καταγραφές «ανόθευτης» ψυχοσύνθεσης
Η συγγραφέας Σοφία Ελευθερίου, με τις είκοσι τρεις αυτοτελείς ιστορίες του έργου της κι ένα πεζoποίημα, αποτελεί τον δίαυλο μιας μεστωμένης και εύστοχης ψυχομετρικής αφήγησης. Μιας αφήγησης που σχετίζεται με την καταγραφή μιας ολότελα αγνής, εσωτερικής, κρυφής ζύμωσης μιας σκέψης ή ενός συναισθήματος, τα οποία «αναδεύονται» στον νου και στην ψυχή του κάθε λογοτεχνικού ήρωα και μετέπειτα αποκαλύπτονται εξωτερικά, ενσαρκώνοντας την αφοπλιστική ουσία του ακατέργαστου, «πρώιμου» πνεύματος, το οποίο και φέρει ο πρωταγωνιστής κάθε αφήγησης. Ενός πνεύματος που δεν έχει υποστεί τίποτε άλλο παρά μόνο την επιρροή του περιβάλλοντός του, εκείνου που θα χαρακτηριζόταν ως εντελώς αφημένου στα αλληλεπιδραστικά «λαξεύματα» της νοοτροπίας μιας εξίσου τραχιάς και «πρωτόγονης» συναισθηματικά κοινωνίας.
Το πνεύμα αυτό- στις ολιγάριθμες, αλλά πυκνές σελίδες των αυτοτελών ιστοριών- ξετυλίγεται πράγματι άδολο και «γυμνό» «χωρίς τείχη» και άμυνες, απαλλαγμένο από «τεχνάσματα» απόκρυψης που επιβάλλει ο κατά καιρούς καθωσπρεπισμός. Αποκαλύπτεται πηγαία, ωμά και ρεαλιστικά και οι ήρωες που το φέρουν μοιάζουν να πλέκουν την προσωπικότητά τους κυρίως με «βελονιές» ατέρμονου πάθους, διάτρητου, ωστόσο, από τη λογική που κάποτε επιβάλλει η ίδια η φυσική ισορροπία και νομοτέλεια.
Με αυτό τον βασικό γνώμονα, της αποκάλυψης μιας ανόθευτης ψυχοσύνθεσης, οι αφηγήσεις περιέχουν πλέγματα ανάρμοστης ή συμβατικής συμπεριφοράς, καλόβολου ή κακόβουλου ήθους και ενός άλλοτε «ιερού» ή «ανίερου» ψυχικού πάθους, εκφραζόμενα όλα με λογοτεχνικά επεισόδια που θυμίζουν κινηματογραφικές σεκάνς μιας επαρχίας που αναδεικνύει μέσα από τις δικές της μικρο-χαρές, τα δικά της κρυφά δράματα το κοινό σημείο των πολλαπλών ηρώων, την αυθεντικότητα. Μια αυθεντικότητα που αναδύεται λέξη λέξη, αφού τα ένοχα μυστικά και τα τραγελαφικά περιστατικά που καταγράφονται , αποδίδονται τόσο διεισδυτικά, φυσικά, και γνήσια, ώστε η συγγραφέας μοιάζει, παρόλη τη «διακριτικότητα» στη γραφή της, να «χειραγωγεί» άθελά της το συναίσθημα του αναγνώστη και να τον οδηγεί- από την πρώτη έως την τελευταία ιστορία της- σε μια ανθρώπινη συνθήκη που αποσπά το γέλιο, το δάκρυ, τον προβληματισμό, τον θυμό ή την επιείκεια για τους «ελλειμματικούς» της ήρωες της με αξιοπρόσεχτη ευκολία.
Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, καθώς η συγγραφέας του εν λόγου βιβλίου έχει δυο ιδιότητες που καθόρισαν τη γραφή και την ποιότητά του.
Η μια προέρχεται από την επαγγελματική της ζωή, είναι χημικός. Γνωρίζει σε πρακτικό επίπεδο πώς αναλύονται τα πιο μικρά χημικά στοιχεία, είναι σε θέση να κατανοήσει την επίδραση άλλων στοιχείων στην ουσία τους και πώς αυτά μπορούν να αλλάξουν ή να αλλοιωθούν, δημιουργώντας μια νέα ουσία, γνωρίζει πως και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα αλλεπάλληλων χημικών δράσεων και αντιδράσεων.
Απόδειξη αποτελούν οι τρυφερές και σκληρές συνάμα σελίδες αυτού του ψυχομετρικού εγχειριδίου που «διυλίζει» με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, με περισσή διακριτικότητα, την ουσία και τα συστατικά πλέον της ανθρώπινης ψυχής. Τα συστατικά που μοιάζουν με έναν κυκεώνα μιας πολύπλοκης και δυσνόητης συχνά χημικής οργάνωσης, κεκαλυμμένης και δυσδιάκριτης από την απλουστευμένη αντίληψη. Παρόλα αυτά η συγγραφέας κατάφερε να θέσει κάτω από το μικροσκόπιο της προσωπικής της ευαισθησίας και της ιδιότητάς της τα συστατικά του πνεύματος του κάθε ήρωα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη δική του άυλη, μοναδική «χημεία» και εν τέλει να το αναδείξει μέσα από τα αυθόρμητα λόγια και τις ακόμη πιο πηγαίες και αυθόρμητες πράξεις του. Πράξεις που υπακούουν στο χημικό μείγμα των σωματικών και ψυχικών του εκκρίσεων που παράγονται κάθε φορά που ο καθένας από αυτούς έρχεται αντιμέτωπος με την επιθυμία, τον θάνατο και τον έρωτα, τον αγώνα για επιβίωση.
Αυτή ακριβώς η ικανότητά της συνάντησε και τη δεύτερη ιδιότητά της, την προσωπική της σχέση με την περιοχή της απομονωμένης κάποτε αιτωλοακαρνάνικης γης που συνήθως εμφανίζεται σαν ένα πέρασμα μυστηριώδες, σκοτεινό, οπισθοδρομικό, αλλά και γοητευτικό στην αντίληψη του κάθε ταξιδιώτη. Η επαφή αυτή της χάρισε το άκουσμα κάποιων νιχωρίτικων ιστοριών που αφορούσαν γραφικούς, ανθρώπινους χαρακτήρες που φύτρωναν και επιβίωναν σαν το παραχελωίτικο χορτάρι, και δεν άφησαν προφανέστατα ανέγγιχτη και ανεπηρέαστη την ευφάνταστη γραφή της, αλλά έγιναν αξιοπρόσεχτες από τον διερευνητικό νου της, στάθηκαν στην καρδιά της κι από εκεί αποτυπώθηκαν στο χαρτί με τρόπο αγνό, καθαρό, με μια ανεκβίαστη γραφή που απορρίπτει οτιδήποτε υπερφίαλο και περιττό, προκειμένου να αναδειχτεί ο άνθρωπος.
Ο συνδυασμός αυτών των ιδιοτήτων της οδήγησαν ακόμη σε μια πολυδιάστατη αφήγηση που βρίθει στοιχείων, τα οποία άνευ όρων και ορίων, προκαλούν έντονα στον σύγχρονο αναγνώστη, την επιθυμία να εισέλθει σε μια φυσική πορεία σύγκρισης του παρελθόντος με τη δική του εποχή. Οι ξεχωριστές αυτές αφηγήσεις δίνουν την ευκαιρία να διαπιστώσει κανείς πως οι άνθρωποι μέσα στο διάβα του χρόνου έρχονται αντιμέτωποι με κοινές προκλήσεις και προβληματισμούς με τη διαφορά ότι οι πρότεροι, οι πάντοτε προηγούμενοι, εξέφραζαν μια στωικότητα τόσο απέναντι στον εαυτό τους όσο και στον τρόπο που τους κατηγοριοποιούσε η κοινωνία, υιοθετώντας μια ανοχή που καθόριζε τον βίο τους. Μέσα σε αυτή τη στάση η πρόωρη απώλεια, ο εκφοβισμός, η ανεπάρκεια, οι κοινωνικές τάξεις, οι ηθικές αξίες, ο έρωτας, η αφέλεια, το μίσος, οι διαταραγμένες, διαπροσωπικές σχέσεις, η δεισιδαιμονία, η αυτοδικία, η ατεκνία, η απιστία, η φτώχεια, ο πόλεμος και τα επακόλουθά του γίνονται το τσίμπημα μιας βελόνας που τρυπάει με χιούμορ , σαρκασμό, αλλά και γλυκά την τρωτή και ευαίσθητη σάρκα μας, για να αποσπάσει το γλυκόπικρο χαμόγελο του αναγνώστη την ώρα που αυτός καλείται να κάνει τους νοερούς περιπάτους του έξω από τον καφενέ, την πλατεία, τις αυλές των σπιτιών και τον νιχωρίτικο κάμπο, συναντώντας τους χοϊκούς χαρακτήρες της Σοφίας Ελευθερίου.
Ακολούθως, η αυθεντικότητα, το μεγάλο προσόν αυτής της αφηγηματικής συλλογής, επιτείνεται όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα ανθολόγιο γνήσιων χαρακτήρων, αλλά επειδή αυτοί περιβάλλονται από ένα συμβολικό, φυσικό ή και μεταφυσικό «διάκοσμο», προέκταση του ψυχισμού τους και επιπρόσθετα, γιατί εκφράζονται με ατόφιες λέξεις μιας ντοπιολαλιάς που συνεχίζει να επιβιώνει.
Ειδικότερα, οι ήρωες των αφηγήσεων αναδύονται μέσω των διαλόγων, των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους, αλλά και μέσα από αντικείμενα άψυχα ή έμψυχα, όπως είναι η βέρα στο χέρι μιας αλλιώτικης νύφης, ένα φλιτζάνι καφέ που στέκεται αφορμή για τις κοινωνικές επαφές του αφελούς και καλοκάγαθου Θανάση, ένα ξύλινο στρατιωτάκι που γίνεται ο θετός γιός της Βασίλως, ή και μια δραχμή που παίζει στην απαλάμη ενός ερωτοχτυπημένου έφηβου, του Θύμιου.
Κι απ’ την άλλη παρουσιάζεται η σχέση των ηρώων με τα ζωντανά και άλογα πλάσματα που μοιάζουν να συμπληρώνουν και να τονίζουν τη δική τους ενστικτώδη φύση · μια λύκαινα που είτε μετουσιώνει στην όψη της όλη τη φυσική αγάπη της μητέρας είτε γίνεται σημάδι που προμηνύει μια πράξη εκδίκησης, αλλά και το συναισθηματικό δέσιμο με ένα γέρικο άλογο, την Ντορίτα, με το προδικασμένο τέλος, αναδεικνύουν το στενό και αρχέγονο δέσιμο του ανθρώπου με όλα τα κοντινά πλάσματα της φύσης και τα κοινά τους σημεία, αποδεικνύοντας μια βαθιά «σπινοζική» ερμηνεία της ενότητά τους, όπου Θεός και φύση γίνονται ένα, ο τέλειος εκφραστής του ανθρώπινου ψυχισμού.
Κι αυτές οι άρρηκτες σχέσεις μεταξύ ανθρώπου, άλογων και αντικειμένων ξεδιπλώνονται και μέσα από την ιδιαίτερη νιχωρίτικη ντοπιολαλιά και την αναφορά των συνηθειών και των εθίμων που μαρτυρούν πίστη, αλλά συχνά πυκνά εμπλέκονται με φοβικές θεωρίες και διαδικαστικές ψυχαναγκαστικές πράξεις. Έτσι, η «μπούγλα», το «γιούρτι», «το κατμάρ», η «μπασά», το «σάλτσινο», το «σατίλι» «το σάρωμα», η «μπρουστοποδιά» και οι «πατάκες» υπηρετούν γλαφυρά την αληθοφάνεια στους διαλόγους και στις περιγραφές των πράξεων των ηρώων. Αντίστοιχα, το «σπρούχνει», το έθιμο της πρωτοχρονιάτικης καλοτυχίας, τα τοπικά γλυκίσματα της τσιγαρίδας και του κατμαριού, οι βόλτες στα ξωκλήσια της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Ταξιαρχών, συμπληρώνουν την εικόνα ενός αμιγώς νιχωρίτικου, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ηθογραφήματος που τίθεται στο φόντο, για να εξισορροπήσει την παρουσία των ψυχικών συναισθημάτων που αρκούν, για να αναστατώσουν την αδιάφορη με μια πρώτη ματιά ζωή της επαρχίας .
Μα πιο πολύ απ’ όλα η αυθεντικότητα των αφηγήσεων κορυφώνεται στην αποτύπωση του φυσικού περιβάλλοντος που παραμένει άγριο, ακαταμάχητο, μια προέκταση του ήθους των ανθρώπων που το κατοικούν. Ο κάμπος γίνεται το ιδανικό σκηνικό πράξεων εκδίκησης και αποκατάστασης του δικαίου, αλλά και χιουμοριστικών στιγμών. Γίνεται ακόμη το πλαίσιο της υλοποίησης του ειδεχθούς εγκλήματος ή και της ολοκλήρωσης του ζωικού ερωτικού πάθους. Κυρίαρχος και ο ποταμός Αχελώος που πλαισιώνει τους ήρωες οδηγώντας τους πάντα σε ένα ταξίδι είτε αυτό του θανάτου -καθώς η ακροποταμιά του γίνεται ο θλιβερός τόπος της αυτοχειρίας, μιας νεαρής κοπέλας- είτε ως η αφορμή και η αφετηρία, για να βρει ένας ποιητής την Ιθάκη του, περνώντας με ένα καΐκι από τον Αχελώο στα Επτάνησα. Και τέλος η λιμνοθάλασσα κι ο Λούρος που συμπληρώνουν το φυσικό σκηνικό των μικρών περιπετειών με τον συμβολισμό της αφθονίας ή και της ανάγκης για επαναπροσδιορισμό της πορείας της ζωής των ηρώων.
Εν τέλει, άνθρωπος, ψυχή, πάθος και φυσικός κόσμος αναμειγνύονται. Το μάτι της βελόνας , αναμφισβήτητα, μοιάζει πλέον με μια χοάνη που μέσα της «χωνεύτηκε» ένα μορφολογικά, πολυποίκιλο φυσικό και ψυχικό περιβάλλον, οι πολύπλοκοι, αλλά και απλοϊκοί άνθρωποι της, το ξέχωρο, άγριο, αλλά και τρυφερό ήθος τους, μια γλώσσα γήινη και προφορική. Πρόκειται για μια πρώτη καταγραφή της περιοχής με μυθιστορηματικό τρόπο, μέσα από τα μάτια μιας ευαίσθητης και εύστοχης γραφής, όπως είναι αυτή της Σοφίας Ελευθερίου, μιας αλχημίστριας που αναγνωρίζοντας την τραχύτητα, αλλά και την απέραντη τρυφερότητα της ζωής των ανθρώπων, αυτής της ελληνικής επαρχίας, την μετέτρεψε σε ένα υπέροχο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί ως ένα εγχειρίδιο ψυχολογίας, δοσμένο και γραμμένο άκρως λογοτεχνικά.
Καρατζογιάννη Μαρία – Φιλόλογος- ΜΑ Δημιουργικής Γραφής
Η Μαρία Καρατζογιάννη είναι απόφοιτη του μεταπτυχιακού της δημιουργικής γραφής, συνεργάτιδα της Βυρωνικής Εταιρείας της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου και μεταπτυχιακή φοιτήτρια της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης
