«Η κυματώδης ζωή της Marie Claire»
«Marie Claire», ένα αυτοβιογραφικό έργο που παρουσιάζει την ιστορία της ίδιας της συγγραφέως.Το μυθιστόρημα μας βυθίζει από τις πρώτες σελίδες στα γλυκά και συνάμα βαθιά νερά της παιδικής ηλικίας που ορισμένες φορές αποδεικνύονται κυματώδη. Ένα κορίτσι από την επαρχία η Marie Claire, από πολύ μικρή ηλικία γεύεται τα πρώτα κύματα όταν την εγκαταλείπει ο πατέρας της μετά το θάνατο της μητέρας της. Τα πρώτα εννέα χρόνια της ζωής της τα περνά σε ένα ορφανοτροφείο όπου και λαμβάνει την δέουσα εκπαίδευση της, ακολουθεί πολλές διαφορετικές πορείες στη ζωή της εργαζόμενη ως μοδίστρα σε μια διαρκή αναζήτηση του αισθήματος του ανήκειν και της ευτυχίας. Με μια απλή και ταυτόχρονα συγκινητική αφήγηση που έχει αρκετά ρεαλιστικά στοιχεία παρουσιάζεται η κοινωνική αδικία εκείνης της εποχής εις βάρος των γυναικών, ακόμα πιο συγκεκριμένα των γυναικών της εργατικής τάξης, και η φτώχεια που επικρατούσε. Η συγγραφέας είναι αυτοδίδακτη και άφησε το δικό της στίγμα στη γαλλική λογοτεχνία δίνοντας φωνή και μερικές φωτεινές σελίδες στις γυναίκες που αισθάνονται καταπίεση και φόβο. Επίσης, είναι εμφανές το στοιχείο της υποκειμενικότητας καθότι οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο έργο παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Το άγνωστο μέχρι σήμερα στο αναγνωστικό κοινό μυθιστόρημα εμφανίστηκε στο προσκήνιο μέσα από την καλή μετάφραση της Μαρίας Γυπαράκη, μια μετάφραση μεστή και στοχευμένη που αποδίδει πλήρως την αυθεντικότητα και την απλότητα του έργου.
Το 1910 το μυθιστόρημα Marie-Claude της άγνωστης Marguerite Audoux βρίσκεται στη λίστα των υποψηφιοτήτων για δύο σπουδαία λογοτεχνικά βραβεία: το Goncour και το Femina που είχε ξεκινήσει το 1904 σαν αντιπρόταση στο “μισογυνικό” Gongour (πρώτη βράβευση το 1903). Παρά τη θερμή υποστήριξη του Octave Mirbeau, το ανδροκρατούμενο κονκλάβιο του Goncour ποσώς συγκινήθηκε. Στις 2 Δεκεμβρίου, όμως, απονέμεται, στη συγγραφέα, το Femina, δικαιώνοντας έτσι ένα έργο νεωτερικό, που ανοίγει τον δρόμο για τη σύγχρονη γυναικεία αυτομυθοπλασία.
«Μου είναι ευχάριστο να μιλάω για αυτό το υπέροχο βιβλίο -γράφει ο μέντοράς της Octave Mirbeau- και θα ήθελα, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να κινήσω το ενδιαφέρον όλων αυτών που αγαπούν ακόμα το διάβασμα. Όπως κι εγώ, θα γευτούν τις σπάνιες χαρές του, θα νοιώσουν μια πρωτόγνωρη και εξαιρετικά έντονη συγκίνηση. Η Marie-Claire είναι έργο υψηλής αισθητικής. Η απλότητά του, η αλήθεια του, η κομψότητα του πνεύματός του, το βάθος του και η καινοτομία του είναι εντυπωσιακά. Όλα βρίσκονται στη θέση τους, τα πράγματα, τα τοπία, οι άνθρωποι. Είναι αποτυπωμένα, είναι σχεδιασμένα με μια πινελιά, εκείνη που χρειάζεται για να τους δώσει ζωή και να τα κάνει αξέχαστα. Δεν θα τα θέλαμε διαφορετικά, γιατί αυτή η πινελιά είναι πιστή, ιδιαίτερης ομορφιάς, γεμάτη ζωντάνια, ταιριαστή στην οικονομία του έργου». Η γνωριμία με το κείμενο δικαιώνει απολύτως την προτροπή με την οποία ο Mirbeau κλείνει τον πρόλογό του: «Διαβάστε τη Marie-Claire.. Και αφού την έχετε διαβάσει -χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν- ας αναρωτηθείτε ποιος από τους συγγραφείς μας -και μιλάω για τους πλέον διακεκριμένους- θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, με αυτήν την άψογη οικονομία, αυτήν την καθαρότητα και αυτό το λαμπερό μεγαλείο».
349