You are currently viewing Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Λυκόσκυλα,  εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2024

Μανώλης Μ. Στεργιούλης: Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Λυκόσκυλα,  εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2024

 Σε κείμενό μου για την προτελευταία ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη (Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα) σημείωνα ότι «τα θέματα στα οποία αναφέρεται, τα μηνύματα που εκπέμπει, η ευαισθησία, ο πυκνός λόγος, το προσεγμένο λεξιλόγιο, οι εικόνες, ο άνετος χειρισμός των εκφραστικών μέσων, τα σχήματα λόγου συνιστούν σημεία, στα οποία η ποιήτρια ενδιατρίβει με ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια». Σημείωνα, επίσης, ότι οι αρετές της γραφής της σηματοδοτούν τη δημιουργική της πορεία με έργα υψηλής έμπνευσης. (Νέα Ευθύνη, τχ. 50-51, Ιούλιος- Δεκέμβριος 2020).

Τα σχόλια αυτά επιβεβαιώνονται και με την τελευταία της συλλογή, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Βακχικόν, με τίτλο «Λυκόσκυλα». Πράγματι, τα είκοσι οκτώ ποιήματά της είναι υψηλής έμπνευσης και συγκεντρώνουν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποιοτική ποίηση. Με τη συλλογή της αυτή η Αγγέλα Καϊμακλιώτη πέρασε σε μια πιο σύνθετη γραφή, που χαρακτηρίζεται από στοχαστική διάθεση και ήπιο ερμητισμό. Πρόκειται για ποίηση που αναφέρεται σε θέματα με γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Προσεγγίζει τις αλλαγές που σημειώνονται στην εποχή μας σε όλους τους τομείς. Σκιαγραφεί τον χαρακτήρα των ανθρώπων που παίρνουν αποστάσεις από αξίες, που άλλοτε αποτελούσαν οδηγό ζωής. Εμβαθύνει στον ψυχισμό και στις επιλογές που προκρίνουν προκειμένου να αποκτήσουν και να απολαύσουν τα υλικά τους αγαθά, κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους και απομακρυσμένοι από εκδηλώσεις που συμβάλλουν σε αυτό που ονομάζεται συλλογική συνείδηση.

Ωστόσο, και από τα «Λυκόσκυλα» δεν απουσιάζουν οι αναφορές στην ανοικτή πληγή που άφησε στο κορμί της Κύπρου η βάρβαρη τουρκική εισβολή. Ο πόνος για την ημικατεχόμενη πατρίδα και για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι «ειρηνοποιοί» του Αττίλα είναι παρών. Το αδιέξοδο που έχει διαμορφωθεί στη νήσο από την επί μισό αιώνα κατοχή μεγάλου μέρους των εδαφών της διαποτίζουν πολλά από τα ποιήματα της συλλογής, με τρόπο ελλειπτικό, αλληγορικό και με τη χρησιμοποίηση συμβόλων. Αυτό φαίνεται ήδη από το πρώτο ποίημα, όπου το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στην επίθεση που δέχθηκε από λυκόσκυλα, τα οποία, όμως, στη συνέχεια απομακρύνθηκαν από μόνα τους και η απομάκρυνσή τους δημιουργεί ερωτήματα, όπως:  Είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου; Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στο λαιμό; Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;/ Άκουσαν την πατρίδα/ που μέσα μου αλυχτούσε; Τα ερωτήματα αυτά απαντώνται από το ποιητικό υποκείμενο. Απομακρύνθηκαν, γιατί οσμίστηκαν την πίκρα του, το πικρό αίμα της πικρής φυλής του. Η επανάληψη του ουσιαστικού πίκρα στους ακροτελεύτιους στίχους του ποιήματος συσχετίζονται προφανώς με την προηγούμενη ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα».

Το ποίημα «Λυκόσκυλα» συγγενεύει ως προς τη θεματική του με το τρίτο ποίημα, με τίτλο «Αδέσποτη γάτα», το όνομα της οποίας είναι Μήδεια.

…όνομα ασήκωτο της έχω ρίξει στην πλάτη.                                                                                       Θα μπορούσα κι εγώ να τη λέω Ασπρούλα ή έστω Λευκή.                                                              Όμως πώς; Ασυγχώρητη πλέον αυτή τα δικά της γατιά έχει φάει!

Η «ανάγνωση» των στίχων αυτών παραπέμπει στα ολέθρια λάθη,  που άναψαν το πράσινο φως στον Αττίλα. Παραπέμπει, επίσης, στην αδύναμη στάση που επέδειξε η Ελλάδα για έμπρακτη βοήθεια κατά τις κρίσιμες ημέρες της εισβολής, διαψεύδοντας έτσι τις προσδοκίες της Κύπρου. Η απογοήτευση που διαχέεται στο ποίημα εξαιτίας των γεγονότων αυτών εκφράστηκε έντονα και από άλλους Κύπριους δημιουργούς, όπως οι Κώστας Μόντης, Κώστας Βασιλείου, Μιχάλης Πασιαρδής και αρκετοί άλλοι. (Δεν είν’ η πρώτη σας φορά που μας πουλήσατε./ Το ’χετε ξανακάνει χρόνια πριν, σ’ άλλους αιώνες,/ όταν μας ξεπουλούσατε στους Πέρσες         […] Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,/ τίποτα από την Αθήνα. Είμαστε Έλληνες,/ Έλληνες του πικρού καιρού/ και της απελπισίας. Μιχάλης Πασιαρδής).

Αλληγορικό είναι το περιεχόμενο και του δεύτερου ποιήματος «Ουροβόρος», στο οποίο αποδοκιμάζεται η τάση του σύγχρονου ανθρώπου να επιδιώκει την απόκτηση δύναμης χωρίς να κάμπτεται από ηθικά διλήμματα και χωρίς να συναισθάνεται ότι η ακόρεστη επιθυμία του για πλουτισμό, ακόμη και με αθέμιτα μέσα, οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Ο παραλληλισμός με το φίδι που τρώει την ουρά του δεν αποτελεί συμβολισμό του κύκλου της ζωής που ανανεώνεται μέσω της φθοράς και του θανάτου, αλλά συμβολισμό της αυτοκαταστροφικής πορείας που συνεπάγεται η υπέρβαση του μέτρου κατά την επιδίωξη στόχων και σκοπών. Και είναι αυτή ακριβώς η μη τήρηση του μέτρου που οδηγεί συχνά σε αντικοινωνικά φαινόμενα, όπως ο πόλεμος, η έκπτωση της ζωής, η δυστυχία, η φτώχια, η απανθρωποποίηση.

Και ενώ στο  ποίημα αυτό, όπως και σε άλλα που ακολουθούν, οι αναφορές γενικεύονται και αφορούν τον σύγχρονο κόσμο, η ποιήτρια επιστρέφει και πάλι στα πάθη της Κύπρου. Στο ποίημα «Famagusta touring», αποδοκιμάζει τους κατακτητές που οικειοποιήθηκαν τις περιουσίες των Ελλήνων κατοίκων της Κύπρου και μετέτρεψαν  προαιώνια ελληνικά μνημεία της Αμμοχώστου σε τουριστικές επιχειρήσεις, για να αντλήσουν οικονομικά και όχι μόνο οφέλη. Η αποδοκιμασία στρέφεται και προς όσους Κύπριους επισκέπτονται τα βεβηλωμένα ελληνικά μνημεία, αναπτύσσουν συναλλαγές και δεν λαμβάνουν υπόψη ότι ο Αττίλας επί πενήντα χρόνια ασελγεί στο πληγωμένο σώμα της Μεγαλονήσου. Μνημεία που η φθορά του χρόνου τα κατέστησε ετοιμόρροπα, ενώ ο «πολιτισμένος» κόσμος περί άλλων τυρβάζει, η διεθνής κοινότητα τηρεί προκλητική σιωπή και οι κατακτητές με πινακίδες προειδοποιούν για κινδύνους από ενδεχόμενη κατάρρευση.                                                           Attention – Το κτίρι μπορεί να καταρρεύσει!                                                                                     Αλλόθροα τα πλήθη συρρέουν    κέραμοι – λίθοι – πλίνθοι                                                            η λήθη – ατάκτως

εκτάκτως – η αταξία ως ίωση – Αttention!

Στους ακροτελεύτιους, όμως, στίχους του ποιήματος, αφήνεται να διαφανεί ότι κάποια στιγμή ο ήλιος της δικαιοσύνης θα λάμψει, θα διαλύσει τον ζόφο που σκεπάζει δοξασμένες περιοχές, στις οποίες διέλαμψαν αθάνατοι ήρωες, και οι νόμιμοι κάτοικοι θα επιστρέψουν στα πατρογονικά τους.                                                                                                                                                                                                   Στο αμφίρροπο φόντο                                                                                               ανατέλλει ένα κρίνο                                                                                                   αναστέλλει τη νύχτα.

Στην ίδια θεματική εντάσσεται και το ποίημα Capo Bonandrea, όπου η ποιήτρια αποτυπώνει τις εντυπώσεις που αποκόμισε κατά την επίσκεψή της στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήριο της κατεχόμενης Καρπασίας. Μικροπωλητές έχουν απλωμένη την πραμάτεια τους σε πάγκους και τη διαλαλούν, επαίτες τείνουν το χέρι για ελεημοσύνη και πορτιέρηδες ζητούν συσσίτιο στα διόδια/ για της τουριστικής ορθοδοξίας το πανηγύρι. Εκεί, όμως, και οι εγκλωβισμένοι γέρων Ζαχαρίας και ο Λευτέρης, ο κλειδούχος του Ναού, φύλακες ιερών και οσίων της φυλής, αντιστέκονται στη φθορά του χρόνου και στη λήθη.

Λευκές λαμπάδες, λόγια μυστικά κι ευχές

για ένα ευρώ κερί, παράκληση και τάμα,

στου θαυματοποιού τ’ αλαργινό ακρωτήρι,

αυτό που ο χάρτης λέει Capo Bonandrea.

Η ελπίδα για δικαιοσύνη και ελευθερία εντοπίζεται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής. Έτσι, στο ποίημα «Ακανθούσα», κάτοικοι του ομώνυμου χωριού, (σημ. Ακανθού) της επαρχίας Αμμοχώστου, κάποια Δευτέρα της Λαμπρής, το ελευθερώνουν από την πενηντάχρονη σκλαβιά και εορτάζουν διπλή Ανάσταση∙ του Χριστού και τη δική του.

Ξυπνούν την Ακανθούσα, στεφανωμένη εκείνη

στα άδυτα τους καλεί, στο δάσος με τις λέξεις

μιλούν τα σκοτωμένα αδέλφια.

Σκληρά τα βράχια απάτητα στη Μακαρία πόλη των ψυχών

φτάνουν στη Μάνα του νερού μέσα στις χούφτες νάματα

να νίψουν τα σκοτάδια.

Η ποιήτρια μνημονεύει νοσταλγικά περιοχές στα κατεχόμενα και χωριά που είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσά τους τα Λιμνιά της Αμμοχώστου, απ’ όπου κατάγεται η ίδια αλλά και ο ποιητής Παντελής Μηχανικός, στον οποίο αφιερώνει το ποίημα «Μικρό μπαλκόνι στα Λιμνιά». Αντί άλλου σχολίου για το συγκεκριμένο ποίημα αντιγράφω το δικό της σχόλιο από την ηλεκτρονική της σελίδα. «Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω από κοντά τον Παντελή Μηχανικό. Έχουμε την ίδια καταγωγή, τα Λιμνιά Αμμοχώστου, τα πατρικά μας σπίτια είναι πολύ κοντά. Κατεχόμενα… Εντούτοις τον γνώρισα μέσα από την ποίησή του και μου μίλησε, με μια γλώσσα παλιά των προγόνων μας, πλημμυρισμένη από αγάπη και πόνο για τον τόπο και τους ανθρώπους. Καταλαβαίνω αυτά που γράφει και αυτά που υπονοεί, έχω τα ίδια βιώματα. Καλπασμοί και χλιμιντρίσματα αλόγων στον κάμπο μας, η ηρεμία και η αίσθηση απεραντοσύνης κι ευλογίας στην κατάσπαρτη Μεσαορία, τα κύματα και τα καράβια στη θάλασσά μας, τη Σαλαμίνα, οι αρχαίες φωνές μέσα από τα μάρμαρα και τις καμαρόπορτες των Λιμνιώτικων σπιτιών. Και μετά, το άδικο». Νομίζω ότι το σχόλιο αυτό διαφωτίζει το ποίημα, από το οποίο παραθέτω τη δεύτερη και τρίτη στροφή.                                                                                                                                                                                                  Στον παλιό μας κάμπο

άλογα χλιμιντρίζουν στις αυλές,

ελεύθερες ψυχές που θυμιατίζουν,

σαν τρέχει ο νήλιος, σαν τρέχει

στο φεγγάρι, σαν τρέχει μαγεμένη

αρχαία φωνή μέσ’  απ’ το χώμα

αστράφτουν τάφοι Ελληνικοί.

στην παλιά μας θάλασσα

πέντε καράβια άστρα φτερά

ακοίμητοι φρουροί του βάθους.

Κρατούν το ψέμα τους σημαία

στην άμμο ομπρέλα ξεσκισμένη.

Πάνω σε πεύκα χοντροκαύκαλα

χίλια τζιτζίκια ηχοδρομούν το τέλος.

Σε άλλα ποιήματα μνημονεύονται τοπωνύμια, που οι ονομασίες τους έρχονται από το απώτατο παρελθόν, προφανώς για να καταδειχθεί  ότι η ελληνικότητα της νήσου αριθμεί αιώνες και δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί από αυθαίρετες παραχαράξεις της ιστορίας και της γεωγραφίας, στις οποίες προβαίνει ο κατακτητής. Μερικά από τα τοπωνύμια αυτά:  Μακαρία (αρχαίος οικισμός της Ακανθούς), Κλείδες (αρχαία και σημερινή ονομασία των μικρών νησιών που βρίσκονται απέναντι από το ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα), Δεινάρετο (αρχαία ονομασία του ακρωτηρίου του Αποστόλου Ανδρέα).

Και με αυτή την ποιητική της συλλογή η Αγγέλα Καϊμακλιώτη δεν καταγράφει απλώς μνήμες του παρελθόντος και καταστάσεις του παρόντος. Οι στίχοι της συνιστούν φωνή αντίστασης σε συμπεριφορές και επιλογές που απομακρύνουν από την πραγματικότητα. Και όσο στην Κύπρο υπάρχουν δυνατές ποιητικές γραφές η αντίσταση θα εντείνεται και η λήθη δεν θα ριζώσει.

 

Μανώλης Μ. Στεργιούλης

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.