You are currently viewing Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Ανδρέας Χατζηχαμπής, Το δάκρυ της Περσεφόνης Κέδρος, Αθήνα 2024 ISBN 978-960-04-5513-7

Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Ανδρέας Χατζηχαμπής, Το δάκρυ της Περσεφόνης Κέδρος, Αθήνα 2024 ISBN 978-960-04-5513-7

Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής γεννήθηκε το 1973, στη Λευκωσία,  και είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του. Δημοσίευσε μέχρι τώρα έξι ποιητικές συλλογές, η θεματική των οποίων δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο τραύμα που προκάλεσε στο σώμα της Κύπρου ο Αττίλας του 1974, με τους χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους, εγκλωβισμένους και πρόσφυγες. Αποτελούν, βεβαίως, στοιχεία της αλλά αρκετά από αυτά μπορούν και πρέπει να «αναγνωσθούν» σε περισσότερα του ενός επιπέδου. Δεν θα απομακρυνθούμε από την πραγματικότητα αν υποστηρίξουμε ότι το ατομικό και το συλλογικό, το τοπικό και το διατοπικό συναιρούνται και βοηθούν τον ποιητή να διεκτραγωδήσει τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής.

            Το δάκρυ της Περσεφόνης είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας Αρχαία βροχή. Προηγήθηκαν ο Οδυσσέας Αστέρης και Η κραυγή της Αντιγόνης. Στην τριλογία αυτή ο Χατζηχαμπής αξιοποιεί τους αρχαιοελληνικούς μύθους που σχετίζονται με τον Οδυσσέα, την Περσεφόνη και τους Λαβδακίδες. Η ανακύκλωση των μύθων αυτών γίνεται με στόχο να διαμορφώσει τον δικό του κώδικα και μέσω αυτού να προχωρήσει σε παραλληλισμό του παρόντος με το παρελθόν, να εκφράσει ιδέες, συναισθήματα και να κρυπτογραφήσει μηνύματα, την αποκωδικοποίηση των οποίων θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια με επικέντρωση στα ποιήματα της συλλογής  Το δάκρυ της Περσεφόνης.

            Τα τρία πρόσωπα που εμφανίζονται στα ποιήματα της συλλογής, η Περσεφόνη  ο Οδυσσέας Αστέρης και η Αντιγόνη, υπενθυμίζουν γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, με σκοπό να αποφευχθούν στο μέλλον λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος αλλά και για να αναδειχθούν ηρωικές πράξεις που χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη λαϊκή συνείδηση και αποτελούν ανεξάντλητη πηγή δόξας και μεγαλείου. Ό,τι αναφέρουν είναι συμμετρικά κατανεμημένα στη διάρθρωση της συλλογής. Σε κάθε πρόσωπο αντιστοιχούν 11 μέρη. Συνολικά έχουμε 33 μέρη, στα οποία πρέπει να προστεθούν και 33 μέρη που απαγγέλλει ο Χορός ποιητών. Στο τελευταίο μέρος με τίτλο «Έξοδος» εμφανίζεται κυρίως η Περσεφόνη αλλά παρεμβαίνουν  και τα άλλα δύο πρόσωπα καθώς και ο Χορός ποιητών.

            Σε όλα αυτά τα μέρη ο ποιητής αφηγητής συνομιλεί με κορυφαίους δημιουργούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, όπως ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο  Καβάφης, Χαραλαμπίδης και άλλοι. Μάλιστα από τον πρώτο φαίνεται να επηρεάστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς σε όσα επισημαίνονται από τα παραπάνω πρόσωπα απαντά ο Χορός ποιητών, όπως γίνεται με τον Αντιφωνητή στη Μαρία Νεφέλη. Η επίδραση αυτή ενισχύεται περισσότερο με Το δάκρυ της Περσεφόνης, όπου χρησιμοποιεί με ιδιαίτερη επιτυχία στοιχεία της υπερρεαλιστικής γραφής.

            Είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που πιστοποιούν ότι η γραφή του περνάει στο στάδιο της ωριμότητας που του επιτρέπει τη σύνθεση ποιημάτων ευρείας πνοής και το περιεχόμενό τους ανάγεται, όπως ειπώθηκε στα προηγούμενα, σε πολλά επίπεδα.

            Η επαφή, λοιπόν, με τον ποιητικό λόγο του Χατζηχαμπή υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό και προσέτι να αναζητηθεί ο τρόπος με τον οποίο προσαρμόζει τον μύθο της Περσεφόνης στη σύνθεση των ποιημάτων της συλλογής. Με ποιον δηλαδή τρόπο παρουσιάζονται τα δύο πρόσωπα της Περσεφόνης, ως νεαρής θεάς της βλάστησης και ως χθόνιας θεότητας. Στον μύθο συμβολίζουν την εναλλαγή των εποχών και τις αντίστοιχες γεωργικές εργασίες που επιτελούνται κατά τη διάρκειά τους. Όταν η Περσεφόνη συναντάται με τη Δήμητρα, η φύση ανθίζει και καρποφορεί. Όταν αποχωρίζονται, η φύση φθίνει. Η κατάβαση της Περσεφόνης στον άδη και η ανάβασή της στη γη είναι μια αέναη κυκλική διαδικασία, η οποία σχετίζεται με τον θάνατο και τη ζωή, με το πένθος και τη χαρά. Για να αναγεννηθεί ο άνθρωπος, πρέπει να περάσει μέσα από το σκοτάδι, να  θρηνήσει τις δικές του απώλειες, όπως και η Δήμητρα θρήνησε την απώλεια της κόρης της.

            Από το πρώτο κιόλας ποίημα η Περσεφόνη μάς μεταφέρει σε ένα «τοπίο ζοφερό», σε ένα «τοπίο απόκοσμο», στο οποίο «καπνίζει η γη», αναδύονται «αναθυμιάσεις καμένης σάρκας» και επικρατεί «απόκοσμη σκηνή καταστροφής». Σε όλα σχεδόν τα ποιητικά μέρη, στα οποία εμφανίζεται, διεκτραγωδεί τις καταστροφικές παρεμβάσεις του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Οι τίτλοι μερικών από αυτά είναι ενδεικτικοί: «Καμένη γη», «Το δάκρυ της Περσεφόνης», «Καίγεται η πλάση», «Τα δάκρυα της Μέδουσας», «Δίχτυα φαντάσματα», «Μεθόριος άνθρωπος». Οι λέξεις και οι φράσεις τους είναι φορτισμένες με αρνητικό περιεχόμενο και πολλές επαναλαμβάνονται με συχνότητα. Λέξεις των οποίων η σημασία γίνεται περισσότερο αρνητική με τους επιθετικούς προσδιορισμούς που τις συνοδεύουν: Πολύ συχνή, επίσης, είναι η χρήση ρημάτων με αρνητική σημασία, σε διάφορες εγκλίσεις και σε διάφορους χρόνους.

Όλα αυτά -λέξεις, φράσεις, επιθετικοί προσδιορισμοί και ρήματα- συμπλέκονται και απαρτίζουν στίχους, στους οποίους αποτυπώνονται πολύ έντονες εικόνες που αποδίδουν πληρέστερα την εναγώνια αναζήτηση διεξόδου από το αδιέξοδο που όρθωσε στη ζωή του ο σύγχρονος άνθρωπος. Μάταια η Περσεφόνη προσπαθεί να βρει τρόπο διαφυγής από τις μυλόπετρες που συνθλίβουν την καθημερινή ζωή. Νοσταλγεί αλλοτινές εποχές, κατά τις οποίες ο άνθρωπος ζούσε αρμονικά με το περιβάλλον

            Στις αντιφωνήσεις του ο Χορός ποιητών επιβεβαιώνει όσα από το πρώτο της ποίημα ανέφερε η Περσεφόνη, χρησιμοποιώντας ίδιες ή συνώνυμες λέξεις και φράσεις. Τίποτε δεν κινείται, τίποτε δεν ακούγεται, επικρατεί «παγερή σιγή». Βλέπει μόνο «κουφάρια» σε «τοπίο απόκοσμο» που «καπνίζουν ακόμα» και αναρωτιέται:

Μην είναι τα σπαράγματα της μνήμης

 που λείψανα γενήκαν

 μες στο αλωνάκι της σιγής;

 Μην είναι τα ιερά λείψανα της πατρίδας

 που άσπλαχνα κείτονται νεκρά

 απ’ τ’ άδικου χαμού το βασίλεμα;

            Μόνη καταφυγή η προσευχή στο Θεό και η ικεσία να στρέψει το βλέμμα του στη γήινη δυστυχία, να δείξει έλεος και να σπλαχνιστεί τους ανθρώπους που με τη «ασύνορη μωρία» τους διαμόρφωσαν το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται, και τώρα υφίστανται τις συνέπειες των επιλογών και των πράξεών τους.

 Θεέ

 του ανθρώπου

 της πατρίδας

 και του κόσμου,

 σπλαχνίσου μας…

 Θεέ του κόσμου

 σπλαχνίσου μας. 

            Υμνεί τη θάλασσα και την προσαγορεύει με διθυραμβικούς χαρακτηρισμούς που υποδηλώνουν τις ομορφιές της (πανωραία, πολύδροση, πάμφωτη, πολυάνεμη, λάμπουσα, μυριόφτερη). Της αποδίδει ιδιότητες που τονίζουν του στενούς δεσμούς της με τον άνθρωπο (αρχαία μήτρα της γης, ενάλια αρχαιότητα της ύπαρξης). Δίνει φωνή στα ζώα για να διαμαρτυρηθούν, επειδή οι άνθρωποι τα κακομεταχειρίζονται και καίνε τα δάση, τον δικό τους χώρο, για να τα οικοδομήσουν. Υψώνει κραυγές αγωνίας γιατί «στερεύει η γη και χάνεται», γιατί

αχανή εργοστάσια ρουφούν

κάθε ρανίδα οξυγόνου

απ’ τα πνευμόνια των παιδιών

και γιατί «μεγάλη ξηρασία απλώθηκε

στο πρόσωπο της γης».

            Και όλα αυτά από τον άνθρωπο που ενώ μπορεί να «αγγίζει την καρδιά της αλήθειας», να κοιτάξει κατάματα την πικρή πραγματικότητα, να την αποτρέψει, να συμφιλιωθεί με τον συνάνθρωπο και να είναι μέγας, επιλέγει να «στέφεται με το στεφάνι της λήθης», να «υψώνει μονωτικά τείχη γύρω του» και να πορεύεται «μόνος κι ολόμονος» και να είναι μικρός.

            Η δεύτερη ποιητική μορφή, ο Οδυσσέας Αστέρης, είναι αισιόδοξος και προσμένει τη διόρθωση όσων ασχημίζουν τη ζωή. Ο άνθρωπος μπορεί να επανεργοποιήσει τη μνήμη του, να αναζητήσει όσα δικαιώνουν την ύπαρξή του, να ταξιδέψει, να ονειρευτεί και να διαμορφώσει έναν κόσμο στον οποίο θα έχει κράτος και εξουσία το μέτρο και η αρμονία.

            Αρωγός του η «Παναγιά του κάλλους», την οποία το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει το Χαίρε στον πρώτο στίχο των οκτώ δίστιχων στροφών, που παραπέμπει στο Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη και βεβαίως στον Ακάθιστο Ύμνο. Η διαμόρφωση ενός καλύτερου κόσμου απαιτεί πορεία εν μέσω δυσκολιών και παραλληλίζεται με τη Μεγάλη εβδομάδα και τα σταυρικά πάθη.Και όταν αυτά συμβούν ο άνθρωπος θα επανεύρει τον άνθρωπο, θα διακρίνει το σημαντικό, το αληθινό, το ουσιαστικό και το μεγάλο από το ασήμαντο, το επίπλαστο, το ευτελές και το μικρό. Θα αναπληρώσει ψεύτικες λάμψεις/ και εφήμερες δόξες και η αθωότητα θα καλύψει κάθε αβέβαιο και σκοτεινό που αφήσαμε απέξω.

            Με όσα πρεσβεύει και διακηρύσσει ο Οδυσσέας Αστέρης ευθυγραμμίζεται και ο Χορός ποιητών. Ο φτωχός, ο αδικαίωτος, ο θυσιασμένος (λέξεις του ποιητή) θα συναντηθούν, θα ανατρέξουν στις παιδικές τους μνήμες και θα ενώσουν τις δυνάμεις τους να διώξουν ό,τι βαραίνει, ό,τι πικραίνει τον άνθρωπο και κάνει την καθημερινή του ζωή δυσβάσταχτη. Μαζί θα ταξιδέψουν σε έναν κόσμο γεμάτο φως και αγάπη, σε έναν κόσμο που θα ανοίξει την αγκαλιά του σε όλους και θα περιβάλει με θαλπωρή τους ανήμπορους και τους κατατρεγμένους.

Ωστόσο, η μνήμη του παρελθόντος πρέπει να μείνει ζωντανή, γρηγορούσα, να μην ξεθωριάσει. Το ποιητικό υποκείμενο διά μέσου του Χορού ποιητών αναφέρεται σε τραγικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας που συνδέονται με αλώσεις, γενοκτονίες, προσφυγιά και είχαν ως αποτέλεσμα τη βίαιη διακοπή της ελληνικής παρουσίας στους τόπους όπου διαδραματίστηκαν. Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Σμύρνη, Κερύνεια. Τόποι, όπου άλλοτε μεγαλούργησε ο ελληνισμός, αλλά η βουλιμικοί εχθροί του τους κατέλαβαν βιαίως.

            Η τρίτη ποιητική μορφή, η Αντιγόνη, θρηνεί τη διαμελισμένη κυπριακή γη, όσους χάθηκαν στους αγώνες για την απόκρουση εχθρών και για την εκδίωξη κατακτητών. Βρίσκεται, όπως και η Περσεφόνη, σε μια αδιάκοπη αναζήτηση του χαμένου παραδείσου των παιδικών της χρόνων.

            Μνημονεύει ήρωες του Κυπριακού Απελευθερωτικού Αγώνα των ετών 1955-59, εξαίρει την ανδρεία και τη θυσία τους και αναρωτιέται γιατί σήμερα δεν αναδεικνύονται άνθρωποι του δικού τους αναστήματος. Άνθρωποι όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και οι συμμάρτυρές τους, οι οποίοι

 

Φόρεσαν το φωτοστέφανο της φωτιάς

πατώντας το πολύσκαλο της θυσίας,

φόρεσαν το πορφυρό διάδημα της αγχόνης

πατώντας την καταπακτή της ελευθερίας.

                       

            Την απασχολούν αμείλικτοι προβληματισμοί καθώς αναλογίζεται ότι η θυσία τους όχι μόνο δεν οδήγησε στο ποθούμενο αποτέλεσμα αλλά λίγα χρόνια αργότερα οι άφρονες της Αθήνας και οι πρόθυμοί τους στη Λευκωσία άνοιξαν τις πύλες της κόλασης για να εισέλθουν οι Αττίλες και οι «ειρηνοποιοί» του. Τώρα, στην αυλή του σπιτιού της «ένα μισοαπλωμένο/ αδειανό πουκάμισο/ ανεμίζει μια καταξιωμένη προδοσία». Εμφανής εδώ η συνομιλία με τους στίχους από την «Ελένη» του Σεφέρη «…τόσος πόνος τόση ζωή/ πήγαν στην άβυσσο/ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».

            Η διαμελισμένη πατρίδα «ζωγραφίζεται» με μελανά χρώματα στους στίχους του ποιήματος «Νεκρή ζώνη», στο οποίο όλα μένουν μισά. Μισό το ψωμί στο τραπέζι, μισογεμάτο το ποτήρι, μισάνοιχτη η βρύση, μισός ο στίχος «ενός ατέλειωτου ποιήματος». Όσοι βίωσαν την τουρκική θηριωδία και αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες μέσα στη μικρή τους πατρίδα, άφησαν τη μισή καρδιά τους στον τόπο όπου γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και δημιούργησαν και την άλλη μισή την έσυραν μακριά του, ζώντας στο εξής με την ανάμνηση και την προσμονή ενός θαύματος που θα έκανε δυνατή την επιστροφή στα πατρογονικά χώματα.

Ο ποιητής διά μέσου της Αντιγόνης αναφέρεται με έμφαση στο δράμα των αγνοουμένων με ποιήματα, οι στίχοι των οποίων είναι διαποτισμένοι από την αγωνία και τον πόνο της μάνας που έφυγε από τη ζωή πικραμένη, προσμένοντας την επιστροφή του αγνοούμενου γιου.  Από ολόκληρο το σώμα του, αρκετά χρόνια μετά, βρέθηκαν «μισή σιαγόνα/ και μισό οστό μηριαίο» και παραδόθηκαν στους οικείους του για να τα κηδεύσουν. Με στίχους πολύ δυνατούς, ο Χατζηχαμπής τον παρουσιάζει να φθάνει αναστημένος στο σπίτι και να μονολογεί:

Επέστρεψα, μάνα,

 είμαι ’δω,

 σήμερα μπαίνω

 απ’ τη γέρικη πόρτα του σπιτιού σου

 στον συνοικισμό ευκαιρίας,

 όπως πάντα ήθελες.

 […]

 Μα συ δεν είσαι ’δω, μάνα,

 δεν σε πρόλαβα,

 μάνα της προσμονής,

 δεν άντεξες,

 μάνα της καρτερίας,

 αναχώρησες

 για το εικονοστάσι τ’ ουρανού

 με τον ωραίο κήπο.

 

Ο μονόλογός του κλείνει με τον συγκλονιστικό αποχαιρετισμό:

 

Σε φιλώ,

 ο γιος σου,

 ο αγνοούμενος,

 ο πάντα αγνοούμενος,

 που νίκησε τον Χάρο.

            Η σκληρή πραγματικότητα με την οποία ήλθαν αντιμέτωποι όσοι ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους μετά την τουρκική εισβολή αποτυπώνεται στο ποίημα «Συνοικισμοί ευκαιρίας», στο οποίο η Αντιγόνη ζωντανεύει εικόνες με τους πρόσφυγες να συνωστίζονται στα αντίσκηνα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.

Η Αντιγόνη μνημονεύει και τους εγκλωβισμένους που τους παρουσιάζει ως ζωντανούς νεκρούς, αφού δεν έχουν καμιά επικοινωνία με τις ελεύθερες περιοχές και βλέπουν τον τόπο τους να βιάζεται από τους εισβολείς, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Μόλις νυχτώσει, κλείνονται στα εγκλωβισμένα σπίτια τους,

 

γιατί την ώρα αυτή,

που βγαίνουν τα σκοτάδια,

έρχονται αγέλες τ’ άγρια,

να βρίσουν,

να κλέψουν,

να βιάσουν

όσους πεθαμένους

δεν κατάλαβαν

πως είναι πεθαμένοι.

            Στις αντιφωνήσεις του στα θρηνητικά λόγια της Αντιγόνης για τους νεκρούς, τους πρόσφυγες, τους αγνοούμενος, τους εγκλωβισμένους και σε όσους έφυγαν από τη ζωή χωρίς να πραγματοποιηθεί το όνειρο της επιστροφής ο Χορός ποιητών διεκτραγωδεί με τη σειρά του τη «σκλαβωμένη γη», διαμαρτύρεται για την αδικία με την οποία την αντιμετωπίζουν οι δυνατοί και αποδοκιμάζει όσους έχουν παραδοθεί στη λήθη και στην απόλαυση της υλικής ευδαιμονίας. Αφήνει όμως μια χαραμάδα αισιοδοξίας, οι ελπίδες «σ’ ένα αρχέγονο θαύμα» δεν έχουν εξανεμιστεί πλήρως.

Με το ποίημα «Ο γιος ο αγνοούμενος», στο οποίο υπάρχουν αναλογίες ως προς το περιεχόμενο με ποιήματα του Χαραλαμπίδη, του Μόντη, του Πασιαρδή και άλλων Κυπρίων δημιουργών, αναπέμπει ύμνο στον αγνοούμενο του οποίου βρέθηκαν λιγοστά κόκκαλα, τον ανασταίνει και τον παρουσιάζει να επιστρέφει στο σπίτι του, να αναζητά τη μάνα του, που όμως έχει πεθάνει πονεμένη και πικραμένη. Μάλιστα στο ποίημα αυτό χρησιμοποιεί στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα δημοτικά τραγούδια (το θέμα του αδυνάτου, το εξωπραγματικό και εξωλογικό στοιχείο, τυπικοί στίχοι, υπερβολή, επαναλήψεις).

            Η αντιφώνηση του Χορού ποιητών για τους εγκλωβισμένους είναι ευθυγραμμισμένη με όσα ανέφερε η Αντιγόνη. Είναι δηλαδή ζωντανοί νεκροί, αφού δεν μπορούν να μεταβούν στις ελεύθερες περιοχές ούτε να επικοινωνήσουν με οικεία τους πρόσωπα. Βλέπουν τον κατακτητή να καταστρέφει και να εξαφανίζει ό,τι ελληνικό, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν.

            Στην «Έξοδο» οι τρεις ποιητικές μορφές υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας προς τους «επίορκους των αιώνων», οι οποίοι, για να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους, προκάλεσαν ανείπωτες καταστροφές στο περιβάλλον, δυνάστευσαν και δυναστεύουν λαούς, λυμαίνονται χώρες και σκορπίζουν τον θάνατο, χωρίς να κάμπτονται από οιμωγές, θρήνους και δάκρυα των θυμάτων τους. Μόνο η επικράτηση του φωτός μπορεί να διαλύσει το βαθύ σκοτάδι που έχει απλωθεί στον κόσμο. Μόνο η αλήθεια και αγάπη μπορούν να νικήσουν την υποκρισία, να εξημερώσουν τον άνθρωπο και να τον συμφιλιώσουν με τον συνάνθρωπο.

            Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής, όπως και όλοι οι ομότεχνοι της γενιάς του που ζουν και δημιουργούν στην Κύπρο, βιώνει το στοιχείο της ιθαγένειας, την ενσυνείδητη δηλαδή πρόσδεσή του με την Κύπρο, την ιστορία και τις παραδόσεις της, το θεματοποιεί και το παρουσιάζει με τα πιο μελανά χρώματα. Ωστόσο, η συλλογή Το δάκρυ της Περσεφόνης ανοίγεται σε ευρύτερο πλαίσιο και αρκετά ποιήματά της αναφέρονται σε θέματα υπερτοπικά και σχετίζονται με τον κόσμο και τη φύση. Η Περσεφόνη θρηνεί για την καταστροφή της φύσης. Ο Οδυσσέας Αστέρης εκφράζει προβληματισμούς για ό,τι υποβαθμίζει τη ζωή και αισιοδοξεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να επανεύρει το αληθινό του πρόσωπο και να αποκαταστήσει την αρμονία στη ζωή του. Η Αντιγόνη θρηνεί την πατρώα γη και εξιστορεί ανατριχιαστικές εμπειρίες που βίωσε και βιώνει μεγάλο μέρος της Μεγαλονήσου κάτω από τις δαγκάνες της σκλαβιάς επί μισόν αιώνα.

Όλα αυτά μετουσιώνονται σε ποίηση που γίνεται λυγμός, σε ποίηση γονιμοποιημένη από τραγικά γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος, σε ποίηση υψηλής συγκίνησης. Ο στίχος της χαρακτηρίζεται από εξαιρετική κίνηση, το γλωσσικό της υλικό πλούσιο, η αρχιτεκτονική της ιδιαίτερα προσεγμένη. Πρόκειται για ποίηση ώριμη,  που αποτελεί προανάκρουσμα και για άλλες εμπνευσμένες ποιητικές συνθέσεις που θα μας χαρίσει ο δημιουργός της.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.