαρκοβόρων κουφάδων.
ΟΙ ΓΑΤΕΣ Τ’ ΑΪ-ΝΙΚΟΛΑ
Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας
–σαράντα χρόνια αναβροχιά–
ρημάχτηκε όλο το νησί
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Στο ποίημα του Σεφέρη, οι γάτες περιγράφονται με πολλές λαβωματιές που δέχθηκαν στη μάχη τους με τα φίδια. Άλλες κούτσαιναν, άλλες δεν έβλεπαν, άλλες δεν είχαν αυτιά, μύτη. Μέρα και νύχτα έπιναν το φαρμακερό αίμα των ερπετών. Αιώνες φαρμάκι∙ γενιές φαρμάκι. Στο ποίημα του Χατζηχαμπή, παρουσιάζονται με την ίδια εικόνα. Μετά τη μάχη τους με τα «λερναία θεριά», δεν αναγνωρίζονται, τα βλέμματά τους είναι σακατεμένα, γιατί έχουν πιει αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι.
Ο Χατζηχαμπής, όπως και ο Σεφέρης, προσδίδει στο ποίημα αλληγορικό νόημα. Μέμφεται όλους εκείνους που με τις αποφάσεις και τις επιλογές τους έβλαψαν την Κύπρο διαχρονικά, όσους άναψαν το πράσινο φως για την τουρκική εισβολή που είχε ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό που βιώνει επί μισό αιώνα. Αποδοκιμάζει όσους αρκούνται στην απόλαυση των αγαθών τους, ενώ έχουν μετατοπίσει στον χώρο της λήθης τις αιμάσσουσες πληγές, που ο Αττίλας χάραξε στο σώμα της Μεγαλονήσου (όσους μαζεύουν λήθη σε σακιά/ και τετράγωνες μνήμες/ κατάκλειστες σε αποθήκες ευμάρειας).
Σε μια άλλη τουρκική εισβολή αναφέρεται το ποίημα «Βουτιά στο υπερούσιο φως». Στην εισβολή του Λαλά Μουσταφά, ο οποίος, κατ’ εντολήν του σουλτάνου Σελήμ Β΄, κατέλαβε τη Λεμεσό, κατευθύνθηκε προς τη Λευκωσία, την πολιόρκησε και παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ενετών και Κυπρίων υπερασπιστών της, την 9η Σεπτεμβρίου 1570, (Μια ματωμένη μέρα του φθινοπώρου, / Τετάρτη, 9 Σεπτεμβρίου 1570), την κυρίευσε. Τα μεγάλα οχυρωματικά έργα που είχαν κατασκευάσει οι Ενετοί, υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα του Ιουλίου Σαβορνιάνι, δεν άντεξαν τη μανία των Τούρκων και τη δίψα τους για αίμα.
Τοιχοποιία ενετική,
υψηλής αρχιτεκτονικής του Σαβορνιάνο,
με λέξεις αρχαίες ομηρικές,
λαξεμένες στα θεόρατα τείχη
της Λευκωσίας
[…]
Σαν άκουσαν
τα μαύρα άτια της οργής
του Λαλά Μουσταφά,
έριξαν τα παιδιά
με μια προαιώνια κραυγή της Αντιγόνης
απ’ τ’ αστεροειδή
τείχη της Λευκωσίας
στο μαύρο χάος τους σύμπαντος,
που άνοιγε κάτω απ’ τα πόδια τους,
κι ύστερα
έπεσαν κι αυτές,
με μια βουτιά,
στο υπερούσιο γαλάζιο φως,
στην αγκαλιά της ελευθερίας,
στις φυλακές του πόνου.
Τα «ανδραγαθήματα» αυτά επανέλαβαν οι Τούρκοι και στην Αμμόχωστο, η οποία υπέστη λεηλασίες, σφαγές και ανείπωτες φρικαλεότητες. Στα γεμάτα με λάφυρα καράβια τους, οδηγούσαν τις ωραιότερες κοπέλες της νήσου, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ανάμεσά τους και τη Μαρία Συγκλητική, η οποία, για να αποφύγει την ατίμωση των κατακτητών, έβαλε φωτιά στη μπαρουταποθήκη του καραβιού, όπου την είχαν σύρει αιχμάλωτη, και μαζί με άλλες αρχοντοκόρες έγινε ολοκαύτωμα στον βωμό της ελληνικής τιμής και ελευθερίας. Το γεγονός αποτυπώνει σε εξαιρετικούς στίχους ο Χατζηχαμπής στο ποίημα «Σιωπηλή αρχοντιά».
Τριγύρω της
σκληροί φρουροί,
οι Τούρκοι του Μεμέτη,
με τα σπαθιά σηκωμένα και πανέτοιμα,
βαμμένα κόκκινα απ’ το πολύ το αίμα,
την έβλεπαν και την ποθούσαν,
την έβλεπαν και την περιγελούσαν,
που σκλάβα θα κατέληγε
ως λάφυρο στην Πόλη,
σκλάβα γυμνή,
γυμνή σκλαβιά
στα πόδια του σουλτάνου.
Μα η Μαρία, σιωπηλή,
[…]
Σε μια στιγμή αιώνια,
ξεφεύγει των θαμάτων
και τον πυρσό ολόφλογο υψώνει
με το δεξί το φεγγοβόλο χέρι,
ίδια η ελευθερία έμοιαζε,
και βροντερά φωνάζει:
«Δεν μας ταιριάζουν, αδέρφια, εμάς
η ατίμωση της μνήμης
και της σκλαβιάς οι ματωμένοι δρόμοι,
απόψε κανένας να μην κλάψει,
κανείς να μη θρηνήσει».
Και τη φωτιά σκορπά μεμιάς
στην πυριτιδαποθήκη.
[…]
Κι όλα τινάζονται στο φως
[…]
Ο Χατζηχαμπής στα ποιήματα της συλλογής «φωτογραφίζει» με δεξιοτεχνία τη σκυταλοδρομία τυράννων και δυναστών, που σε διάφορες ιστορικές περιόδους επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Ανάμεσά τους και οι Βρετανοί, που δεν διέψευσαν μόνο τις ελπίδες των Κυπρίων για εθνική αποκατάσταση, αλλά εφάρμοσαν αυταρχική και ανελεύθερη πολιτική. Η πολιτική τους αυτή οδήγησε στην απόφαση του κυπριακού λαού να αναλάβει ένοπλη δράση, κατά τη διάρκεια της οποίας έγραψε λαμπρές σελίδες ιστορίας και ανέδειξε ήρωες, που αποτελούν αγωνιστικά σύμβολα για όλους τους λαούς που καταπιέζονται από ανελεύθερα καθεστώτα. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις απάντησαν με ακόμη σκληρότερα μέτρα (συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις, απαγχονισμούς), πιστεύοντας ότι θα κάμψουν το φρόνημα των κατοίκων της νήσου.
Τέσσερα ποιήματα της συλλογής έχουν ως θέμα τη βρετανική κυριαρχία. Στις «Κορυφογραμμές της μνήμης» αποτυπώνονται με μελανά χρώματα τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υπέβαλαν μία αγωνίστρια της Κύπρου. Οι βασανιστές της αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα (Λιντς, Μακλόκλαν Γουίλαρντ, Μέρλιν).
Τα τυφλά μάτια του Λιντς
και του Μακλόκλαν
έσταζαν αίμα
[…]
την πήραν από τα μαλλιά
και την έσυραν μέχρι την κόλαση
με τους λυσσαλέους κέρβερους.
Τα σιδερένια νύχια του Γουίλαρντ
και του Μέρλιν
έσταζαν μίσος,
στον λαιμό
της είχαν φορέσει
έναν περιδέραιο βρόχο
[…]
Στο «Έπος Σταυραητού», η Αντιγόνη ενσαρκώνει την Αντωνού, τη μητέρα του ήρωα, μάρτυρα και τροπαιοφόρου Γρηγόρη Αυξεντίου, τον οποίο οι δυνάμεις κατοχής έκαψαν ζωντανό μέσα στο κρησφύγετό του, κάτω από τη Μονή Μαχαιρά. Μέσα σε έξι τετράστιχες στροφές, που απαρτίζουν το «έμμετρο μοιρολόι» της Αντιγόνης, ο ποιητής σκιαγραφεί τη μητέρα Αντωνού και στο πρόσωπό της συμπυκνώνει την αξιοπρέπεια και το ηθικό μεγαλείο. Την παρουσιάζει να εξίσταται για την τόλμη, το θάρρος και την ανδρεία του γιου της και να καυχιέται, γιατί από τα σπλάχνα της γεννήθηκε ένας τόσο μεγάλος ήρωας.
[…]
Μες στο κρησφύγετό σου
βρήκες τη λευτεριά,
πώς ήταν μπορετό σου
να ’χεις τέτοια καρδιά.
Είμαι πέρφανη, γιε μου,
έπος Σταυραητού,
χαρίστε στου ανέμου
την τίμια στάχτη του.
[…]
Στο ποίημα «Έξω απ’ την πόρτα του ονείρου» εκφράζεται η ελπίδα ευόδωσης του αγώνα για την ελευθερία. Οι στίχοι της πρώτης στροφής (Προσμένουμε αιώνες και αιώνες / το όνειρο ν’ ανοίξει / μια αυγή στο μέλλον) θυμίζουν τους στίχους του Λιπέρτη Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ’ ένας αέρας / ’στουν τον τόπον πόν’ καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν, / για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας.
Τέλος, ποιήματα της συλλογής αναφέρονται στην τουρκική εισβολή του ’74 και στα δεινά που επισώρευσε στη νήσο. Νεκροί, πρόσφυγες, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι, υλικές καταστροφές, διαμελισμός των εδαφών της. Το ποίημα «Μας γέλασε τ’ όνειρο» συνομιλεί με «Το τελευταίο λεωφορείο» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, που ανήκει στην κυπροκεντρική συλλογή «Θόλος». Αναφέρεται στο τελευταίο λεωφορείο που θα έφερνε στη Λευκωσία τους τελευταίους αιχμαλώτους από τις φυλακές της Τουρκίας (Δεκέμβριος 1974).
[…]
δεν ήρθαν τα γαλάζια πρωινά
στα δακρυσμένα μάτια των μανάδων,
ούτε τα λεβέντικα κυπαρίσσια
στο τελευταίο λεωφορείο της ελπίδας.
[…]
δεν ήρθαν τα πουλιά με τα τραγούδια
στις φωλιές της ψυχής μας,
ούτε οι στοργικοί πατεράδες
στο τελευταίο λεωφορείο της ελπίδας.
Στο «Σώμα λειψό», η Αντιγόνη διεκτραγωδεί τις ωμότητες που διέπραξαν οι ακόμα πιο βάρβαροι εισβολείς. Διεκτραγωδεί τις καταστροφές των αρχαίων και σύγχρονων πολιτισμικών μνημείων της Μεγαλονήσου, τη βεβήλωση των εκκλησιών και των κοιμητηρίων.
Τώρα πια
σπασμένοι οι σταυροί στο στέρνο μας
και στα κατάμεστα κοιμητήρια απουσίας,
βουβά τα σήμαντρα της μνήμης,
στάβλοι και αποθήκες
οι ναοί της ιερότητας.
Το δράμα των εγκλωβισμένων, όπως το βίωσε η ηρωική δασκάλα Ελένη Φωκά, αποτυπώνεται στο ποίημα «Κρυφό σχολειό». Είκοσι τρία χρόνια δίδασκε ελευθερία, ήθος και αξιοπρέπεια στα παιδιά της κατεχόμενης Καρπασίας, χωρίς να καμφθεί από τις απειλές και τη βάναυση συμπεριφορά της «Αστυνομίας» του Ντενκτάς και των αφεντικών του.
Ξυπνούσε το πρωί με τον αποσπερίτη
και βάδιζε ολομόναχη
[…]
αρματωμένη μ’ ένα βιβλίο Ιστορίας
στο χέρι και στην καρδιά.
[…]
Περικυκλωμένη
από λύκους και θεριά
που λυσσαλέα ουρλιάζουν,
[…]
μια ωραία Ελένη της Κύπρου,
που λάτρεψε κελαηδισμούς πατρίδας.
Ο πόνος για τους αγνοούμενους και για προσφιλή πρόσωπα διαποτίζει πολλά ποιήματα της συλλογής. Και ο πόνος αυτός είναι διπλός, γιατί δεν είναι μόνο η απώλεια, αλλά και έλλειψη πληροφοριών για την τύχη τους. Στο ποίημα «Το μπλε της υπομονής», περιγράφει την αρραβωνιαστικιά που περιφέρεται στους δρόμους με τη φωτογραφία του αγαπημένου της στο χέρι και να ρωτά όποιον συναντά:
Μήπως τον είδατε;
Μήπως τον απαντήσατε
τον αγαπητικό μου;
Ο ποιητής επιλέγει αυτήν ακριβώς τη στιγμή και βάζει στο στόμα της Αντιγόνης το «έρρυθμο μοιρολόι» για όσους έπεσαν στα πεδία των μαχών και δεν επέστρεψαν ποτέ. Στη συνέχεια, ο αφηγητής Οδυσσέας Αστέρης θα μιλήσει για την κατάρα της Αντιγόνης, η οποία τριγυρνά στους τόπους, όπου έχουν θαφτεί εκείνοι που «φορτώθηκαν στα τρένα» και εκτελέστηκαν από τον τουρκικό στρατό. (Ο κωδικός «φορτώστε τους στα τρένα» υπέκρυπτε τη διαταγή για να εκτελεστούν οι αιχμάλωτοι).
Κάποιοι λένε
πως τα βράδια
τριγυρνά ξυπόλυτη
η κατάρα της Αντιγόνης,
με βαρύγδουπα αργόσυρτα βήματα
πάνω στην καμένη μνήμη,
κι ακούγονται ουρλιαχτά
και κλάματα γοερά
ματωμένων λέξεων
[…]
Κάποιοι λένε
πως είναι κι άλλοι εκεί,
είναι κι άλλα οστά,
λείψανα ιερά
του παππού των προσευχών,
του πατέρα των ονείρων,
του γιου των ερώτων,
που τους πήραν τα τρένα και χάθηκαν,
που περιμένουν με τα θαμμένα
μυστικά τους
μια κάποια αναπάντεχη ανάσταση.
Σε επόμενα ποιήματα της συλλογής, η Αντιγόνη εκφράζει την απογοήτευσή της για τον σημερινό κόσμο και αποδοκιμάζει την αρπακτική διάθεση της Άγκυρας. Ανήθικοι άρπαγες / του φωτός και του τόπου, / της Πόλης και της Αγια-Σοφιάς. / Ως πότε; Αλλά και ο Χορός ποιητών διεκτραγωδεί το ασήκωτο πένθος των γυναικών της Κύπρου και δοξάζει την καρτερία τους, γιατί από τους πατέρες, αδελφούς και γιους άλλοι έπεσαν στα πεδία των μαχών και άλλοι παραμένουν αγνοούμενοι.
Το τελευταίο ποίημα έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το πρώτο, καθόσον και στα δύο εξαίρονται η ομορφιά και η ιστορική διαδρομή της νήσου, με αλλεπάλληλα εγκωμιαστικές φράσεις και επίθετα. Μνημονεύονται, επίσης, τα πάθη της από τους εχθρούς που την επιβουλεύθηκαν και της στέρησαν επί μακρά χρονικά διαστήματα την ελευθερία. (Πολύφλογος νήσος, ομοούσιος και αδιαίρετος νήσος, φωτόλουστη γη, ευλογημένο χώμα του φωτός, νήσος των πράσινων κυμάτων, γη των αδάκρυτων λειψάνων, αλησμόνητο χώμα, μυροβόλα πατρίδα, χώμα των πανίερων κουφαριών, παντέρημο φως σταγόνα ζωής, προαιώνια κραυγή της Αντιγόνης).
Από όσα αναφέρθηκαν έως εδώ είναι προφανές ότι Η κραυγή της Αντιγόνης αποτελεί ένα μεγάλο ταξίδι στην Ιστορία της Κύπρου, από την αρχαία έως τη σύγχρονη εποχή. Ταξίδι με πολλές εναλλαγές και αφίξεις σε σταθμούς που κάθε φορά άνοιγαν την αυλαία σε νέες περιπέτειες και νέα δράματα για τη νήσο. Όλα αυτά (περιπέτειες, πάθη και δράματα) αποτυπώνονται με δεξιοτεχνία στα ποιήματα της συλλογής και υπενθυμίζουν το χρέος κάθε Έλληνα να αντισταθεί στη λήθη, να μην ξεχάσει. Η κραυγή της Αντιγόνης και η «ανάγνωσή» της οδηγούν στη διαπίστωση ότι ο Ανδρέας Χατζηχαμπής διαθέτει ισχυρό ποιητικό οπλοστάσιο, έχει αίσθηση του καίριου και αυτό ακριβώς εκφράζει με την ποίησή του. Και το εκφράζει με τρόπο ξεχωριστό και ολοκληρωμένο, με τρόπο που δικαιολογημένα τον κατατάσσει στους σημαντικούς εν ζωή ποιητές.