Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Στο ενεργητικό του μέχρι σήμερα έχει αρκετά πλούσια εργογραφία που περιλαμβάνει ποίηση, κριτική και δοκίμιο. Εμφανίστηκε στα Γράμματα το 2009 με την ποιητική συλλογή Σαν ίαμβος καθρέπτης, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη. Ακολούθησαν οι συλλογές Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, Οινοποίηση, Παραλογή, Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο Σονάτα για την αφαίρεση (μαζί με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο), Η νύφη του Ιούλη, Ριμαχό, Πόλη που ράγισε. Πριν από λίγες ημέρες, από τις εκδόσεις Σμίλη δημοσιεύθηκε μία ακόμη ποιητική συλλογή του με τίτλο Γράμματα στην αγαπημένη.
Διαβάζοντας την ποίηση του Παναγιώτη Νικολαΐδη το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι πρόκειται για ποίηση στην οποία το ποιητικό υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να αποτυπώσει στους στίχους του το βαθύ τραύμα που υπέστη η Μεγαλόνησος από την πριν από πενήντα χρόνια τουρκική εισβολή. Να το αποτυπώσει όχι απλά ως αφήγηση και περιγραφή, αλλά ως άφευκτο χρέος όλων των κατοίκων της νήσου, όλων των όπου γης Ελλήνων, να το διατηρήσουν στη μνήμη τους και να αντισταθούν σε ό,τι το απωθεί στη λήθη. Πρόκειται για ποίηση που διεκτραγωδεί την κατάσταση που παγίωσαν οι εισβολείς επί μισόν αιώνα τώρα και την αλλαγή που επέφεραν στη γεωγραφία της νήσου. Ωστόσο, το όνειρο για επανένωση και «συγκόλληση» των ακρωτηριασμένων μελών της παραμένει ζωντανό και η μνήμη γρηγορούσα. Η ιστορία μπορεί και πρέπει να αποτελεί οδηγό αυτογνωσίας προκειμένου να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος, λάθη ατομικά και συλλογικά. Μπορεί να αποτελέσει πηγή άντλησης δύναμης για αντίσταση στη φθορά, στην παθητικότητα και στην απραξία.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα δούμε τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής ενσωματώνει όλα αυτά τα στοιχεία στην ποιητική συλλογή Πόλη που ράγισε, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2024 από τις εκδόσεις «Σμίλη».
Η συλλογή αποτελείται από 28 ποιήματα, τα οποία αναφέρονται στη Λευκωσία, της οποίας η ρωγμή που άνοιξε το 1974 με την εισβολή του Αττίλα παραμένει χαίνουσα και την κρατά διχοτομημένη και μοιρασμένη. Στα ποιήματα αναφέρεται ως «η άλλη όψη της θάλασσας», «ραγισμένη πόλη», «η πόλη που ράγισε», «ένα σπασμένο αγγείο», «διπλός καθρέπτης», «το αντίθετο του ολόκληρου», «διαιρεμένη», «πληγή», «σκλάβα», «δάκρυ», «καρφί», «δρόμος», «άνεμος».
Η ίδια αυτοσυστήνεται με τους στίχους του ποιήματος «Ένα τραγούδι για τη Λευκωσία» και προσδιορίζει τη σημερινή της ταυτότητα, προσθέτοντας μια ιδιότητα ή έναν χαρακτηρισμό στη φράση «Είμαι μια πόλη», την οποία επαναλαμβάνει στην αρχή κάθε στίχου. Παραθέτω τους πρώτους έξι στίχους τους ποιήματος.
Είμαι μια πόλη μέσα στην πόλη είμαι μια πόλη έξω από μια πόλη
είμαι μια πόλη κάτω από μια πόλη
είμαι μια πόλη πάνω από μια πόλη
είμαι μια πόλη δίπλα σε μια πόλη
είμαι μια πόλη ανάμεσα.
Στο ίδιο ποίημα ολοκληρώνει την αυτοπαρουσίασή της με την υπενθύμιση ότι αποτελεί «το σταθερό σημείο», όπου κατοικούν άνθρωποι που δεν επικοινωνούν, άνθρωποι των οποίων «διχοτομούνται δύο φωνές». Προφανώς, εδώ υπονοείται η νόθευση των πληθυσμιακών δεδομένων που επήλθε με τη μαζική εγκατάσταση εποίκων από την Ανατολία.
Η εικόνα της πόλης εύλογα προκαλεί συναισθήματα πίκρας και απογοήτευσης που επιτείνονται καθώς το ποιητικό υποκείμενο περιδιαβαίνει την Πλατεία Ελευθερίας, την Πύλη Πάφου, την οδό Λήδρας ή καθώς σκέπτεται την κατεχόμενη Καρπασία, τη νεκρή ζώνη που μοιάζει «σαν φυσικό μουσείο πολέμου», τον Πενταδάχτυλο που δεν μπορεί να κρύψει τη σημαία-πληγή που χάραξαν στο μέτωπό του οι εισβολείς. Η καταφυγή στο παρελθόν αποτελεί διέξοδο από το καταθλιπτικό παρόν αλλά και πηγή άντλησης δύναμης, για να κρατηθεί ζωντανή η ελπίδα της απελευθέρωσης. Η επίκληση του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του Γρηγόρη Αυξεντίου, ηρωομαρτύρων του Απελευθερωτικού Αγώνα των ετών 1955-59, γι’ αυτόν τον σκοπό γίνεται.
Κι αναλογίζομαι λοιπόν τον Ευαγόρα
που απαστράπτει κρεμασμένος
με μιαν ασάλευτη ταυτότητα
τον πρωτοστάτη Αυξεντίου
ένα κυμάτισμα λευκότητας
καρβουνιασμένο
αναλογίζομαι μισός την Καρπασία
σαν ολοζώντανη σελίδα σώματος.
Στον ίδιο σκοπό αποβλέπει και το «Γράμμα στους νεκρούς της Λευκωσίας» προς τους οποίους απευθύνεται ζητώντας αρχικά συγγνώμη, επειδή τους ξυπνά από την ιερή σιωπή τους. Αυτούς πρέπει να ρωτήσουν οι ζωντανοί πώς θα παραμείνουν όρθιοι και πώς πρέπει να προχωρήσουν.
Στην ανάπηρη, την ακρωτηριασμένη Λευκωσία, στην πόλη που «έγινεν δκυο κομμάθκια», «ό,τι φυτρώνει κάθε άνοιξη/ είναι σπασμένο». Ο ποιητής έτσι τη γνώρισε. Όμως, είναι η «αγαπημένη» του και σε αυτήν συμπυκνώνει την πατρίδα, τη γυναίκα και την ποίηση. Την προσεγγίζει ως πρόσωπο που η σημερινή εικόνα του τον πικραίνει αλλά και τον εμπνέει.
Αγαπημένη,
καθώς σου γράφω
νιώθω ότι προσθέτω τον εαυτό μου
σ’ ένα μακρύ παλίμψηστο.
Κι όπως σε βλέπω να περνάς
απέναντί μου
μ’ ένα καρφί στη γλώσσα
και μ’ έναν στίχο κόκκινο φόρεμα
ριγώ.
Ολόκληρη
δεν σε γνώρισα ποτές μου
κι όμως
σ’ αγάπησα λέξη προς λέξη
σαν ξεχασμένο στίχο
μέσα στην τσέπη
του παντελονιού μου
που ξαφνικά αστράφτει μνήμη
μες στη συντέλεια του ποιήματος.
Τη γνώρισε μισή, με «σκλαβωμένο κάμπο», με «ραγισμένα πεζοδρόμια», «με πληγωμένα δέντρα» που «υψώνονται πάνω από πλατείες/ σκεπάζουν σπίτια/ και φανάρια/ και τραγουδούν/ ένα πανάρχαιο τραγούδι», με το οποίο διαλαλούν την προαιώνια ελληνικότητά της, που δεν μπορεί να την επισκιάσει η «…δυνατή φωνή/ του μουεζίνη». Την αγαπά όμως «ολόκληρη», τη βλέπει «όπως κανείς/ βλέπει την αγαπημένη του» και ζηλεύει τα ζώα και τα πτηνά, επειδή μπορούν να κινούνται ελεύθερα σε κάθε γωνιά της (είσαστεν ούλλα ελεύθερα). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους κατοίκους της Λευκωσίας, αφού οι περισσότεροι
κυκλοφορούν στους δρόμους
με σπασμένο στέρνο
καθώς οι λιγότεροι
κατακρατούν με πείσμα
όλους τους θεραπευτικούς νάρθηκες.
Ο ποιητής με τον ίδιο τρόπο διαλέγεται και με την Αμμόχωστο στη συλλογή «Η νύφη του Ιούλη». Τη βλέπει από μακριά ως πρόσωπο, χωρίς να μπορεί να το αγκαλιάσει. Μόνο του καταφύγιο η ποίηση, γιατί αποτελεί έναν προσωπικό τρόπο να κατανοήσει «το φοβερά παράλογο ιστορικοκοινωνικό παρόν», όπως δήλωνε σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.
Ο διάλογος με τη Λευκωσία εντοπίζεται σε πολλά ποιήματα. Το ποιητικό υποκείμενο της εκφράζει την απελπισία του και αυτή το προσγειώνει στη σκληρή πραγματικότητα υπενθυμίζοντας πως δεν έχει κάπου να ακουμπήσει, με δεδομένη την αδικία που επικρατεί στον κόσμο και τα δεινά που οι πόλεμοι διαχρονικά επισωρεύουν στους λαούς. Από τον Αττίλα του 1974, ο χρόνος μετατοπίζεται στο μυθικό παρελθόν (Τροία) και φθάνει στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία οι πολεμικές συρράξεις παραμένουν ανοικτές σε πολλά σημεία του πλανήτη και προκαλούν οδύνες, εγκλήματα και καταστροφές.
Ιούλιος
Χωρίς κανένα κάγκελο
μέχρι τη χιονισμένη Ουκρανία.
Κοιτώ βαθιά μέσα στον στίχο.
Σώματα δέντρα βυθισμένα
σπαρμένα ανθρώπινα γυαλιά
στο μακρινό Αφγανιστάν
στη ματωμένη Τροία
στη Συρία…
Όπως και προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Παναγιώτη Νικολαΐδη έτσι και η «Πόλη που ράγισε» περιέχει ποιήματα, στα οποία εκφράζει την αγάπη του προς την πατρίδα, κρίνει πράξεις και παραλείψεις που οδήγησαν στο τραυματικό παρόν, θέτει αμείλικτα ερωτήματα, διατυπώνει με παρρησία τη γνώμη του και προβάλλει το αίτημα για επιστροφή της Λευκωσίας και συνακόλουθα όλης της Μεγαλονήσου στην προ του 1974 γεωγραφία της.
Η γραφή του χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, δύναμη, λυρισμό και αποφθεγματικότητα. Κυρίαρχο στοιχείο της είναι ο δραματικός μονόλογος, στον οποίο εγκιβωτίζεται και ο διάλογος με την πόλη, αν και εκείνη δεν εκφράζεται με λόγια, αλλά με τις ανεπούλωτες πληγές της. Με τον πλούτο των εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί (αντιθέσεις, εικόνες, αλληγορίες, προσωποποιήσεις, μεταφορές, παρομοιώσεις κ.ά.) προσδίδει στην ποίησή του υψηλό τόνο και ο αναγνώστης συμμετέχει σε όσα αυτή περικλείει. Δικαιολογημένα ο Παναγιώτης Νικολαΐδης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του και η κριτική αποτιμά ήδη και θα αποτιμήσει με πολύ θετικά σχόλια το έργο του.